Η υπερβολική και άδικη κριτική που δέχθηκε ο κ. Μουζέλης στο «Βήμα της Κυριακής» της 1ης Ιουλίου για την κριτική επισκόπησή του στην προδημοσίευση της ελληνικής έκδοσης του βιβλίου του Richard Dawkins Η περί Θεού αυταπάτη στηρίχθηκε σχεδόν αποκλειστικά στο επιχείρημα με το οποίο ο ίδιος ο κ. Μουζέλης τους τροφοδότησε, ότι δεν είχε ολοκληρωμένη γνώση του εν λόγω πονήματος. Εφορμώντας από την επιστημονική ειλικρίνεια του κ. Μουζέλη, ο οποίος ήθελε προφανώς να αφήσει ένα «παράθυρο λάθους» στη δική του κριτική με αυτή του τη δήλωση, ξέχασαν και οι ίδιοι οι επικριτές να εισέλθουν στην ουσία των επιχειρημάτων του, κάτι για το οποίο τον κατηγόρησαν.


Αλλά ας μπούμε καλύτερα στον πυρήνα της αντιπαράθεσης στηριζόμενοι στη μελέτη της ελληνικής και της αγγλικής (Richard Dawkins, The God Delusion, εκδόσεις Black Swan, Βρετανία, 2007) έκδοσης. Για αρχή, θα λέγαμε ότι η δομή του δοκιμίου του Dawkins μπορεί να χαρακτηριστεί, από μια συνολική σκοπιά, ασυνεχής και αντιεπιστημονική. Ο Dawkins, προκειμένου να θεμελιώσει τις ασαφείς ιδέες του που ισορροπούν μεταξύ μιας ψυχολογιστικής παραδοχής της μη αναγκαιότητας ύπαρξης του Θεού ως παραπροϊόντος ή ψυχολογικής δυσλειτουργίας (σελ. 204-205 στην ελληνική έκδοση) και της καταδίκης της κοινωνικής αναγκαιότητας και του ρόλου της θρησκείας ως θεσμού, παλινδρομεί ανάμεσα σε «εύκολα» επιχειρήματα (απαντήσεις σε e-mail), αποσπασματικές επιστημονικές αποφάνσεις (όλου του φάσματος των φυσικών επιστημών) και επιλεκτικές ιστορικές αναδιφήσεις (όχι από τη σκοπιά της επιστημονικά αιτιολογημένης αφαίρεσης από το σύνθετο και πολύπλοκο κοινωνικό φαινόμενο αλλά από τη σκοπιά της λαθροχειρίας). Ο τρόπος αυτός της επιχειρηματολογίας είναι χαρακτηριστικός για όποιον θέλει να κάνει «grand theory», χωρίς να έχει όμως τις επιστημολογικές και εν γένει επιστημονικές προϋποθέσεις για ένα τέτοιο εγχείρημα.


Ο συγγραφέας αγνοεί επίσης επιδεικτικά ενίοτε ή ασκεί κριτική στο γεγονός του λειτουργικού και αναπαραγωγικού για το σύνολο της κοινωνίας χαρακτήρα της πίστης και της θρησκείας και επικεντρώνεται μονομερώς στα (υπαρκτά) πλείστα προβλήματα που έχει δημιουργήσει ιστορικά ο θεσμός της Εκκλησίας. Αγνοεί επίσης επιδεικτικά ότι η πίστη αποτελεί συγχρόνως και μηχανισμό παραγωγής ηθικοπολιτικών αξιών, οι οποίες στο μεγαλύτερο μέρος τους στοχεύουν στην ειρήνευση και στην κοινωνική ισορροπία, όχι σε έναν πόλεμο όλων εναντίον όλων. Η σύγχρονη θλιβερή παγκόσμια θρησκευτική αντιπαράθεση και η βία που έχει προκύψει μέσα από τη χρήση της πίστης και της θρησκείας ως εργαλείου πολιτικοοικονομικού ελέγχου αποτελεί την εξαίρεση και όχι τον κανόνα. Ο επαγωγικός τρόπος της ιστορικής αξιολόγησης είναι προφανώς λανθασμένος. Το αθεϊστικό δεν είναι αυτονόητα ανθρωπιστικό, όπως και το θεοσεβούμενο δεν είναι αυτονόητα φονταμενταλιστικό.


Η έννοια του Θεού είναι ένα πρόβλημα με το οποίο η ανθρωπότητα πολεμάει από την απαρχή της και είναι πλέον αποδεκτό ότι δεν μπορεί να το αντιμετωπίσει επαρκώς με τα εργαλεία της επιστήμης. Ούτε η επιστήμη είναι ασύμβατη με μια μεταφυσική ιδέα περί Θεού. Η έννοια του Θεού δεν είναι εμπόδιο στην ανάπτυξη της ορθολογικής και επιστημονικής σκέψης _ η κοινωνική διάσταση της θρησκείας, δηλαδή η Εκκλησία, έχει ιστορικά εναντιωθεί σε αυτήν. Το παραπάνω ζήτημα είναι όμως περισσότερο πολιτικό παρά επιστημονικό. Ο Θεός είναι ένα σύμβολο αξιών στο οποίο ο καθένας δίνει διαφορετικό περιεχόμενο και βαρύτητα και η αξιολόγηση αυτού του συμβόλου είναι μιας διαφορετικής τάξης από αυτήν που χρησιμοποιείται για την αξιολόγηση των δεδομένων των φυσικών επιστημών.


Επιπλέον η χρήση θεολογικών επιχειρημάτων κατά βούληση, όπως ο ίδιος παραδέχεται ότι κάνει στον πρόλογο στη δεύτερη έκδοση (βλέπε ελληνική έκδοση), καθώς και η χρήση του «επιστημονικού φονταμενταλισμού» της θετικιστικής μεθόδου για την απόδειξη της ύπαρξης ή μη του Θεού, κάτι που υπερβαίνει εξ ορισμού τις δυνατότητες του πειράματος και της επαλήθευσης, κατατάσσουν το εν λόγω πόνημα στην κατηγορία του λογοτεχνήματος που φλέγεται από τον διακαή πόθο της έγκυρης τεκμηρίωσης. Το γεγονός ότι ο ίδιος δεν χρειάστηκε να εντρυφήσει στο φαινόμενο των νεραϊδών για να απορρίψει την ύπαρξή τους (όπως ο ίδιος μας λέει) δεν σημαίνει ότι μπορεί να εφαρμόσει την ίδια ορθολογική αλληλουχία σκέψης για την απόδειξη της μη ύπαρξης του Θεού. Είναι προφανές επίσης ότι ο λειτουργικός χαρακτήρας του παιδικού μύθου ως μέσου ήπιας κοινωνικοποίησης δεν σχετίζεται διόλου με τον λειτουργικό χαρακτήρα της ανταπόκρισης απέναντι στις υπαρξιακές ανησυχίες της πίστης. Αλλωστε κανένα «παιδάκι» δεν επιχειρηματολόγησε συστηματικά υπέρ της ύπαρξης του Θεού ούτε κανένας «μεγάλος» υπέρ των νεραϊδών.


Ακόμη, ο Dawkins υποστηρίζει σε αρκετά κεφάλαια του βιβλίου του ότι η θρησκεία «περνάει» στα άτομα από την παιδική τους ηλικία. Αυτό είναι αληθές. Ξεχνάει όμως ότι αυτός είναι ο μηχανισμός μέσω του οποίου η κοινωνία αναπαράγει συνολικά το αξιακό της φορτίο και πως για να αποδεχθεί να μη μεταδώσει την τάδε ή τη δείνα αξία στα «παιδιά» της θα πρέπει πρώτα να αξιολογήσει αρνητικά την εν λόγω αξία. Η θρησκεία άλλωστε δεν κοινωνικοποιεί το άτομο μόνο με τις αξίες της υποταγής και του ανορθολογισμού (σελ. 199) αλλά και με άλλες όπως αυτήν της συνεργασίας, της αλληλεγγύης, της κατανόησης της θέσης του άλλου και της μετριοπάθειας μέσω του μηχανισμού της συγχώρεσης. Η ανορθολογική θεμελίωση της ηθικότητας στη δαρβινική θεωρία, η μετάβαση από το γονίδιο στην κοινωνία (σελ. 240), εντείνει απλώς την αίσθηση της ακαταλληλότητας της θετικιστικής επιστήμης για την κατανόηση όψεων του κοινωνικού χαρακτήρα της ανθρώπινης ζωής. Η διερεύνηση του χαρακτήρα μιας «καλής» πράξης δεν μπορεί να προκύψει μέσα από επιστημονικούς ελέγχους αλλά μέσα από αξιολογικές ερμηνείες των κοινωνικών φαινομένων, κάτι το οποίο δεν μας παρέχει η θετική γνώση του αντικειμενικού κόσμου (τουλάχιστον όχι σε ασφαλές βαθμό). Χρησιμοποιώντας τέτοια επιστημολογικά εργαλεία για να εναντιωθείς σε ένα τόσο σημαντικό ζήτημα είναι σαν να χρησιμοποιείς σφυρί για να γκρεμίσεις ουρανοξύστη. Εξάλλου το επιχείρημα ότι η θεολογία δεν έχει αποδείξει επαρκώς (τι σημαίνει άραγε επαρκώς;) την ύπαρξη του Θεού ισχύει και για τις θετικές επιστήμες, καθώς αν γνώριζαν στην πληρότητά του τον μηχανισμό της ζωής θα γνώριζαν και τον τρόπο «παραγωγής ζωής» εκ του μηδενός. Η γνώση τους όμως σταματά σε ένα σημείο και κάθε επιχείρημα και από τις δύο πλευρές είναι μη περαιτέρω αναγώγιμο.


Ετσι, από επιστημολογική σκοπιά, θα λέγαμε ότι το κείμενο χαρακτηρίζεται περισσότερο από τον φλύαρο φιλολογικό σχολιασμό του και την προσωπική αφήγηση παρά από κάποια αυστηρή θετική προσέγγιση. Με τον ίδιο αντιεπιστημονικό τρόπο που κατηγορεί τους θεολόγους ότι επιχειρηματολογούν, με τον ίδιο ακριβώς τρόπο επιχειρηματολογεί και ο ίδιος αλλά από την απέναντι πλευρά. Προφανώς είναι πολλοί από εμάς που απεχθανόμαστε τον ανορθολογισμό και τις κοινωνικές συνέπειές του, όπως και την κοινωνικοπολιτική διαμεσολάβηση της Εκκλησίας. Αυτή η πολιτική κυρίως στάση μας δεν αποτελεί όμως επιστημονική θέση της ύπαρξης ή μη του Θεού ούτε και της λειτουργικής αναγκαιότητάς του. Οπως πολύ καλά γνωρίζουν άλλωστε και οι επιστήμονες των φυσικών επιστημών, το ορθολογικό δεν είναι αυτονόητα και καλό, ειδικά στην εργαλειακή, αδιαμεσολάβητη από ηθικοπολιτικές αξίες, μορφή του. Το ορθολογικό χωρίς το αξιολογικό είναι εξίσου φονταμενταλιστικό.


Βασίλης Μαγκλάρας, Διδάκτωρ Πολιτικών Επιστημών του Πανεπιστημίου Αθηνών