Η διαφθορά στον δημόσιο βίο είναι παγκόσμιο φαινόμενο. Παρατηρείται σε όλες τις χώρες, πλούσιες και φτωχές, και συμμετέχουν σε αυτήν άνδρες και γυναίκες, ανεξαρτήτως πολιτικής ιδεολογίας, εισοδήματος, μόρφωσης ή κοινωνικής θέσης. Τα παραδείγματα είναι αναρίθμητα. Αυτές τις ημέρες δικάζεται στην πλούσια και πολιτισμένη Γαλλία ο πρώην υπουργός Εξωτερικών Ρολάν Ντυμά μαζί με άλλους επτά, μεταξύ των οποίων και η (καθόλου εντυπωσιακή) ερωμένη του Κριστίν Ντεβιέ-Ζονκούρ, για κατάχρηση δημοσίου χρήματος που πλησιάζει τα 4 δισ. δρχ. Ταυτόχρονα ο γιος του μακαρίτη προέδρου Μιτεράν φυλακίζεται για ξέπλυμα βρώμικου χρήματος από λαθρεμπόριο όπλων στην Αγκόλα. Πριν από μερικά χρόνια στην επίσης πλούσια και πολιτισμένη Ιταλία ένας πρώην πρωθυπουργός, ο σοσιαλιστής Κράξι, εγκαταλείπει κρυφά τη χώρα για να αποφύγει τη σύλληψη, ενώ ένας άλλος, ο χριστιανοδημοκράτης Αντριότι, δικάζεται για συμμετοχή στη Μαφία και σε δολοφονία. Φυσικά δεν είναι ανάγκη να φέρω παραδείγματα από την Αφρική, την Ιαπωνία, την Ινδονησία κ.α. ούτε βέβαια από τη χώρα μας όπου το σκάνδαλο Κοσκωτά είναι σχετικά πρόσφατο και πολύ γνωστό.


Η ύπαρξη μερικών διεφθαρμένων ατόμων, ακόμη και πρωθυπουργών ή υπουργών, δεν είναι ιδιαίτερα ανησυχητική. Πάντοτε υπάρχουν άτομα που εκμεταλλεύονται τις θέσεις εξουσίας που κατέχουν για παράνομο πλουτισμό. Εκείνο που είναι ιδιαίτερα ανησυχητικό είναι η επέκταση και η γενίκευση της διαφθοράς μέσα σε ολόκληρο το κοινωνικό σώμα και η κοινωνική αποδοχή της ως ανεκτής συμπεριφοράς.


Μια πρόσφατη δημοσκόπηση έδειξε ότι περίπου τέσσερις Ελληνες στους πέντε πιστεύουν ότι υπάρχει σημαντική διαφθορά στη χώρα μας και ακόμη ότι τρεις στους δέκα είχαν συμμετοχή σε παράνομες πράξεις που κατατάσσονται σε αυτό που χαρακτηρίζουμε διαφθορά. Οσες αμφιβολίες και αν υπάρχουν για την ακρίβεια των δημοσκοπήσεων, τα αποτελέσματα αυτά συμφωνούν με την εντύπωση που έχει ο μέσος πολίτης, ότι δηλαδή είμαστε μια κοινωνία στην οποία τα περιστατικά διαφθοράς δεν είναι σπάνια.


Υπ’ αυτές τις συνθήκες είναι εύλογο ο έντιμος πολίτης που βλέπει τους παράνομους να πλουτίζουν χωρίς μεγάλους κινδύνους να αναρωτιέται: «Γιατί να είμαι τίμιος;». Το ερώτημα είναι πιο πιεστικό για πολίτες που συνδέονται με την κρατική εξουσία οι οποίοι όχι μόνο μπορούν εύκολα να παρανομήσουν αλλά επιπλέον βρίσκονται υπό πίεση να παρανομήσουν, όπως π.χ. αστυνομικοί, εφοριακοί, υπάλληλοι Πολεοδομίας, μέλη συμβουλίων που εγκρίνουν και εκδίδουν άδειες, μέλη εξεταστικών επιτροπών κ.ά. Η ελληνική εμπειρία δείχνει ότι τα κέρδη από τις παράνομες πράξεις μπορεί να είναι μεγάλα και συνεπώς το κίνητρο ισχυρότατο. Τι μπορεί να απαντήσει κανείς στον έντιμο πολίτη που ερωτά «γιατί εγώ να είμαι και να παραμένω τίμιος;».


Υπάρχουν τρεις απαντήσεις. Η πρώτη είναι ότι υπάρχουν πολλές πιθανότητες η απάτη να αποκαλυφθεί και ο απατεώνας να υποστεί τις συνέπειες που προβλέπει ο νόμος και τον συνακόλουθο εξευτελισμό. Η δεύτερη απάντηση είναι ότι το μακροχρόνιο συμφέρον κάθε πολίτη είναι να ζει σε μια ευνομούμενη και δίκαιη κοινωνία και συνεπώς η εντιμότητα είναι η καλύτερη πολιτική για όλους μαζί και για τον καθένα χωριστά. Η τρίτη απάντηση είναι ότι η εντιμότητα είναι αυτοσκοπός που, ανεξάρτητα από άλλα οφέλη, δίνει ένα αίσθημα ικανοποίησης και υπερηφάνειας το οποίο είναι το αντίθετο της περιφρόνησης που αισθανόμαστε για τους απατεώνες, πλούσιους ή φτωχούς, διάσημους ή άσημους, γνωστούς ή αγνώστους.


Ο κ. Θεόδωρος Π. Λιανός είναι καθηγητής Πολιτικής Οικονομίας στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών.