Τα τελευταία χρόνια η βυζαντινολογική έρευνα έχει θέσει στο επίκεντρο των ενδιαφερόντων της τη μελέτη των αγιολογικών κειμένων, που συναπαρτίζουν οι «Βίοι Αγίων», τα «Εγκώμια» και τα «Μαρτύρια Αγίων».


Τα κείμενα αυτά, τα οποία παλαιότερα ενδιέφεραν κυρίως τους πατρολόγους και τους ιστορικούς της Εκκλησίας, έχουν στις ημέρες μας καταξιωθεί ως πολύτιμες πηγές για τη μελέτη της βυζαντινής κοινωνίας. (Ας σημειωθεί ότι μια παράλληλη εξέλιξη διαπιστώνεται και στην έρευνα του ευρωπαϊκού Μεσαίωνα με τις αντίστοιχες αγιολογικές πηγές της λατινικής Δύσης).


Δημοσιεύονται λοιπόν κριτικές εκδόσεις των έργων αυτών, με πλούσιο ιστορικό και φιλολογικό σχολιασμό και με μετάφραση στις σύγχρονες γλώσσες, αλλά συγχρόνως γράφονται μονογραφίες και άρθρα που αξιοποιούν και αναδεικνύουν με τη μέθοδο της σύγχρονης ιστορικής επιστήμης το περιεχόμενό τους ως έμμεσων αλλά πρωτογενών πηγών για τη νοοτροπία της εποχής των συγγραφέων τους ­ οι οποίοι συνήθως ήταν μαθητές των βιογραφούμενων αγίων ­ και τον ρόλο που οι ήρωές τους έπαιζαν στην κοινωνία τους.


Ως δύο μόνο από τα πολλά, εντελώς πρόσφατα αλλά και ενδεικτικά παραδείγματα ας αναφερθούν η διδακτορική διατριβή στο Πανεπιστήμιο Princeton του Derek Krueger για τον «Βίο του Συμεών, του κατά Χριστόν Σαλού» (Symeon the Holy Fool) ­ ένα Βίο που συνέγραψε ο Λεόντιος, επίσκοπος Νεαπόλεως Κύπρου, τον 7ο αιώνα για τον Συμεών που «το έπαιζε τρελός» για να συγκλονίσει και να (εκ)παιδεύσει τους συνανθρώπους του ­ και το βιβλίο της Αντωνίας Κιουσοπούλου, «Χρόνος και ηλικίες στη βυζαντινή κοινωνία. Η κλίμακα των ηλικιών από τα αγιολογικά κείμενα της μέσης εποχής (7ος-11ος αι.)», στη σειρά Ιστορικό Αρχείο Ελληνικής Νεολαίας (τόμος 30), του Κέντρου Νεοελληνικών Ερευνών του Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών, σε συνεργασία με τη Γενική Γραμματεία Νέας Γενιάς, Αθήνα 1997.


Η αγιολογική άνθηση


Η στροφή αυτή της ιστορικής έρευνας συνοδεύει βέβαια ένα γενικό ρεύμα διεύρυνσης ή και μετατόπισης του ενδιαφέροντος από τα θέματα της πολιτικής ­ δυναστικής, διοικητικής και πολεμικής ­ ιστορίας, που παλαιότερα βρισκόταν στο επίκεντρο της μελέτης, προς θέματα της κοινωνικής ιστορίας, του υλικού βίου και πολιτισμού και της ιστορίας των νοοτροπιών. Και είναι προφανές ότι για την πολιτική ιστορία οι πληροφορίες που αντλούμε από τους «Βίους Αγίων» είναι πράγματι πενιχρές, ενώ αντίθετα για τα ζητήματα συγκρότησης, διάρθρωσης και λειτουργίας των κοινωνικών ομάδων, τις διανθρώπινες σχέσεις, τους οραματισμούς και τις αγωνίες των ανθρώπων, τους κανόνες και τις συνήθειες της καθημερινής ζωής κλπ. τα κείμενα αυτά αποτελούν ορυχεία ειδήσεων.


Η εντυπωσιακή αυτή άνθηση των αγιολογικών ερευνών οφείλεται εν πολλοίς στις εμπνευσμένες και πρωτοποριακές μελέτες του Peter Brown, ο οποίος με σειρά μονογραφιών και άρθρων που δημοσίευσε τα τελευταία 30 χρόνια ανέδειξε την ηγετική θέση που κατέβαλαν σταδιακά οι άγιοι στην κοινωνία της ύστερης αρχαιότητας και του πρώιμου ανατολικού όσο και του δυτικού Μεσαίωνα. (Χρονολογικά πρώτη σχετική δημοσίευση του Brown ήταν το άρθρο του «The rise and function of the holy man in late antiquity», «Journal of Roman Studies» 61, 1971).


Πρότυπο και προστάτης



Σε μια εποχή όπου οι κρατικές δομές της ύστερης ρωμαϊκής αυτοκρατορίας αποσυντίθενται και οι ηθικές και κοινωνικές αξίες ανατρέπονται με την καταλυτική επικράτηση του χριστιανικού κώδικα ατομικής και συλλογικής συμπεριφοράς, το πρότυπο του αγίου ανθρώπου, που χαρακτηρίζεται από την πνευματικότητα, την ανιδιοτέλεια, την αυτοθυσία, τη γνησιότητα, την αγωνιστικότητα, την προσωπική ακεραιότητα, την ασκητικότητα και ­ με μία λέξη ­ την αρετή, επιβάλλεται σταδιακά παντού.


Οι τοπικές κοινωνίες ανακαλύπτουν στο πρόσωπο του αγίου το σημείο αναφοράς τους, το πρότυπο και τον προστάτη, ο οποίος με τον προσωπικό αγώνα του κατά του κακού και της αμαρτίας έχει αποκτήσει το θεϊκό χάρισμα να παρεμβαίνει θαυματουργικά, όσο ακόμη ζει, αλλά κυρίως μετά τον θάνατό του, για να διορθώσει τα κακώς έχοντα, να αποτρέψει ακόμη και θεομηνίες ή να αμβλύνει τις καταστροφικές συνέπειές τους.


Συχνά ο τάφος του αγίου γίνεται εστία προσκυνήματος και υποκαθιστά τα ιερά της εθνικής θρησκείας της περιοχής με οργανωμένες τελετές και πανηγύρεις, που τελούνται στη μνήμη του και στις οποίες προστρέχουν οι πιστοί αλλά ­ και οι μη χριστιανοί (!) ­ για παρηγοριά και ανακούφιση από σωματικές και ψυχικές ασθένειες.


Οι άνθρωποι της πόλης και της υπαίθρου βλέπουν στο πρόσωπο του αγίου τον φυσικό πνευματικό αλλά και κοινωνικό ηγέτη τους, που θα σηκώσει το βάρος να αντιμετωπίσει θαρραλέα και στην ανάγκη με έντονη ή και βίαιη διαμαρτυρία τα όργανα του κράτους, τη διοίκηση, τον στρατό, τους φορολογικούς υπαλλήλους, οι οποίοι με τη συμπεριφορά τους και χάριν των κρατικών συμφερόντων ή από ιδιοτέλεια ταπεινώνουν και εξαχρειώνουν τους πολίτες. Θα σηκώσει το ανάστημά του για να καυτηριάσει τη χλιδή και την αλαζονεία του παλατιού, να ψέξει την εκκλησιαστική ηγεσία όταν επιδεικνύει κοσμικό φρόνημα και να υπενθυμίσει, να ενθαρρύνει ή και να καυτηριάσει τους ανθρώπους της τοπικής κοινωνίας για την τήρηση του ηθικού κώδικα, για την ειρήνη και αρμονία στις σχέσεις τους, τις δημόσιες και τις ιδιωτικές, να τους απαλλάξει από το άγχος τους με την ελπίδα για τα μελλούμενα. Από την άλλη μεριά, η πίστη των Βυζαντινών ότι ο άγιος εν ζωή αλλά και μετά θάνατον έχει φτάσει το σημείο ώστε να μπορεί να μεσιτεύσει στον Θεό με επιτυχία για να αμβλυνθεί η οργή του και να γλιτώσουν από την τιμωρία του, δίνει στον άγιο μια υπερφυσική δύναμη, καταλυτική στη διάρθρωση των κοινωνικών δομών.


Επιδράσεις στην τέχνη


Είναι ίσως ενδιαφέρον να σημειωθεί ότι υπό την επίδραση της χριστιανικής αυτής αντίληψης για τον άγιο άνθρωπο και την παρεμβατική δύναμή του, που διαμορφώθηκε κατά τον 4ο αιώνα μ.Χ., υιοθέτησαν μια αντίστοιχη άποψη και οι εθνικοί, που είχαν επιβιώσει στην Αθήνα και σε λίγους άλλους τόπους ως μικρές κλειστές κοινωνίες πιστών. Τώρα και αυτοί εφάρμοζαν στην καθημερινή τους ζωή αυστηρούς ασκητικούς κανόνες, που θυμίζουν το τυπικό των χριστιανικών μοναστηριών, αλλά και απέδιδαν θαυματουργικές ικανότητες στους «ιερούς» και «θείους» άνδρες τους.


Ετσι πίστευαν π.χ. ότι ο ιεροφάντης Νεστόριος απέτρεψε την καταστροφή της Αθήνας και της Αττικής από τον σεισμό του έτους 375 μ.Χ., όταν είδε σε όνειρο ότι έπρεπε να γίνουν θρησκευτικές τελετές προς τιμήν του Αχιλλέως, ενώ ο διευθυντής της νεοπλατωνικής σχολής Πρόκλος, όπως διηγείται ο μαθητής και βιογράφος του Μαρίνος, έσωσε την Αθήνα από την ξηρασία προκαλώντας με τις προσευχές του τη βροχή και απέτρεψε τους σεισμούς με θεουργικές τελετουργίες.


Οπως θα ανέμενε κανείς, η καταλυτική αυτή παρουσία των αγίων στη βυζαντινή κοινωνία καθόρισε την κεντρική θέση που κατέλαβε η σχετική αγιολογική παραγωγή στη βυζαντινή λογοτεχνία, γιατί κλήθηκε να υπηρετήσει αλλά και να διαμορφώσει το κυριαρχούν γλωσσικό ύφος, αφού τα κείμενα αυτά διαβάζονταν ιδιωτικά και κυρίως απαγγέλλονταν στην εκκλησία και στη μοναστηριακή τράπεζα. Επίσης είχε σημαντικές επιδράσεις στην εκκλησιαστική αρχιτεκτονική αλλά και στην οικιστική εξέλιξη της πόλης και της υπαίθρου. Εξάλλου πλούτισε θεματικά την εκκλησιαστική ζωγραφική, η οποία κλήθηκε να αποτυπώσει τη μορφή του αγίου ως του ιδανικού ανθρώπου και να αποδώσει εικονογραφικά την «έρημο» και τον «κόσμο» ως τους σταθερούς αντιθετικούς πόλους που σφραγίζουν τη ζωή των ανθρώπων. Συγχρόνως έδωσε άφθονα θέματα στην υμνογραφία της Εκκλησίας, η οποία και ανέπτυξε νέα είδη ποιητικού λόγου.


Ο μέσος homo Byzantinus ίσως δεν ήταν άγιος, ή αγιότερος από τον σημερινό άνθρωπο. Είχε όμως αναμφισβήτητο πρότυπό του τον ιστορικό ή θρυλικό συνάνθρωπο που πραγμάτωσε την αγιότητα.


Το ανωτέρω κείμενο βασίζεται στην ομιλία του κ. Ευ. Χρυσού με θέμα «Αγιοι στην ιστορία και στην τέχνη» που θα γίνει στις 16 Δεκεμβρίου στο Ιδρυμα Γουλανδρή-Χορν, με την οποία κλείνει η σειρά εκδηλώσεων που οργάνωσαν οι εκδόσεις «Ακρίτας» για τον εορτασμό των 20 χρόνων παρουσίας τους στον εκδοτικό χώρο.


Ο κ. Ευάγγελος Χρυσός είναι καθηγητής του Πανεπιστημίου Κύπρου.