Είναι αμφίβολο αν ο Χαρίλαος Φλωράκης, όταν συνέτασσε τη δωρική «διαθήκη» του ζητώντας να τον θάψουν στον Αϊ-Λια στο Παλιοζογλόπι, είχε κοντά του τη συλλογή των δημοτικών τραγουδιών του Passow.


Ο καπετάν Γιώτης Μπαρζώκας (που ορισμένοι ερευνητές πιστεύουν ότι ταυτίζεται με τον Στέργιο Μπουκουβάλα) υπήρξε κλέφτης και αρματολός που τραγουδήθηκε και στις δύο μεριές της Πίνδου, τη θεσσαλική και την ηπειρώτικη.


Στον Καπετάν Γιώτη ίσως ξεκίνησε η αρχετυπική μορφή ενός από τα πιο χαρακτηριστικά και ρωμαλέα μοτίβα του κλέφτικου τραγουδιού, που πολλές φορές τραγουδιέται και αυτοτελώς, το περίφημο «κιβούρι του κλέφτη».


Στον ελληνικό κόσμο, από τον Ομηρο ως τις ημέρες μας, το νόημα της ζωής προέκυπτε από την επίγνωση της αξιοπρέπειας απέναντι στον θάνατο. H επέκεινα ζωή ήταν η διαδρομή της πριν ζωής. Αν αυτή τη ζωή δεν τη ζούσες αντάξια, αν τη «χάλαγες», δεν είχε νόημα το επέκεινα.



Ο Χαρίλαος Φλωράκης πιθανόν δεν διάβασε ποτέ τον Passow. Δεν το χρειαζόταν άλλωστε. Γιατί, γεννημένος στο Παλιοζογλόπι, στα Αγραφα, από μια μάνα που τον νανούριζε με το τραγούδι του Καπετάν Γιώτη και που τον προβόδισε όταν έφευγε μετά το Γυμνάσιο για την Αθήνα με μία μόνο ευχή: «Να είσαι καλός άνθρωπος», είχε μέσα του, ως πυρήνα της ύπαρξής του, τον πιο διαχρονικό κώδικα αξιών που ενώνει σαν κόκκινη κλωστή την ομηρική και κλασική αρετή με την ακριτική ποίηση και με τον νέο ελληνικό πολιτισμό.


H παράδοση του κλέφτη, του αντάρτη, η παράδοση της Αντίστασης και του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα, είναι μία από τις πηγές που προσδιόρισαν θεμελιώδεις πολιτικές συμπεριφορές και σφράγισαν μια μεγάλη πολιτική παρακαταθήκη.


Αυτή η στάση ζωής έχει και σήμερα νόημα. Τίποτε δεν δίνει υπόσταση και αξία στον άνθρωπο από το να αφιερώνεται στις ιδέες του και στις αρχές του, ώστε ακόμα και όταν πεθάνει «να στέκει ορτός να πολεμά», να συλλαμβάνει μέσα από το εφήμερο της δικής του ζωής ότι τα ιδανικά για τα οποία ο ίδιος πολέμησε συνεχίζουν να λάμπουν και μετά από αυτόν, όπως «λάμπουν τα τσαπράζια κι αστράφτει το σπαθί» του Καπετάν Γιώτη.


Το πρόβλημα του Χαρίλαου Φλωράκη, όμως, όπως και το πρόβλημα της Ελλάδας, είναι πως ο Αγώνας, όταν δεν κατευθύνεται απέναντι σε έναν κατακτητή, είτε Οθωμανός είτε Γερμανός είναι αυτός, ονομάζεται Πολιτική.


Και ο ίδιος ο Χαρίλαος Φλωράκης, όπως και το κόμμα του και η γενιά του, απ’ όποιο σημείο και να σήκωσαν τουφέκι, είτε στον ΕΛΑΣ είτε στον ΕΔΕΣ είτε στο 5/42 του Ψαρρού, αφού κέρδισαν τη μάχη του βουνού, έχασαν τις μάχες της Πολιτικής αλληλοσφαζόμενοι.


Αλλά ούτε πάλι κέρδισε η Ελλάδα τις μάχες της όταν οι πολιτικοί της ταγοί δεν είχαν το περήφανο φρόνημα του αγωνιστή αλλά μόνο γνώση των τεχνικών της Πολιτικής.


Ισως δεν είναι τυχαίο που ως σήμερα η κορυφαία περίοδος της πολιτικής μας ιστορίας είναι αυτή του Ελευθέριου Βενιζέλου, του ένοπλου βρακοφόρου επαναστάτη του Θερίσου αλλά και του ισότιμου φρακοφόρου συνομιλητή των μεγάλων της εποχής του.


Ο Χαρίλαος Φλωράκης ύψωσε ένα μνημείο συνέπειας ζωής. Αντάμα με τον Καπετάν Γιώτη του δημοτικού τραγουδιού, όσο υπάρχουν άνθρωποι που αγωνίζονται για αξίες θα ξέρουν ότι εκεί, στον Αϊ-Λια στα Αγραφα, στο αγνάντιο, στέκει ορτός ένας πραγματικός άνδρας, ένας πραγματικός Ελληνας.


Αλλά καθώς και ο Γ. Σεφέρης ορμηνεύει «να αισθάνεσαι δε φτάνει… μήτε να κινδυνεύει το σώμα σου στην παλιά πολεμίστρα» αλλά «πρέπει να λογαριάσουμε πώς προχωράμε». Ακόμη και τώρα η Πολιτική στην Ελλάδα δεν έχει βρει την ισορροπία της: όποτε χρειαστεί να ξέρει «να αστράφτει το σπαθί» και σταθερά να ξέρει να λογαριάζει πώς προχωράει.


Ο κ. Πέτρος Ευθυμίου είναι βουλευτής της B´ Αθηνών του ΠαΣοΚ και πρώην υπουργός Παιδείας.