Η άποψη ότι τα μέτρα λιτότητας εντείνουν την ύφεση, φέρνουν ασφυξία στην αγορά και εν τέλει δεν οδηγούν στην ανάκαμψη, είναι το βασικότερο οικονομικό επιχείρημα εναντίον του μνημονίου. Ομως και τα μέτρα ενίσχυσης της ρευστότητας ή/και στήριξης των ασθενέστερων με μια κοινωνία παθητική, οδηγούν στο ίδιο ακριβώς αποτέλεσμα. Η εισροή δεκάδων δισ. ευρώ από τα διαρθρωτικά ταμεία κατά τα τελευταία 25 χρόνια δεν δημιούργησε τις συνθήκες σύγκλισης και ανάπτυξης όπως τις φαντάστηκαν οι εμπνευστές της. Αντίθετα, τροφοδότησε μια παρασιτική οικονομία με πήλινα πόδια και έστρεψε τους ωφελημένους σε μια άκρατη κατανάλωση. Η εγκατάλειψη της γεωργίας, η αποδιάρθρωση της βιομηχανικής παραγωγής και η λεηλασία των περιβαλλοντικών πόρων αποτυπώνουν ανάγλυφα την πορεία προς την εκπτώχευση. Το δικομματικό κράτος, ανίκανο να παρέμβει και να εξοικονομήσει τους ενδογενείς πόρους για την εξυπηρέτηση της πελατειακής του βάσης, κατέφυγε στην ανεύθυνη λύση του μαζικού δανεισμού, η οποία εξαιτίας και της εξίσου ανεύθυνης στάσης του τραπεζικού συστήματος, μετέτρεψε μια κρίση επιτοκίων σε κατάρρευση του συνολικού οικοδομήματος. Η προσφυγή στη συνταγή του ΔΝΤ ήταν σχεδόν αναπόφευκτη.

Αρκετοί βέβαια είναι αυτοί που αναρωτιούνται αν οι αλλεπάλληλες διασώσεις αποτελούν έξυπνη επιλογή ή αν αντίθετα διαιωνίζουν την εξάρτηση δημιουργώντας νέα χρέη κοκ. Αλλοι πάλι, όπως ο πρώην υπουργός οικονομικών της Αργεντινής Ρομπέρτο Λαβάνια, προτείνουν, αντί της υπαγωγής σε έναν διεθνή διαχειριστικό έλεγχο όπως αυτόν του ΔΝΤ, τη διεκδίκηση μιας περιόδου «χάριτος» για την αποπληρωμή των δανείων και τη διοχέτευση των κρατικών πλεονασμάτων στην πραγματική οικονομία μαζί με εθνικοποιήσεις τραπεζών. Είναι η συνταγή που αντέγραψε ο ΣΥΡΙΖΑ, ξεχνώντας όμως ότι η Αργεντινή είχε ήδη μια ισχυρή παραγωγική βάση – που δεν διαθέτει η Ελλάδα – και ότι η υποτίμηση του νομίσματος είχε ήδη προηγηθεί στη χώρα αυτή επιτρέποντάς της να ξαναγίνει ανταγωνιστική στις εξαγωγές. Γι αυτό και κάποιοι υποστηρίζουν ότι όσο η Ελλάδα έχει νόμισμα το ευρώ δεν πρόκειται να δει άσπρη μέρα και ότι αντίθετα, μια επιστροφή στη δραχμή μπορεί να φέρει την ανάκαμψη με όχημα κυρίως τον φθηνό τουρισμό.

Ομως τι θα γίνει με το χρέος; Εστω και αργά κάποτε θα πρέπει να πληρωθεί. Θα πρέπει να εξετάσουμε την περίπτωση της από κοινού αποθεματοποίησης των παλαιών χρεών σε όλη την ευρωζώνη, λέει ο Κον Μπεντίτ. Η ιδέα του να δημιουργηθεί ένα ταμείο για την απόσβεση ενός μέρους των δανειακών υποχρεώσεων μέσα από μια χρηματοδότηση της κεντρικής Ευρωπαϊκής Τράπεζας δεν είναι λέει μια αριστερίστικη ιδέα. Είναι κάτι που άλλωστε πρότεινε και η επιτροπή των «πέντε σοφών» στη γερμανική κυβέρνηση. Αυτό θα μείωνε στο μισό το κόστος εξυπηρέτησης των δανείων στην Ελλάδα, στην Ισπανία και στην Ιταλία και θα έβαζε τις βάσεις για ένα Ευρωπαϊκό Θησαυροφυλάκιο.

Ηδη λοιπόν πολλά σενάρια είναι στο τραπέζι. Το ζήτημα για τον ΣΥΡΙΖΑ είναι ότι δεν φαίνεται να έχει τη διάθεση να αναλάβει το ρίσκο κανενός χειρισμού που να φέρνει τη δική του τη σφραγίδα. Η ανέφικτη πρόταση της μονομερούς καταγγελίας, εκτός του ότι συσπειρώνει τους ακραιφνείς αντιμνημονιακούς, δημιουργεί τις προϋποθέσεις για μια εκ του ασφαλούς και ενισχυμένη «συστημική» αντιπολίτευση. Η οποία κρατάει το μαγαζί ζωντανό και οδηγεί τα στελέχη του, ύστερα από χρόνια αναμονής, στα έδρανα της Βουλής. Στα οποία, αφού δεν τα έκαψε το οργισμένο πλήθος, μπορούν για λίγο να αναπαυθούν. Εως ότου έρθουν κάποιοι άλλοι εξ ίσου οργισμένοι κ.ο.κ.

Ομως η αριστερά που βάζει το στίγμα της στην Ιστορία δεν είναι αυτή που με δογματισμό υπερασπίζεται τη δική της μονοδιάστατη αλήθεια. Είναι εκείνη που τολμά. Είναι εκείνη που διά στόματος Μπερλινγκουέρ έλεγε πριν από 35 χρόνια ότι «η σοβαρότητα των προβλημάτων της χώρας, οι απειλές αντιδραστικών περιπετειών, που πάντα επίκεινται, και η αναγκαιότητα ν΄ανοίξει τελικά για το έθνος ένας σίγουρος δρόμος οικονομικής ανάπτυξης, κοινωνικής ανανέωσης και δημοκρατικής προόδου, καθιστούν όλο και πιο επείγον και ώριμο το καθήκον να φτάσουμε σε εκείνο που μπορεί να οριστεί σαν ο νέος μεγάλος «ιστορικός συμβιβασμός» ανάμεσα στις δυνάμεις που συσπειρώνουν και εκπροσωπούν τη μεγάλη πλειοψηφία του λαού».

Βέβαια, από τις ασύντακτες μειοψηφίες στην συγκυβέρνηση, ο δρόμος είναι μακρύς. Δυστυχώς όμως και για την αριστερά και για τη χώρα, οι ευκαιρίες δεν είναι πάντα ανοιχτές.