Στον πολιτικό τομέα η Ανγκελα Μέρκελ χαρακτηρίζεται τελευταία «ιστορική ανωμαλία» («Die Welt») στη Γερμανία. Και αυτό όχι τόσο πολύ επειδή είναι γυναίκα και Ανατολικογερμανίδα όσο επειδή έχει καταφέρει να μείνει στην καγκελαρία για επτά συναπτά έτη χωρίς να έχει χάσει καθόλου από τη δημοτικότητά της. Οι προκάτοχοί της Χέλμουτ Κολ και Γκέρχαρντ Σρέντερ, αναφέρεται στο άρθρο, ήταν ήδη «καμένα χαρτιά» μετά την παρέλευση μιας τέτοιας «καταραμένης» επταετίας: ο Χέλμουτ Κολ διέσωσε τη θέση του εκμεταλλευόμενος το 1989 την ανέλπιστη ευκαιρία της πτώσης του βερολινέζικου Τείχους, ο Γκέρχαρντ Σρέντερ, ο οποίος δεν είχε τέτοια «τύχη-βουνό», αναγκάστηκε να βγει το 2005 στην πολιτική σύνταξη. Και μόνο η Ανγκελα Μέρκελ δεν φαίνεται να έχει ανάγκη από κάποιον «από μηχανής θεό»: οι δημοσκοπήσεις δείχνουν ότι τον Σεπτέμβριο του 2013 ίσως πάρει μεγαλύτερο ποσοστό ψήφων από εκείνο που έλαβε το 2009.
Αν λάβει ωστόσο κανείς υπόψη τα πεπραγμένα της την εποχή της κρίσης, τότε, οικονομικά, η καγκελάριος συνιστά ασύγκριτα μεγαλύτερη «ιστορική ανωμαλία» από ό,τι πολιτικά.
Η Ανγκελα Μέρκελ είναι στην Ευρώπη εκείνο που ήταν η Μάργκαρετ Θάτσερ στη Μεγάλη Βρετανία, με τη διαφορά ότι είναι πολύ πιο σημαντική επειδή ασκεί εξουσία σε 17 χώρες.

Σύμπτωση συμφερόντων


Το κουμάντο αυτό δεν είναι βέβαια απόλυτο και, παρά τα πολλά περί αντιθέτου λεγόμενα, δεν έχει εθνικιστικό χαρακτήρα. Υπηρετεί με ζέση τα γερμανικά συμφέροντα, το ίδιο κάνει όμως και με τα ευρωπαϊκά –για τον απλούστατο λόγο ότι οι δύο αυτοί τύποι συμφερόντων συμπίπτουν όλο και περισσότερο.
Ετσι δεν είναι παράξενο ότι πολλοί γερμανοί αναλυτές απορρίπτουν κατηγορηματικά τον ισχυρισμό πως η καγκελάριος επιδιώκει τη δημιουργία μιας «γερμανικής Ευρώπης». Ο πρωτεύων στόχος της, λένε, είναι η επιβολή ενός «εθνικά ουδέτερου» νεοφιλελεύθερου μοντέλου στην ήπειρό μας –έτσι όπως το εκπροσωπούν και οι έλληνες, γάλλοι ή άγγλοι συντηρητικοί –επειδή με αυτό, κατά την άποψή της, προωθούνται καλύτερα και τα γερμανικά συμφέροντα.
Το κατά πόσον αυτό έχει ισχύ είναι βέβαια συζητήσιμο. Σε μια πολιτικά και οικονομικά ανολοκλήρωτη ευρωζώνη είναι φυσικό πολλοί επιχειρηματίες να προσδοκούν προστασία σε πρώτη γραμμή από τις κυβερνήσεις των εθνικών τους κρατών –και όχι από τις μακρινές Βρυξέλλες.
Για τους γερμανούς βιομηχάνους, όμως, το 40% των εξαγωγών των οποίων πηγαίνει στην ευρωζώνη, το θέμα τίθεται διαφορετικά: για αυτούς η διατήρηση του ευρώ και της ευρωζώνης αποτελεί όρο ζωής. Επόμενο έτσι είναι να δίνουν έμφαση στην ανεκτίμητη πρακτική αξία του «κράτους» των Βρυξελλών και να παίρνουν προσωπικά το θέμα όταν η καγκελάριος δηλώνει: «Πέφτει το ευρώ, πέφτει και η Ευρώπη».
Αυτό εξηγεί και δύο φαινομενικές αντινομίες στη στάση της Ανγκελα Μέρκελ: από τη μια να θεωρεί την Ελλάδα παρείσακτη στην ευρωζώνη, από την άλλη όμως να κάνει ό,τι μπορεί για να την κρατήσει σε αυτήν, φοβούμενη προφανώς ότι η έξοδός της θα τίναζε στον αέρα το κοινό νόμισμα. Ή αφενός να περιφρονεί τον κ. Αντώνη Σαμαρά ως κλασικό εκπρόσωπο του φαύλου ελληνικού κατεστημένου και αφετέρου να τον εκθειάζει τους τελευταίους μήνες ως σπουδαίο μεταρρυθμιστή επειδή της κάνει πλέον αγόγγυστα τη «βρώμικη» μνημονιακή δουλειά.

Αιώνια καγκελάριος;


Ανωμαλία χωρίς τέλος; Οι δημοσκοπήσεις δείχνουν ότι η Ανγκελα Μέρκελ θα συνεχίσει να είναι και την επόμενη κοινοβουλευτική περίοδο καγκελάριος. Αν θα εξαντλήσει την τετραετία ή αν θα προτιμήσει, όπως λένε οι φήμες, να μετεγκατασταθεί έπειτα από δύο-τρία χρόνια στις Βρυξέλλες, για να αναλάβει εκεί την προεδρία της ΕΕ, αποτελεί ανοικτό θέμα. Τυχόν εκλογική νίκη της θα έκανε οικονομικά ακόμη πιο έκδηλη την «ιστορική ανωμαλία».

Μηχανισμοί τιμωρίας, χειραγώγησης και λιτότητας όπως το Σύμφωνο Σταθερότητας θα μεγάλωναν τη μιζέρια και θα ενέτειναν την ένταση ανάμεσα στις χώρες της ευρωζώνης, καθώς και στο εσωτερικό των άμεσα θιγομένων από το Σύμφωνο χωρών.

Η επανεκλογή της Ανγκελα Μέρκελ δεν είναι βέβαια απολύτως εξασφαλισμένη, ιδίως μάλιστα σε περίπτωση που οι σημερινοί κυβερνητικοί εταίροι της, οι Ελεύθεροι Δημοκράτες, δεν κατορθώσουν να ξεπεράσουν το εκλογικό όριο του 5% που είναι απαραίτητο για την είσοδο στο Κοινοβούλιο.
Αλλά και «αιώνια καγκελάριος» να ανακηρυσσόταν δεν θα μπορούσε να εγγυηθεί τη συνέχιση της σημερινής γραμμής της. Και αυτό όχι μόνο λόγω του Φρανσουά Ολάντ, ο οποίος προβάλλει υπολογίσιμη αντίσταση σε αυτήν, αλλά και λόγω του ίδιου του εαυτού της: η γερμανίδα καγκελάριος είναι, παρά τον νεοφιλελεύθερο δογματισμό της, δεινή πραγματίστρια. Μια απότομη πολιτική στροφή κατά 90 μοίρες ή και περισσότερο δεν αποτελεί σπάνιο φαινόμενο.
Πριν από τις 29 Σεπτεμβρίου 2013, ωστόσο, ημέρα τέλεσης των γερμανικών εκλογών, δεν θα πρέπει να αναμένεται κάποια σημαντική στροφή. Ως τότε η Ανγκελ Μέρκελ χρειάζεται ηρεμία, τάξη και ασφάλεια –δηλαδή, συνέχιση της αποδεκτής πλέον από τους ψηφοφόρους «ιστορικής ανωμαλίας». Η όρεξή της για αλλαγές και νέες «ανωμαλίες» θα ανοίξει πάλι μετεκλογικά: άγνωστο αν θα είναι προς το καλύτερο ή προς το χειρότερο.
Η πολιτική του Βερολίνου θα συνεχιστεί για χρόνια
Δημοσιονομική λιτότητα, αύξηση της ανταγωνιστικότητας και ανάπτυξη μέσω διαρθρωτικών αλλαγών οι προσταγές

Μόνο μια πυρηνική καταστροφή μπορεί να τη σταματήσει: η επανεκλογή της Ανγκελα Μέρκελ σε καγκελάριο στις εκλογές του ερχόμενου Σεπτεμβρίου δεν απειλείται διαφορετικά, σύμφωνα με πολιτικό αναλυτή, από κανέναν και από τίποτα. Η «μερκελική εποχή» θα συνεχιστεί για χρόνια ακόμη. Και αυτό συνεπάγεται τη διαιώνιση ενός οικονομικού δόγματος που σφράγισε ανεξίτηλα την Ευρώπη την προηγούμενη τριετία.
Το δόγμα αυτό, που, σύμφωνα με τη θρησκευτική πίστη της καγκελαρίου, διατρέχεται από το πνεύμα του προτεσταντισμού, συνοψίζεται στις εξής τρεις κατηγορικές προσταγές: δημοσιονομική λιτότητα, αύξηση της ανταγωνιστικότητας και ανάπτυξη μέσω διαρθρωτικών αλλαγών.
Στον αντίποδά τους βρίσκονται τρεις επίσης κατηγορικές αρνήσεις: πρώτον, στην κοινοτικοποίηση των κρατικών χρεών, δεύτερον, στη διάθεση κρατικών κονδυλίων για την ανάπτυξη και, τρίτον, στην έστω και μικρή άνοδο του πληθωρισμού πέρα από το όριο-ταμπού του 2%.
Η πηγή του δόγματος είναι γνωστή: η νεοφιλελεύθερη ιδεολογία, όπως αυτή αναπροσαρμόστηκε μετά το ξέσπασμα της κρίσης το 2007-2008.
Λιγότερο γνωστό είναι το γεγονός ότι η Ανγκελα Μέρκελ ήταν ως τότε σχεδόν αδαής σε οικονομικά θέματα. Αυτό δεν οφειλόταν μόνο στην εκπαίδευσή της ως φυσικού αλλά και στη γενικότερη αδιαφορία για χρηματιστικά ζητήματα που κυριαρχούσε στους πολιτικούς κύκλους εκείνη την περίοδο.
Αυτό άλλαξε στα τέλη του 2008, όταν έγινε αντιληπτό ότι η χρηματοπιστωτική φούσκα που έσκασε έναν χρόνο νωρίτερα στις Ηνωμένες Πολιτείες απειλούσε άμεσα και την Ευρώπη. Από τότε χρονολογούνται και τα πολυποίκιλα φροντιστήρια για τους ευρωπαίους ηγέτες σε οικονομικά θέματα. Τα αποτελέσματά τους ήταν, ως γνωστόν, άνισα.
Ορισμένοι από τους συμμετέχοντες, όπως ο κ. Γιώργος Παπανδρέου, αποδείχθηκαν ανεπίδεκτοι μαθήσεως, άλλοι, όπως ο πρωθυπουργός του Λουξεμβούργου Ζαν-Κλοντ Γιούνκερ, ο οποίος είχε μακρόχρονη προπαίδεια ως υπουργός Οικονομικών, καλοί μαθητές.
Η πιο άριστη από αυτούς ήταν, όμως, κατά γενική αναγνώριση, η γερμανίδα καγκελάριος. Σε αυτό συνέβαλαν, όπως λέει συνεργάτης της, δύο παράγοντες: πρώτον, οι άριστοι «φροντιστές» της (κατ’ αρχάς ο σημερινός πρόεδρος της Bundesbank Γενς Βάιντμαν και αργότερα ο διάδοχός του, ο καθηγητής Οικονομίας Λαρς-Χέντρικ Ρόλερ) και, δεύτερον, η μεθοδικότητα που είχε αναπτύξει η ίδια κατά την απασχόλησή της ως φυσικού. Το τελευταίο τής επέτρεψε να διαβλέπει ευκολότερα από άλλους την «υπερδομή» του οικονομικού συστήματος και να παρακολουθεί άνετα τη λειτουργία του.
Το αποτέλεσμα: «Σήμερα μπορώ να κατανοώ χωρίς δυσκολίες τα πιο εξειδικευμένα θέματα» βεβαίωσε πρόσφατα η ίδια τους ξένους δημοσιογράφους στο Βερολίνο. Και αυτό της επιτρέπει να κλέβει την παράσταση όχι μόνο στο γερμανικό κοινοβούλιο αλλά και στις συνόδους κορυφής της Ευρωπαϊκής Ενωσης.
Πάντως, και μόνο η εφαρμογή των μνημονίων μάρκας Μέρκελ σηματοδοτεί μια πρωτοφανή ανατροπή στην Ευρώπη: τη θεσμική μετατροπή μιας κυρίαρχης χώρας σε υποτελή των δανειστών της.
Η επέκταση του φαινομένου σε άλλες υπερχρεωμένες χώρες θα οδηγήσει σε ευρύτερη διάσπαση της ευρωζώνης: η πάλαι ποτέ «άδολη» ιδέα της «Ευρώπης των πολλών ταχυτήτων» μεταλλάσσεται ή μάλλον εκφυλίζεται στην πρακτική της «Ευρώπης των θεσμικών ανισοτήτων»: από τη μια, τα «αφεντικά» του Βορρά, από την άλλη οι «υποτακτικοί» του Νότου. Η εξέλιξη αυτή δεν οφείλεται βέβαια μόνο στη «βερολινέζικη συναίνεση», που αφορά την «πυροσβεστική» διαχείριση των κρίσεων, αλλά και στο γενικότερο σχέδιο της γερμανίδας καγκελαρίου για τη σωτηρία του ευρώ, που στηρίζεται, μεταξύ άλλων, σε ένα αμείλικτο για τα υπερχρεωμένα κράτη όσο και αδιέξοδο δημοσιονομικό σύμφωνο, το οποίο, αντί να υπερβαίνει την κρίση, την επιδεινώνει ακόμη και σε χώρες-κλειδιά, όπως η Ισπανία, η Ιταλία και η Γαλλία.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ