Χαντζού, 16 Οκτωβρίου 1992

Αγαπημένη μου Αλίκη,

Αργησα λίγο να σου γράψω, επειδή οι ρυθμοί εδώ είναι καταιγιστικοί. Στο τηλέφωνο με ρώτησες αν η Κίνα είναι όμορφη χώρα. Εγώ σου απάντησα «δεν είναι θέμα ομορφιάς» και μετά παρεξηγήθηκες. Δεν ξέρω τι να πω, στ’ αλήθεια. Πέρασαν ήδη δύο μήνες και δεν καταλαβαίνω τίποτα. Θα έπρεπε να σε εντυπωσιάσω με τις περιγραφές μου για να έρθεις γρήγορα, αλλά καλύτερα να μείνεις λίγο ακόμη στην Αθήνα, ώσπου να καταλάβω καλύτερα πώς ζει κανείς εδώ – πώς επιβιώνει. Οι Κινέζοι με κοιτάζουν σαν αξιοθέατο. Δεν υπάρχουν πολλοί Δυτικοί στο Χαντζού. Μερικοί με δείχνουν βάζοντας τα γέλια. Πρέπει να τους φαίνομαι πολύ εξωτικός.

Στην αρχή δοκίμασα να τρώω με τους Κινέζους, κι ας μην καταλάβαινα λέξη. Να φανταστείς πως όταν τους άκουγα να μιλάνε στο τηλέφωνο, στις δημόσιες υπηρεσίες, νόμιζα ότι μιλάνε όλοι σε κάποια Γουέι («γουέι» σημαίνει «εμπρός»). Εμπαινα, που λες, σε ένα ταβερνείο, έβαζα στο τρυπητό κύβους σόγιας, μανιτάρια, γαρίδες και τα έδινα στην κοπέλα να τα βράσει στον ζωμό. Μ’ έπιασαν καούρες στο στομάχι τελικά.

Τώρα τρώω στο χαμπουργκεράδικο. Ενα και μοναδικό υπάρχει στην πόλη. Μετά τα επαγγελματικά ραντεβού με τους Κινέζους (που είναι Γολγοθάς επειδή δεν μπορούμε να συνεννοηθούμε), μπαίνω μέσα και κάθομαι σ’ ένα τραπέζι. Γύρω μου οι ίδιοι θαμώνες – ένας Σουηδός, δύο Γερμανοί με γραβάτες, ένας Ισπανός. Η σερβιτόρα δεν καταλαβαίνει, της δείχνουμε με το δάχτυλο τη φωτογραφία του χάμπουργκερ στον κατάλογο. Προχθές, τους πρότεινα να καθήσουμε όλοι στο ίδιο τραπέζι και να μιλήσουμε λίγο. Ο Σουηδός και ο Ισπανός είναι λίγο τυχοδιώκτες και λίγο επιχειρηματίες της δεκάρας. Οι Γερμανοί είναι σοβαροί, δουλεύουν σε μια επιχείρηση εισαγωγών – εξαγωγών. «Εσύ τι κάνεις εδώ;» με ρώτησαν. Τους είπα ότι προσπαθώ να βρω το νόημα της ζωής. Οτι ξεκίνησα αυτό το ταξίδι λίγο επιπόλαια, διαβάζοντας κακομεταφρασμένα βιβλία για το Ταό και τον Κομφούκιο. Δεν τους είπα για τα επιχειρηματικά μου σχέδια. Προς το παρόν είναι ανεδαφικά. Οταν έρθεις εσύ, θα οργανωθούμε.

Τα καλά νέα: όλα είναι πάμφθηνα. Το Χαντζού είναι όμορφη πόλη – στο κέντρο δεσπόζει μια απέραντη λίμνη με νούφαρα. Ο κινέζικος ιδρώτας δεν μυρίζει. Οι γυναίκες απολαμβάνουν ίση μεταχείριση με τους άντρες και οδηγούν λεωφορεία. Οι Κινέζοι είναι καχύποπτοι όπως εμείς, γλιστρούν σαν χέλια, αλλά πιστεύουν στην οικογένεια και αγαπούν τα παιδιά. Οπότε, μπορούμε να ζήσουμε εδώ και να φτιάξουμε τη δική μας οικογένεια. Τι λες κι εσύ; Θ.

Χαντζού, 16 Οκτωβρίου 1997

Αλίκη,

Δεν χάθηκα, απλώς έχασα την υπομονή μου. Πιστεύω ότι δεν θα έρθεις ποτέ, αλλά συνεχίζω να σε περιμένω μηρυκάζοντας την ταοϊστική άποψη που λέει πως ό,τι συμβαίνει καλώς συμβαίνει. Αποφάσισα να σου γράφω ένα γράμμα κάθε πέντε χρόνια. Το πέντε είναι ιερός αριθμός για τους Κινέζους, δηλώνει δέσμευση, σχέση. Αυτό δεν σημαίνει ότι «κινεζοποιήθηκα». Απλώς δεν σηκώνω το φρύδι πια όταν οι Κινέζοι φτύνουν στη μέση του δρόμου, όταν πετάνε το πακέτο των τσιγάρων στον δρόμο ή πάνε να με πατήσουν με το ποδήλατο. Στις υπηρεσίες, αν μου πάρουν τη σειρά, έχω μάθει να ελίσσομαι: μια αγκωνιά και ξαναπαίρνω τη θέση μου. Είναι σαν τη ζωή στην Ελλάδα παλιά. Καυσαέριο, ρύπανση, σκουπίδια και άντρες που φτύνουν στον δρόμο. Τουλάχιστον εδώ είναι πιο αυθεντικά τα πράγματα. Η βρωμιά δεν κρύβεται κάτω απ’ το χαλί. Συγγνώμη αν ακούγομαι κυνικός, αλλά δεν αντέχω τη νεοελληνική έπαρση. Εχω βρει την ησυχία μου με το εμπόριο κινέζικων ψαλιδιών και μαχαιριών. Τώρα που οι Ελληνες αγοράζουν εξειδικευμένα εργαλεία για τις κηπουρικές εργασίες, τώρα που κουρεύουν τους φράχτες τους σαν άγγλοι ευγενείς, δεν έχω κανένα οικονομικό παράπονο. (Αυτό σ’ το γράφω ανέμελα, υποτίθεται, αλλά ξέρεις να διαβάζεις κάτω απ’ τις λέξεις, δεν ξέρεις; Ελπίζω ότι μια μέρα θα έρθεις να με βρεις.) Θ.

Χαντζού, 9 Οκτωβρίου 2002

Αγαπητή Αλίκη,

Συγχαρητήρια για τον γάμο σου. Σε ευχαριστώ για την μπομπονιέρα και για το χειρόγραφο σημείωμα. Οχι, εγώ δεν παντρεύτηκα. Αλλά πήγα σε αρκετούς κινέζικους γάμους. Ξέρεις πώς γιορτάζουν εδώ; Ο γαμπρός και η νύφη καπνίζουν από ένα τσιγάρο με όλους τους καλεσμένους. Χαρμανιάζουν κανονικά.

Φέτος θα μεταφέρουμε τα γραφεία της εταιρείας στη Σανγκάη. Βρήκα κι ένα διαμέρισμα δυτικών προδιαγραφών. Θα ήθελα να ζω σαν Κινέζος, αλλά δεν είμαι Κινέζος. Στο μόνο που τους μοιάζω είναι ότι έχω πέσει με τα μούτρα στη δουλειά. Πάμε καλά, επεκτεινόμαστε. Το ελληνικό δαιμόνιο υπάρχει πράγματι, πρέπει να ξέρεις. Θυμάμαι με νοσταλγία τον καιρό που επιχειρηματολογούσα για τη δυαδικότητα στον Σωκράτη και στον Κομφούκιο. Τώρα δεν προλαβαίνω να πλύνω τα δόντια μου. Καμιά φορά, Κυριακές συνήθως, περπατάω στη Δυτική Λίμνη για να ξεμουδιάσω, βλέπω τους Κινέζους να χορεύουν στις πλατείες ή να εξασκούν πολεμικές τέχνες, δύο-τρεις μαζί, και λέω μέσα μου: «Πάει, έχασες το τρένο».

Αυτό δεν το γράφω για να με λυπηθείς. Η πιο ωραία στιγμή της χρονιάς ήταν όταν ανακάλυψα την τοποθεσία «Οι πελαργοί επιστρέφουν στις δαμασκηνιές». Ονομάστηκε έτσι από τον Λι Μπου, ερημίτη της Δυναστείας Σονγκ, ο οποίος έζησε μόνος του σε μια σπηλιά. Ελεγε: «Τα άνθη της δαμασκηνιάς είναι η γυναίκα μου, οι πελαργοί είναι τα παιδιά μου». Αν καταλαβαίνεις τι θέλω να πω. Θ.

Σανγκάη, 17 Δεκεμβρίου 2008

Αγαπητή Αλίκη,

Τα θερμά μου συλλυπητήρια. Εμαθα για τον άντρα σου από την Ανθή και, παρ’ ότι δεν τον ήξερα, λυπήθηκα πολύ. Μετά τους Lehman Brothers νομίζω ότι οι καρδιακές προσβολές θα πολλαπλασιαστούν. Και οι αυτοκτονίες επίσης. Τι σου λέω τώρα; Δεν ξέρω πώς να σου συμπαρασταθώ ούτε αν χρειάζεσαι συμπαράσταση. Θα σου έγραφα νωρίτερα, αλλά σκέφτηκα καλύτερα να περάσουν οι πρώτοι μήνες. Αν χρειαστείς οτιδήποτε, είμαι εδώ, στη Σανγκάη. Οτιδήποτε – το εννοώ.

Μπαινόβγαινα κι εγώ στα νοσοκομεία φέτος, η ένταση είναι παντού η ίδια. Πολύ φοβάμαι ότι η παγκόσμια οικονομία καταρρέει. Εδώ, πάντως, είναι ακόμη ανθρώπινα τα πράγματα. Να φανταστείς ότι βγάζεις νοσοκομειακή κάρτα με 5 γιουάν (μισό ευρώ) και η αξονική τομογραφία κοστίζει 120 γιουάν (γύρω στα 15 ευρώ). Και αν μπεις για επέμβαση, οι συγγενείς σου παρακολουθούν τα στάδια της ανάνηψης σε οθόνη. Είναι το μέλλον! Αν κάνεις, μάλιστα, έναν περίπατο στο Μπουντ, στην προκυμαία, το μέλλον σε κοιτάζει από απέναντι με τη μορφή μιας συστάδας με κατάφωτους ουρανοξύστες.

Συναντώ πολλούς Ελληνες τελευταία. Ερχονται με γκρουπ. Είναι όλοι τους λυσσασμένοι νεόπλουτοι που ζουν σε ακριβά ξενοδοχεία και δεν ξεμυτίζουν χωρίς τον οδηγό του γκρουπ. Οταν τους ρωτάς «Πώς σας φαίνεται η Κίνα;», σου λένε «κίτρινη» και περιμένουν να γελάσεις. Αυτοί δεν είναι οι Ελληνες που ήξερα. Που να δεις τις αποστολές πολιτικών και δημοσιογράφων. Μυρίζονται δωρεάν ταξίδι και τρέχουν. Και μετά, φορτώνουν τον κρατικό προϋπολογισμό με φτηνά ρολόγια και αισθησιακό μασάζ από 18χρονες.

Οι νέοι επιχειρηματίες έρχονται με διάθεση να πάρουν, όχι να δώσουν. Εμείς δεν κρίναμε τη χώρα όταν πρωτοήρθαμε. Το πολύ πολύ να τρώγαμε κανένα χάμπουργκερ παραπάνω τον πρώτο καιρό. Τώρα όλοι ψάχνουν μαλακό μαξιλάρι, άοσμη ξενοδοχειακή ζωή. Δεν μπαίνουν στο μετρό, τρώνε σε δυτικά εστιατόρια του Σιντιαντί, φοβούνται την Ασία. Και οι Κινέζοι αντιλαμβάνονται το αίτημα και αλλάζουν – για να αρέσουν. Ωρες ώρες, μου θυμίζουν τους Ελληνες που εξακολουθούν να το παίζουν Ευρωπαίοι, λες και μεγάλωσαν με κρουασάν. Να μου το θυμηθείς: θα έχουν και οι Ασιάτες κακά ξεμπερδέματα. Κάποτε δεν ήξεραν τι είναι η περιαρθρίτιδα ή το πάχος. Τώρα το έχουν ρίξει στα κέικ και στο χρηματιστήριο. Πώς συνδυάζεται ο κομμουνισμός με τον άκρατο καπιταλισμό; Ειλικρινά, δεν ξέρω.

Τώρα, γιατί σ’ τα γράφω όλα αυτά; Για να σου πάρω λίγο το μυαλό από τη θλίψη σου. Και να ξέρεις: θα έχεις πάντα ένα σπίτι στη Σανγκάη. Θ.

Χαντζού, 10 Οκτωβρίου 2012

Αγαπητή Αλίκη,

Οχι, δεν σου θυμώνω. Δεν με πειράζει που περίμενα στο αεροδρόμιο, ενώ εσύ έκανες ό,τι περνούσε από το χέρι σου για να χάσεις το αεροπλάνο. Με συγκίνησε η ειλικρίνειά σου. Αν δεν είσαι έτοιμη, δεν είσαι έτοιμη.

Ομως είχα ήδη δώσει άδεια στο προσωπικό και είχα κλείσει το γραφείο – δεν σ’ το λέω για να νιώσεις ένοχη. Η αλήθεια είναι ότι ψάχνω πια νέους εταίρους, με τους Ελληνες δεν πάει άλλο. Δίνουν ακάλυπτες επιταγές όλοι τους. Από εδώ και μπρος θα δουλεύω μόνο με Γάλλους. Ηρθα μόνος μου στο Χαντζού, στο μέρος όπου ξεκίνησαν όλα. Εμεινα σ’ ένα ξενοδοχείο επάνω στη λίμνη – μια από αυτές τις αλυσίδες πολυτελείας που σιχαίνομαι. Από εδώ σου γράφω. Η πόλη είναι αγνώριστη. Μια μικρή Σανγκάη, ένα προπύργιο της Δύσης. Περπατώντας χθες το βράδυ κατά μήκος της λίμνης, είδα αντιπροσωπείες της Lamborghini και της Rolls-Royce. Από το καλοκαίρι που μας πέρασε οι τράπεζες έπαψαν να είναι κρατικές και όλοι αγοράζουν μετοχές – ονειρεύονται δικό τους σπίτι κι ένα πολυτελές αυτοκίνητο. Εχουν αγοράσει το αμερικανικό χρέος και επενδύουν σε αμοιβαία κεφάλαια. Στο ξενοδοχείο καταφθάνουν για το απογευματινό τους τσάι Κινέζοι με σηκωμένο γιακά στο σινιέ πόλο μπλουζάκι τους, Κινέζες με Chanel τσάντα (όχι μαϊμού, σε διαβεβαιώ). Μου θυμίζουν τους Ελληνες των Ολυμπιακών που αράδιαζαν τα κινητά τους στο τραπέζι και περπατούσαν σαν να είχαν καταπιεί κρεμάστρα. Και εδώ το ίδιο θα συμβεί, να μου το θυμηθείς. Τους δίνω μία δεκαετία. Μήπως με τον ίδιο τρόπο δεν είχαν πιστέψει τα χρόνια της Μορφωτικής Επανάστασης ότι η ζωή μπορεί ν’ αλλάξει με την κυριαρχία των μαζών; Από την αγροτική ιδεοληψία στο καπιταλιστικό όνειρο.

Και τώρα που λέω όνειρο: πήγα σ’ ένα βουδιστικό μοναστήρι. Ξεχάστηκα περπατώντας. Βρέθηκα σ’ ένα κινέζικο χωριό που λες και είχε ξεπηδήσει από λιθογραφία του περασμένου αιώνα. Ρώτησα κι έμαθα. Είναι το πιο ακριβό ξενοδοχείο της Κίνας, το Aman Resort. Στην υποδοχή ήταν όλοι πολύ ευγενικοί με τον ιδρωμένο μεσήλικο που έχασε τον δρόμο του. Μου είπαν ότι οι τιμές διανυκτέρευσης ξεκινούν από 1.000 δολάρια. «Αμερικανοί;» ρώτησα. «Οχι», απάντησαν. Πλούσιοι Κινέζοι από το Χονγκ Κονγκ, αστέρια της σόου μπιζ. Κι εγώ σκέφτηκα: τα διέλυσαν όλα, έχτισαν εμπορικά κέντρα παντού, γκρέμισαν τα «χουτόνγκ» για να φτιάξουν γυαλιστερές προσόψεις και τώρα νοσταλγούν το χωριάτικο σπίτι της γιαγιάς τους. Δεν είναι τραγική ειρωνεία; Να ντρέπεσαι για τη ζωή σου, να την γκρεμίζεις κυριολεκτικά και ύστερα από χρόνια να την επισκέπτεσαι σαν να είναι μουσείο;

Την τελευταία φορά που σου έγραψα, οι Κινέζοι που συντηρούσαν την αγορά προϊόντων πολυτελείας ήταν με το ζόρι 3 εκατομμύρια. Τώρα έχουν ξεπεράσει τα 20. Κάτω από αυτούς βρίσκεται η τάξη της «Ομορφης Κίνας» (αυτή η έκφραση μου θυμίζει την πρώτη ερώτηση που μου έκανες πριν από 20 χρόνια – θυμάσαι;). «Ομορφη Κίνα» ονομάζεται η νέα τάξη που δεν περιφρονεί την παράδοση, αλλά κοιτάζει και προς τη Δύση. Θέλει καθαρό αέρα, καθαρό νερό, εκπαίδευση για τα παιδιά της. Μιλάμε για 200 εκατομμύρια ψυχές. Είναι κάτι σαν τη δική μας αστική τάξη που δεν υπάρχει πια. Και από κάτω η φτωχή Κίνα – το χάος.

Πριν από λίγες εβδομάδες το Παγκόσμιο Οικονομικό Φόρουμ εξήγγειλε ότι η ανταγωνιστικότητα της κινέζικης αγοράς έπεσε κατά τρεις μονάδες. Πρώτη φορά συνέβη αυτό, λένε – από το 2005. Φοβάμαι ότι ο κόσμος καλπάζει προς ένα σημείο χωρίς επιστροφή. Η εξέλιξη είναι ένα είδος τιμωρίας. Δεν μας τιμωρούν ο Κομφούκιος, η Παναγία, ο Βούδας, αλλά οι επιλογές μας. Η πεποίθηση ότι μπορεί κανείς να είναι ευτυχισμένος ατομικά, πιάνοντας την καλή, καταβαραθρώνοντας το σύστημα. Εδώ είμαστε και θα το δεις. Γράψε μου.

Θ.