Ο Νιλς Μούιζνιεκς, ο επίτροπος Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του Συμβουλίου της Ευρώπης, είναι ένας «αιρετικός». Αψηφώντας τη διάσημη ρήση του Γκαίτε ότι «δεν είμαστε όλοι ίσοι και ούτε μπορούμε να είμαστε», ο λετονός ακτιβιστής συνέταξε μια πολυσέλιδη έκθεση στην οποία επικρίνει την τρόικα –αλλά και τις εθνικές κυβερνήσεις των κρατών που συνεργάζονται με την τρόικα –ότι παρέλειψαν να συμπεριλάβουν τα ζητήματα προστασίας ανθρωπίνων δικαιωμάτων σε πολλά από τα προγράμματα βοήθειας που εφάρμοσαν σε ευρωπαϊκές χώρες.
Η έκθεση του Μούιζνιεκς ενόχλησε πολιτικούς, δικαστικούς και οικονομικούς κύκλους, καθώς σε αυτήν υπογραμμίζεται, μεταξύ άλλων, πως από τις εθνικές αποφάσεις σχετικά με τα μέτρα λιτότητας και τα διεθνή πακέτα διάσωσης απουσίασαν, και απουσιάζουν, η διαφάνεια, η συμμετοχή του κοινού και η δημοκρατική λογοδοσία. Μάλιστα, ο γεννηθείς στις ΗΠΑ πολιτικός επιστήμονας επισημαίνει στην έκθεσή του ότι σε ορισμένες περιπτώσεις, όπως η ελληνική, επαχθείς όροι των μνημονίων εμπόδισαν τις κυβερνήσεις στο να επενδύουν σε βασικά προγράμματα κοινωνικής προστασίας, υγείας και εκπαίδευσης.
Εάν επιχειρήσει κάποιος να υπεισέλθει στο νόημα των επισημάνσεων του Μούιζνιεκς, και υπό το πρίσμα αυτό να ρίξει μια προσεκτικότερη ματιά στην κατάσταση στην οποία βρίσκεται σήμερα η ελληνική οικονομία, θα διαπιστώσει ότι η χώρα δεν απειλείται από το δημοσιονομικό έλλειμμα και το χρηματοδοτικό κενό, αλλά από το έλλειμμα θεσμών. Και αυτό είναι πολλαπλάσια επικίνδυνο.
Οι επιδόσεις μιας οικονομίας δεν προσδιορίζονται μόνο με δημοσιονομικά κριτήρια. Προσδιορίζονται βάσει της παραγωγής, η οποία είναι και ο καθοριστικός παράγοντας για τη βιωσιμότητα όλων των οικονομικών μεγεθών (και βεβαίως και του χρέους). Οι θεσμοί μειώνουν ή αυξάνουν την επίδοση της οικονομίας μέσα από την επίδρασή τους στο κόστος των συναλλαγών και της παραγωγής, καθώς καθορίζουν το συναλλακτικό και παραγωγικό (μεταποιητικό) κόστος. Πιο απλά, το κοινωνικό, πολιτικό και πολιτισμικό πλαίσιο μέσα στο οποίο λειτουργεί η αγορά διαδραματίζει καταλυτικό ρόλο στις επιδόσεις μιας οικονομίας, καθώς, όσο και αν ακούγεται παράδοξο, είναι άμεσα συνδεδεμένο με την παραγωγική δυναμική της.
Η Ελλάδα, και προ μνημονίου, υστερούσε σε θεσμούς όπως η Παιδεία, η ποιότητα διακυβέρνησης και η λειτουργία της Δικαιοσύνης, ωστόσο, καθώς οι πολιτικές λιτότητας αφαίρεσαν τα μέσα από τους υπηρετούντες τους θεσμούς, πλέον αυτοί έχουν περιέλθει σε τέλμα. Οι θεσμοί είναι παράγοντες που μειώνουν την καθημερινή αβεβαιότητα, καθώς προσφέρουν κανόνες και δομές στην καθημερινή ζωή. Οσο πιο συμπαγείς είναι οι δομές αυτές, τόσο πιο στέρεες είναι η παραγωγική βάση και η κοινωνική συνοχή. Και τόσο ισχυρότερα προστατεύονται τα ανθρώπινα δικαιώματα.
Δεν είναι, λοιπόν, αυθαίρετο να υποστηρίξει κανείς ότι η μεγαλύτερη αποτυχία του ελληνικού προγράμματος δεν ήταν οι λάθος δημοσιονομικοί πολλαπλασιαστές, αλλά η παντελής απουσία πρόβλεψης για την προαγωγή των θεσμών. Αν και, για παράδειγμα, το μοναδιαίο κόστος εργασίας μειώθηκε την τελευταία τριετία στην Ελλάδα σε ανταγωνιστικά επίπεδα, επιστρέφοντας εκεί που ήταν το 2000, ωστόσο η ποιότητα εκπαίδευσης του προσωπικού επιδεινώθηκε, καθώς η δευτεροβάθμια και τριτοβάθμια εκπαίδευση διολίσθησαν ποιοτικά σε επίπεδα πολύ χαμηλότερα από τα αντίστοιχα προ κρίσης.
Ομοίως, η εισαγωγή των μνημονιακών νόμων αποδυνάμωσε το αξιακό σύστημα της ελληνικής κοινωνίας και υπέσκαψε την εμπιστοσύνη προς το κράτος δικαίου. Είναι δεκάδες οι αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας και του Αρείου Πάγου οι οποίες, στο πνεύμα του εθνικού συμφέροντος, τραυμάτισαν ανεπανόρθωτα το ήδη –προμνημονιακά –λαβωμένο κύρος της Δικαιοσύνης. Μάλιστα, και ο επίτροπος Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του Συμβουλίου της Ευρώπης εμμέσως στην έκθεσή του φωτογραφίζει τις ευθύνες της Δικαιοσύνης στην παραβίαση στοιχειωδών δικαιωμάτων του ανθρώπου, στέλνοντας το μήνυμα ότι οι οικονομικές διασώσεις είναι κενές περιεχομένου εάν δεν διασώζουν πρωτίστως τους ανθρώπους.
Η ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας είναι καταδικασμένη εάν πρώτα από όλα δεν υπάρξει αναβάθμιση των θεσμών και επένδυση στον άνθρωπο. Ο επίτροπος Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του Συμβουλίου της Ευρώπης δεν προσέγγισε τις πολιτικές της τρόικας αποκλειστικώς ουμανιστικά. Τις αξιολόγησε και με βάση την οικονομική λογική. Και κατέδειξε πόσο κοντόφθαλμες είναι και πόσο επικίνδυνες μπορεί να γίνουν. Εν κατακλείδι, είναι εύκολο να κόβεις δαπάνες. Το δύσκολο είναι να δημιουργείς πλούτο. Και ειδικά θεσμικό απόθεμα.
*Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 8 Δεκεμβρίου 2013
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ



