Κατά τη διάρκεια της περιόδου πριν από τη Σύνοδο Κορυφής του ΝΑΤΟ στο Βουκουρέστι, στο υπουργείο Εξωτερικών επικρατούσε πανικός. Ειδικά στη Δ΄ Διεύθυνση για θέματα ΝΑΤΟ και Δυτικοευρωπαϊκής Ενωσης, ο ύπνος έφθασε να αποτελεί πολυτέλεια. Οι πίτσες πήγαιναν και έρχονταν, καθώς οι διπλωμάτες εργάζονταν ως τις πρώτες πρωινές ώρες προκειμένου να ετοιμάσουν τα σημειώματα και τους φακέλους που θα αποτελούσαν τα απαραίτητα… πολεμοφόδια για τη Σύνοδο, όπου η Αθήνα θα έπρεπε να παίξει σωστά τα χαρτιά της και να επιτύχει- όπως και έγινε- να μην υπάρξει πρόσκληση ένταξης για τα Σκόπια προτού λυθεί το ζήτημα της ονομασίας.

Τα πράγματα στο Βουκουρέστι πήγαν όπως είχαν σχεδιαστεί. Οι υπερωρίες των διπλωματών έπιασαν τόπο. Ωστόσο εκείνοι τι κέρδισαν; Ουσιαστικά τίποτε πέραν της αναγνώρισης από την πολιτική ηγεσία του υπουργείου Εξωτερικών, η οποία όμως δεν επαρκεί για να καλύψει τα προβλήματα που τους απασχολούν και τα οποία δεν είναι μόνο οικονομικά, αλλά και πρακτικά. Διότι μπορεί ο απλός κόσμος να λέει, ελαφρά τη καρδία συνήθως, ότι οι διπλωμάτες είναι ευνοημένοι, αλλά η πραγματικότητα είναι αρκετά διαφορετική, πολλές φορές δε σκληρή. Εν αρχήν ην, φυσικά, όπως και σε πολλά άλλα επαγγέλματα, το οικονομικό. Ως και το 2002, ο βασικός μισθός του ακολούθου πρεσβείας ήταν μόλις 625 ευρώ.

Τότε, και με αφορμή την επερχόμενη ανάληψη από τη χώρα μας της προεδρίας της Ευρωπαϊκής Ενωσης, οι διπλωμάτες «επαναστάτησαν». Η κυβέρνηση Σημίτη και ο πρωθυπουργός προσωπικά κινητοποιήθηκαν για να δοθεί μια σημαντική αύξηση, περίπου 28%, χάρη στην οποία ο βασικός μισθός ανήλθε σε 800 ευρώ. Σήμερα βρίσκεται στα 970 ευρώ, αλλά ακόμη και κατόπιν τριών επιδομάτων, ανέρχεται σε περίπου 1.040 ευρώ «καθαρά». Από την άλλη πλευρά, ο βασικός μισθός ενός πρέσβη φθάνει τα 1.940

ευρώ, ενώ μετά την προσθήκη επιδομάτων δεν φθάνει «καθαρά» τα 2.900 ευρώ, όταν ο βασικός μισθός του γενικού διευθυντή οποιουδήποτε υπουργείου είναι 2.934 ευρώ. Η έλλειψη οικονομικών κινήτρων είναι άλλωστε, κατά κύριο λόγο, αυτή που αποτρέπει νεαρούς διπλωμάτες οι οποίοι υπηρετούν στο εξωτερικό να επιστρέψουν στην Ελλάδα και να αναλάβουν προϊστάμενοι διαφόρων διευθύνσεων.

Ωστόσο, πέραν των οικονομικών, υπάρχει και μια σειρά από θεσμικά ζητήματα. Το βασικότερο ίσως είναι η άμεση ανάγκη εξορθολογισμού του οργανισμού διοίκησης του υπουργείου Εξωτερικών, ο οποίος πραγματικά παραπέμπει σε άλλες εποχές. Είναι χαρακτηριστικό ότι λείπει από το υπουργείο οnline σύστημα μηχανοργάνωσης, το οποίο θα επέτρεπε τη διαφάνεια, την εξοικονόμηση εργατοωρών και τον εξορθολογισμό των δαπανών. Η έλλειψη ενός τέτοιου συστήματος οδηγεί σε φαινόμενα όπως ο υπολογισμός των δαπανών στις ελληνικές πρεσβείες και ο επανυπολογισμός τους στην Αθήνα για… επανέλεγχο. Πρακτικής αλλά και λειτουργικής σημασίας είναι επίσης η ανάγκη αναβάθμισης του υλικοτεχνικού εξοπλισμού.

Αλλο ένα σημαντικό ζήτημα, το οποίο ανησυχεί πολλούς παλαιότερους διπλωμάτες, είναι η ανάγκη εκσυγχρονισμού της Διπλωματικής Ακαδημίας, όπου τα τελευταία χρόνια παρατηρείται δραματική μείωση του αριθμού των υποψηφίων ακολούθων. Παράλληλα, πληροφορίες αναφέρουν ότι υπάρχει προβληματισμός για τη φθίνουσα πορεία του επιπέδου των υποψηφίων ακολούθων, από πολλούς εκ των οποίων απουσιάζει το αίσθημα στράτευσης σε αυτό που καλούνται να κάνουν. Τα παραπάνω δημιουργούν και πρόβλημα στελέχωσης αρκετών διευθύνσεων. Πάντως η υπουργός Εξωτερικών κυρία Ντόρα Μπακογιάννη έχει επιδείξει έντονο ενδιαφέρον για το θέμα της Διπλωματικής Ακαδημίας.