Ζούμε τον εξ ουρανού πόλεμο στα Βαλκάνια εκ παραλλήλου με το τέλος του ανθρωπισμού και του κοινώς αποδεκτού δικαίου. Η πιθανότητα μιας χερσαίας σύρραξης και της αντίστοιχης εμπλοκής των βαλκανικών λαών βασανίζει αναπόφευκτα τη σκέψη όλων. Αυτές τις ημέρες που διάφοροι στρατιωτικοί των γραφείων του ΝΑΤΟ εξαγγέλλουν επιθέσεις επί χάρτου που εκτελούνται διά της υπολογιστικής οθόνης, ημέρες που οι στρατιωτικοί σε όλα τα Βαλκάνια είναι βέβαιο ότι ετοιμάζονται πολλαπλώς «διά παν ενδεχόμενον», είναι ενδιαφέρον να εισχωρήσει κανείς στη σκέψη των επιτελικών αξιωματικών. Βλέποντάς τους συνήθως να εφαρμόζουν άτεγκτοι τις εντολές των πολιτικά ανωτέρων τους, τους υποθέτουμε εξ ορισμού μονοδιάστατους εκτελεστές αποφάσεων. Ωστόσο στη διάρκεια ενός πολέμου οι άμεσοι πρωταγωνιστές, όσο υψηλόβαθμοι και αν είναι, δύσκολα μπορούν να πάψουν να αισθάνονται όπως οι υπόλοιποι άνθρωποι.


Οι επιστολές που ο αξιωματικός του πυροβολικού Λεωνίδας Παρασκευόπουλος (1861-1936) έστειλε στη γυναίκα του Κούλα Νικολάου Διομήδη (1871-1964), στη διάρκεια των Βαλκανικών Πολέμων του 1912-1913, αποτελούν μαρτυρία πολύτιμη για παρόμοια ζητήματα. Ωστόσο δεν είναι η σκληρή επικαιρότητα που καθιστά σημαντικό αυτό το βιβλίο. Το βιβλίο με τις 285 σωζόμενες επιστολές είναι πρωτίστως ενδιαφέρον ως απολαυστικό επιστολικό μυθιστόρημα. Το γεγονός ότι η επικαιρότητα μεσολαβεί δραστικά στη σημερινή του πρόσληψη απλώς πολλαπλασιάζει την εμβέλεια και άρα τη χρηστική του αξία.


Ο Λεωνίδας Παρασκευόπουλος είναι πενήντα ενός ετών το 1912. Στο Μακεδονικό μέτωπο διοικεί το 2ο πεδινό σύνταγμα πυροβολικού, ύστερα τοποθετείται αρχηγός του πυροβολικού στην Ηπειρο εν όψει της κατάληψης των Ιωαννίνων και, τέλος, στον Β’ Βαλκανικό Πόλεμο, στο ελληνοβουλγαρικό μέτωπο, ορίζεται διοικητής της 10ης ευζωνικής μεραρχίας. Η γυναίκα του είναι δέκα χρόνια νεότερή του και μόλις πριν από ένα χρόνο έχει αποκτήσει το μοναδικό τους παιδί, ένα αγόρι. Ο γαμπρός του, Αλέξανδρος Διομήδης, είναι υπουργός των Οικονομικών στην κυβέρνηση του Βενιζέλου.



Ο Παρασκευόπουλος γράφει αδιαλείπτως στη γυναίκα του κάθε μέρα, κάποτε και δύο ή και τρεις φορές. Σπανίως η πολεμική εμπλοκή τον αποσπά από αυτό το καθήκον. Γράφει με μοναδική ημερολογιακή συνέπεια τα πάντα: από την πορεία των στρατιωτικών επιχειρήσεων ως τα πιο ενδόμυχα αισθήματά του.


Η εμπιστοσύνη στις στρατιωτικές του ικανότητες, που την αποτελεσματικότητά τους διαπιστώνει εμπράκτως στο πεδίο της μάχης, αποτελούν τη μία πηγή που τον εμψυχώνει στις σκληρές συνθήκες του μετώπου. Η άλλη ­ ισότιμη αν όχι και πλουσιότερη ­ πηγή είναι η καθημερινή του επιστολογραφία. Συχνά άλλωστε στη δεύτερη επιβεβαιώνει, καταγράφοντας την άμεση εμπειρία του εν θερμώ, τη στρατιωτική του επάρκεια· μάλιστα οι συγκρίσεις με τις ικανότητες των συναδέλφων του, τόσο των ισότιμων στην ιεραρχία όσο και των ανωτέρων του, καταλήγουν κατά κανόνα σε ανικανότητα, ελλείψεις κλπ. εκείνων εν αντιθέσει με τις δικές του αστείρευτες στρατιωτικές και φυσικές δυνάμεις. Υπάρχει και μία τρίτη πηγή από όπου αντλεί δύναμη ο αξιωματικός Παρασκευόπουλος: η προσδοκία ταχέος προβιβασμού του λόγω των πολεμικών συνθηκών. Αυτή όμως η προσδοκία πάντοτε συναρτάται με την άλλη προσδοκία ­ αυτήν που κατά κόρον επίσης επαναλαμβάνεται στις επιστολές του: της οικογενειακής θαλπωρής μακριά από πολέμους και στρατιωτικές εμπλοκές.


Σπανιότατα στις επιστολές προβάλλει το πρόσωπο του άτεγκτου ­ λόγω των ευθυνών ­ στρατιωτικού: Πόσους ετουφέκισα! (ενν. Βουλγάρους αιχμαλώτους) Σκληρός δεν είμαι, αλλά διοικώ και γνωρίζω τι θέλω... Συνήθως η επιστολογραφία του είναι γεμάτη από καταγραφές ιδιαιτέρως ανθρώπινες και οδυνηρές. Ωστόσο ο αξιωματικός γνωρίζει πού απευθύνεται· στη γυναίκα του που ο αδελφός της είναι υπουργός της κυβέρνησης. Είναι μάλιστα φορές που το γράμμα του περιέχει όχι απλώς νύξεις αλλά σαφείς υποδείξεις να διαβαστεί στον γαμπρό του ώστε να επηρεάσει τη στάση του πρωθυπουργού.


Ο αξιωματικός γράφει γλαφυρά, αβίαστα, δίχως περιορισμούς. Δεν γράφει απλώς για να ενημερώσει. Αλλωστε η στασιμότητα του μετώπου (ιδιαιτέρως στο Εμίν Αγά απέναντι από το Μπιζάνι) δεν περιέχει ενδιαφέροντα νέα διά τους κατοίκους των Αθηνών. Εχει συνείδηση αυτού του γεγονότος. Ο αξιωματικός γράφει για να κρατηθεί στη ζωή. Για να κρατηθεί στη ζωή πρέπει να διατηρήσει οπωσδήποτε εν ζωή τις εικόνες της οικογένειάς του. Αναδιατάσσοντας με διάφορα προσχήματα αυτές τις εικόνες στο φόντο ενός φαντασιούμενου οικογενειακού παραδείσου, πασχίζει απεγνωσμένα να ερεθίσει την άλλη πλευρά, τη συνομιλήτρια και σύντροφό του· να την βάλει στο παιχνίδι των πόθων και των προσδοκιών· να εξασφαλίσει ξανά και ξανά τη δήλωση αγάπης και οικογενειακής τρυφερότητας, να στραγγίσει κάθε πιθανότητα έγνοιας και προσήλωσης στο πρόσωπό του ως πιστού και αφοσιωμένου συζύγου.


Δεν το πετυχαίνει πάντοτε. Δεν έχουμε τις απαντήσεις της Κούλας Διομήδη. Αλλά από τα συμφραζόμενα υποψιαζόμαστε αρκετά. Με τον ίδιο τρόπο που καταλαβαίνουμε αρκετά από τα συμφραζόμενα ενός ρομαντικού επιστολικού μυθιστορήματος. Η Κούλα Διομήδη ανήκει σε οικογένεια άλλης κοινωνικής τάξεως και παιδείας· υπήρξε μία από τις πρώτες ελληνίδες ζωγράφους (μαθήτρια του Νικηφόρου Λύτρα) και οπωσδήποτε δεν συνέπιπτε με ακρίβεια στο πρότυπο που είχε πλάσει ο αξιωματικός για τη σύντροφό του: εκείνος ως φαίνεται την θέλει αυστηρά περιορισμένη στα του οίκου. Δεν είναι τυχαίο ότι ο αξιωματικός μέμφεται την Αννα Παπαδοπούλου, αδελφή του Παύλου Μελά, που είναι εθελόντρια νοσοκόμα στο μέτωπο.


Ο Παρασκευόπουλος έχει ήδη ζήσει κάποια χρόνια έγγαμου βίου με την Κούλα Διομήδη· η συνεχώς επαναλαμβανόμενη προσδοκία ενός μελλοντικού οικογενειακού παραδείσου μπορεί να ερμηνευθεί παντοιοτρόπως, πάντως όχι με μοναδική αιτιολογία τις συνθήκες του μετώπου. Τα οικογενειακά προβλήματα διογκώνονται μετά το τέλος του πολέμου, στο παρατεταμένο διάστημα πριν από την αποστράτευση, όπου ο στρατηγός ­ πλέον ­ Παρασκευόπουλος στην κυριολεξία κλαίει και οδύρεται εφόσον διαισθάνεται κάποια ψυχρότητα από τις απαντήσεις της συζύγου του (ούτε μ’ εγνώρισες, ούτε μ’ εννόησες, ούτε μ’ εξετίμησες). Είναι μάλιστα τόση η στενοχώρια του επειδή η επιστολογραφία του δεν προκαλεί το αναμενόμενο ενδιαφέρον στη γυναίκα του, που για ολόκληρο διάστημα στις επιστολές του αποφεύγει συνειδητώς να γράφει προσωπικές αγωνίες και πόθους: Εσκέφθην δε το καλλίτερον, να σοι γράψω πως ήρχισεν ο πόλεμος με την Βουλγαρίαν. Πράγματι παρεμβάλλει ολόκληρες εκθέσεις πολεμικών πεπραγμένων στις επιστολές του, γραμμένες στο ίδιο σοβαρό ύφος που δέκα χρόνια μετά θα τις παραθέσει στις δημοσιευμένες Αναμνήσεις του!


Οπως και στο ημερολόγιο (πλασματικό ή αυθεντικό) έτσι και στην επιστολογραφία τα θέματα που θίγονται είναι πάρα πολλά. Η πολιτική είναι από τα βασικότερα: ο αξιωματικός ασκεί ανηλεή κριτική σε βενιζελικούς και μη. Στη δεινότερη μάλιστα ώρα του μετώπου στην Ηπειρο, μέσω του γαμπρού του παρακινεί τον Βενιζέλο να μην προχωρήσει στην κατάληψη των Ιωαννίνων. Μόλις πέντε ημέρες πριν από την κατάληψη του Μπιζανίου διαμαρτύρεται ότι δεν αξίζει τόσος κόπος, τόσες ζωές κλπ. Φτάνει μάλιστα στο σημείο να υποβιβάζει την εν γένει σημασία της Ηπείρου: Γιατί επί τέλους είναι πολύ ορεινός τόπος, πουθενά πεδιάς, πλην της Αρτης – Φιλιππιάδος. Επειτα και ο κόσμος περίεργος, των άκρων, ή μεγάλοι πατριώται, ή παλιανθρώποι, μέσος όρος δεν υπάρχει, άρρενες και θήλεις κατάσκοποι, ανήθικοι. […] Ας αφήσωμεν προς στιγμήν τας ιδέας και ας έλθωμεν εις την πραγματικότητα.


Η πραγματικότητα είναι μία: στις δεινές βαλκανικές μας ημέρες το επιστολογράφημα του Λεωνίδα Παρασκευόπουλου μπορεί να διαβαστεί ως η άλλη πλευρά της Ζωής εν Τάφω. Από την πλευρά των υψηλόβαθμων στρατιωτικών, από την πλευρά της Ζωής εκ του Παρατηρητηρίου, ο πόλεμος, αν και λιγότερο επικίνδυνος από την πρώτη γραμμή του πυρός, παραμένει εξίσου αποτρόπαιος. Ο άνθρωπος, όποια στολή και αν φοράει, εμπρός στη βία παραμένει ο ίδιος. Ανύποπτα τρωτός στην ψυχή και στο σώμα.


Ο κ. Αρης Μαραγκόπουλος είναι συγγραφέας. Από τις εκδόσεις Κέδρος κυκλοφορεί το μυθιστόρημά του «Οι τελευταίες μέρες του Βενιαμίν Σανιδόπουλου».