papag@dolnet.gr


Γιατί η ακραία βία επηρέασε περισσότερο την Πολωνία, τη Σερβία και την Καμπότζη, παρά την Αγγλία, την Γκάνα και την Κόστα Ρίκα; Και γιατί περισσότερη ακραία βία εμφανίστηκε μεταξύ 1936 και 1945, παρά μεταξύ 1976 και 1985; Ο Νάιαλ Φέργκιουσον αναλαμβάνει να διεισδύσει στα βαθύτερα αίτια των συγκρούσεων και, το κυριότερο, στις λανθασμένες εκτιμήσεις των ισχυρών αυτού του κόσμου. Το κάνει αυτό θέτοντας ερωτήματα καινοφανή στη μέχρι τώρα ιστοριογραφική έρευνα. Αφού διαπιστώνει ότι με μια συγκριτική προσέγγιση κινδυνεύει να ναυαγήσει σε έναν χώρο μεγάλης στατιστικής σύγχυσης, αρχίζει να ερμηνεύει ο ίδιος τις συμπτώσεις: «Δεν είναι τυχαίο ότι τα χειρότερα πεδία του θανάτου στα μέσα του 20ού αιώνα ήταν σε μέρη όπως η Πολωνία, η Ουκρανία, τα Βαλκάνια και η Μαντζουρία. Ενώ η ακραία βία του τέλους του 20ού αιώνα μετατοπίστηκε προς πιο απλωμένες περιοχές, από τη Γουατεμάλα στην Καμπότζη, από την Ανγκόλα στο Μπανγκλαντές, από τη Βοσνία στη Ρουάντα και, πρόσφατα, στην περιοχή Νταρφούρ του Σουδάν. Ξανά και ξανά, ύστερα από την παρακμή των αυτοκρατοριών, σε αμφισβητούμενες μεθορίους ή σε κενά εξουσίας ήταν που παρουσιάστηκαν οι ευκαιρίες για γενοκτόνα καθεστώτα και πολιτικές. Συρροή εθνοτήτων, οικονομική αστάθεια και φθίνουσες αυτοκρατορίες. Αυτή ήταν και παραμένει η μοιραία συνταγή».


Ο παλιός και ο καινούργιος


Για να τελειώσει ένας πόλεμος χρειάζεται να αρχίσει ένας καινούργιος. Αλλιώς φθίνει σε εκατοντάδες άλλες μικρότερες διακρατικές περιφερειακές συγκρούσεις και εμφύλιες διαμάχες, όπως συνέβη καθ’ όλη τη διάρκεια του 20ού αιώνα. Ετσι, παρ’ ότι θεωρείται ότι ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος έληξε το καλοκαίρι του 1945, δηλαδή στις 7 Μαΐου στη Δυτική Ευρώπη, στις 8 Μαΐου στην Ανατολική Ευρώπη και στις 15 Αυγούστου στην Ασία (ή ίσως στις 2 Σεπτεμβρίου, όταν οι Ιάπωνες υπέγραψαν καθυστερημένα το έγγραφο που επιβεβαίωνε την παράδοσή τους), ουσιαστικά δεν τελείωσε ποτέ. Δεν είναι τυχαίο ότι «στις 13 Μαΐου 1945 – λιγότερο από μία εβδομάδα μετά την Ημέρα της Νίκης – ο Τσόρτσιλ ήδη λαχταρούσε καινούργιο πόλεμο! Εστω και αν αυτός συνεπαγόταν εμπλοκή με τη Ρωσία!». Μάλιστα είχε ζητήσει από τους επικεφαλής της άμυνας «να εξετάσουν τη βιωσιμότητα μιας αιφνιδιαστικής επίθεσης στη Σοβιετική Ενωση με χρήση – αν ήταν απαραίτητο – γερμανικών στρατευμάτων. Επρεπε να διορθωθεί η μεταπολεμική ισορροπία με τους Σοβιετικούς, οπότε αυτή η ιδέα ονομάστηκε επιχείρηση «Unthinkable» (Αδιανόητο¨)». Η παρακινδυνευμένη πολιτική είχε πάντα τη λογική της. Ακολούθησε η εμφάνιση της ατομικής βόμβας και η συζήτηση για τη χρήση της σταμάτησε όχι τόσο από την καταστροφή της Χιροσίμα αλλά από την εμφάνιση της βόμβας υδρογόνου, με ισχύ 750 φορές μεγαλύτερη.


Γιατί αυτή η περίοδος αναδείχθηκε ως η πλέον αιματηρή για το ανθρώπινο είδος από την εμφάνισή του στη Γη; Και όμως, «θα μπορούσε να ισχυριστεί κανείς ότι στην ανθρώπινη ιστορία υπάρχουν προηγούμενα τέτοιων υψηλών ποσοστών φονικής οργανωμένης βίας… Η παραδειγματική βία που επιδείκνυε ο μογγόλος ηγέτης του 13ου αιώνα Τζένγκις Χαν λένε πως είχε ως αποτέλεσμα τη μείωση του πληθυσμού της Κεντρικής Ασίας και της Κίνας κατά 37.000.000 άτομα και περισσότερο – αριθμός που, αν είναι σωστός, ισοδυναμεί με το 10% του παγκόσμιου πληθυσμού εκείνης της εποχής…, οπότε τα 100 χρόνια που πέρασαν από το 1900 ήταν ο αιματηρότερος αιώνας της ευρωπαϊκής ιστορίας, τόσο σε σχετικούς όσο και σε απόλυτους όρους. Είναι λιγότερο βέβαιο κατά πόσον μπορεί να λεχθεί το ίδιο και για την Ασία, ειδικά αν ένας επίτηδες προκληθείς λιμός θεωρηθεί σαν μια μορφή αιματοχυσίας». Αλλού έγκειται όμως η διαφορά στον 20ό αιώνα. Πρώτη φορά σημειώθηκε σειρά σφαγών ψυχρά οργανωμένων και σχεδιασμένων από κεντρικούς κρατικούς φορείς, λόγω της τεράστιας πνευματικής, τεχνολογικής, οικονομικής και κοινωνικής προόδου που μπορούσε να χρησιμοποιηθεί για αθέμιτους σκοπούς και κυρίως για τη «βιομηχανοποίηση» των γενοκτονιών και τη διάλυση κρατών. Αν θα θέλαμε να ανατρέψουμε αυτή τη θλιβερή πραγματικότητα, ο μόνος τρόπος μοιάζει να είναι ένας καινούργιος πόλεμος.


Στα χνάρια της Βρετανίας


Ο εντοπισμός των ίδιων λαθών με σάρωση όλου του 20ού αιώνα αποτελεί ουσιαστικά επαλήθευση των οικονομικοπολιτικών αναλύσεων του συγγραφέα στα έξι βιβλία του που έχουν προηγηθεί. Σε αυτά έχει αναλυθεί εκτενώς πως οι Ηνωμένες Πολιτείες ακολούθησαν στον 20ό αιώνα τα χνάρια που η Μεγάλη Βρετανία άφησε στον 19ο. Και όπως η Βρετανική Αυτοκρατορία δεν μπόρεσε να ριζώσει στην Ανατολή, έτσι και η «ηγεμονία» των Ηνωμένων Πολιτειών στη Μέση Ανατολή φαίνεται τώρα επισφαλής. Βέβαια οι ΗΠΑ επιμένουν να διευκρινίζουν ότι δεν εγκαθιδρύουν «αυτοκρατορία», αλλά «ηγεμονία», το αποτέλεσμα όμως είναι το ίδιο: «Το Ιράκ αρνείται πεισματικά να ακολουθήσει το νεοσυντηρητικό σενάριο και να γίνει μια ειρηνική και ευημερούσα δημοκρατία. Η βύθιση στον εμφύλιο πόλεμο εξακολουθεί να φαίνεται σαν το πιο πιθανό αποτέλεσμα». Η Δύση οδηγείται εμφανώς στην αποτυχία ή ακόμη και στην πτώση της. Και η Ανατολή βρίσκεται άλλη μια φορά προ των πυλών: «Στο 52ο κεφάλαιο του έργου του «Παρακμή και Πτώση της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας», ο Εντουαρντ Γκίμπον θέτει ένα από τα μεγάλα ερωτήματα της Ιστορίας. Αν οι Γάλλοι δεν είχαν κατορθώσει να νικήσουν τους εισβολείς μουσουλμάνους στη Μάχη του Πουατιέ (732), θα υπέκυπτε ολόκληρη η Δυτική Ευρώπη στο Ισλάμ; «Ισως» σκεφτόταν ο Γκίμπον με την αμίμητη ειρωνεία του «η ερμηνεία του Κορανίου να διδασκόταν τώρα στις σχολές της Οξφόρδης και οι άμβωνές της να έδειχναν σε έναν περιτετμημένο κόσμο την ιερότητα και την αλήθεια της αποκάλυψης του Μωάμεθ». Σκοπός του ήταν να διασκεδάσει τους αναγνώστες του και ίσως να αστειευτεί με το παλιό του πανεπιστήμιο. Σήμερα όμως κάθε άλλο παρά έχουν τελειώσει οι εργασίες στο Νέο Κέντρο Ισλαμικών Σπουδών της Οξφόρδης που χαρακτηρίζεται, εκτός από το παραδοσιακό οξφορδιανό τετράγωνο, και από μια αίθουσα προσευχής με θόλο και μιναρέ…».


Ο Γκίμπον αστειευόταν αλλά ο Φέργκιουσον είναι πλέον σοβαρός. «Σήμερα, η ανερχόμενη δύναμη στην Ασία είναι η Κίνα, όχι η Ιαπωνία. Τι θα γινόταν αν η οικονομική μεγέθυνση της Κίνας ανακοπτόταν; Αντί να διακινδυνεύσουν να αντιμετωπίσουν τις λαϊκές διαμαρτυρίες για τη μονοπώληση της εξουσίας (και τη μαινόμενη διαφθορά που πάει μαζί της), θα μπορούσαν άραγε οι κινέζοι κομμουνιστές να μπουν στον πειρασμό να αναζητήσουν καταφύγιο στον πατριωτισμό; Ο,τι ακριβώς ήταν το Βέλγιο για τη Βρετανία και τη Γερμανία το 1914, έτσι και η Ταϊβάν θα μπορούσε να είναι η αιτία πολέμου (casus belli) που θα πυροδοτήσει τη σύγκρουση μεταξύ Κίνας και Ηνωμένων Πολιτειών…».


Η «μοιραία συνταγή» φαίνεται πιο καθαρά τώρα: «Το μόνο που χρειάζεται για να προκληθεί ένας παρόμοιος χαλασμός από τους ανθρώπους είναι να χαρακτηρίσουν αυτή ή εκείνη την ομάδα των συνανθρώπων τους ως απόλυτα ξένους και κατόπιν να τους σκοτώσουν». Οπότε, «θα αποφύγουμε άλλον έναν αιώνα συγκρούσεων μόνο αν κατανοήσουμε τις δυνάμεις που οδήγησαν στον προηγούμενο». Ο Φέργκιουσον, στην περιπλάνησή του από τα γκουλάγκ της σιβηρικής στέπας στα ναζιστικά στρατόπεδα εξόντωσης των πεδιάδων της Πολωνίας, από τους δρόμους του Σαράγεβο στις αμμουδιές της ιαπωνικής Οκινάουα, αποδεικνύεται συγκλονιστικός οδηγός. Ακόμη και κριτικοί, οι οποίοι διατύπωσαν ενστάσεις όσον αφορά τις επί μέρους θέσεις σε αυτή τη δίτομη Ιστορία του 20ού αιώνα, συμφώνησαν ότι πρόκειται για σοβαρή ιστορική ανάλυση που συνέλαβε ένα εξαιρετικά προικισμένο μυαλό. Στο ύψος των περιστάσεων ανήλθε και η φροντισμένη ελληνική έκδοση, με την εικονογράφηση, χαρτογράφηση, αναλυτικό ευρετήριο κύριων ονομάτων και όρων, καθώς και ενημερωμένη διεθνή βιβλιογραφία, έναν μόλις χρόνο μετά την αγγλική έκδοση (Penguin 2006).


Δεν είναι τυχαίο ότι ο συγγραφέας αναδείχθηκε από το Time magazine ως ένας από τους «100 πιο σημαίνοντες ανθρώπους» του καιρού μας. Στα 42 του είναι καθηγητής Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Χάρβαρντ, ερευνητής, μέλος του κολεγίου Jesus του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης, από τους πιο έγκυρους ιστορικούς, αρθρογράφος στα σημαντικότερα περιοδικά και εφημερίδες ανά τον κόσμο, σύζυγος και πατέρας τριών παιδιών. Εχει επιμεληθεί και παρουσιάσει τρεις επιτυχημένες σειρές ντοκυμαντέρ για το Channel Four και μοιράζει τον χρόνο του μεταξύ Οξφόρδης και Χάρβαρντ.