Το ερχόμενο Σάββατο συμπληρώνονται εκατό χρόνια από τη γέννηση του μεγάλου καλλιτέχνη.


«Η πραγματική μουσική πρέπει να αντανακλά το πνεύμα και τις εμπνεύσεις ενός λαού και μιας εποχής. Ο δικός μου λαός είναι οι Αμερικανοί. Και η εποχή μου το παρόν». Αυτή η τόσο ξεκάθαρη και συμπαγής αντίληψη για την ουσία και τη λειτουργία της μουσικής ίσως είναι και η «μαγική» δύναμη που έκανε το «θαύμα»: το ταλέντο ενός μικρού ρωσοεβραίου γιου μεταναστών, του Jacob Gershovitz, να γίνει η (μουσική) φωνή της Αμερικής. Ο Τζορτζ Γκέρσουιν (με αυτό το όνομα κατέκτησε την Αμερική ο μικρός Ρωσοεβραίος που μεγάλωσε στο Μπρούκλιν) πρέπει να πίστευε βαθιά στην αλήθεια αυτής της ρήσης του.


Ο Γκέρσουιν ήταν 19 χρόνων όταν το τραγούδι του «Swanee» πούλησε μέσα σε ένα χρόνο δύο εκατομμύρια δίσκους. Αυτή ήταν η πρώτη μεγάλη επιτυχία του. Ακολούθησαν πολλές ακόμη στη σύντομη ζωή του και όχι μόνο σε ένα πεδίο. Μπορεί να έγινε γρήγορα θρύλος από τα τραγούδια του αλλά κατάφερε να διαγράψει και μια εντυπωσιακή τροχιά στη συμφωνική μουσική και στην όπερα. Τα έργα του σε αυτές τις μορφές είναι στην πραγματικότητα ελάχιστα: ένα κοντσέρτο για πιάνο, η περίφημη «Rhapsody in blue», το υπέροχο «An American in Paris», η «Cuban overture» και η όπερα «Porgy and Bess» είναι το μεγαλύτερο και πιο σημαντικό μέρος των συνθέσεών του, ο απολογισμός του σε αυτά τα μουσικά είδη. Ακριβώς όμως επειδή είναι τόσο λίγα και ακριβώς επειδή έχουν τις εμφανείς αδυναμίες που έχουν, είναι ιδιαίτερα σημαντικό ότι ο δημιουργός τους ταυτίστηκε στη διεθνή μουσική κοινή γνώμη με την έντεχνη αμερικανική μουσική ενώ εξέφρασαν τον θαυμασμό τους γι’ αυτόν κάποιοι από τους σημαντικότερους συνθέτες της εποχής του, όπως ο Σένμπεργκ, o Ραβέλ και o Πουλένκ.


Ο Γκέρσουιν ήταν από τη φύση του εξαίρετος τραγουδοποιός. Μπορούσε να αυτοσχεδιάζει επί ώρες στο πιάνο κόβοντας την ανάσα όσων τον άκουγαν (είναι ίσως ο μοναδικός συνθέτης του οποίου οι αυτοσχεδιασμοί έχουν εκδοθεί σε παρτιτούρες) αλλά δεν μπόρεσε ποτέ να διαβάσει καλά μια πολύπλοκη μουσική γραφή ούτε να ερμηνεύσει χωρίς προβλήματα ένα μικρό έστω κομμάτι για πιάνο του Ντεμπυσί. Βέβαιον είναι ότι είχε το ταλέντο να χειρίζεται εξαίρετα τη μελωδία και να γράφει ακαταμάχητα τραγούδια τα οποία κέρδιζαν το ενδιαφέρον, ήταν πάντα εύληπτα και αμέσως αναγνωρίσιμα. Το κύριο επίτευγμά του στον συμφωνικό χώρο ήταν ότι κατάφερε να δώσει μια πρώτη ταυτότητα, ένα ευρέως αναγνωρίσιμο σημείο αναφοράς, σε μια εθνική σχολή μιας μεγάλης χώρας από την οποία όμως έλειπε η παράδοση. Παράδοση που άρχισε να δημιουργείται λίγο πριν από αυτόν και που παρέμενε αφανής και ανίκανη να κεντρίσει το διεθνές ενδιαφέρον της εποχής της. Βέβαια, αυτό που ήταν ευχή για την εμβρυώδη αμερικανική μουσική της εποχής του ήταν ίσως κατάρα για κάποιους από τους συνθέτες της πατρίδας τους, των οποίων η μουσική έπρεπε τώρα να προσδιορίζεται εν πολλοίς σε σχέση με τη διαμορφωμένη από τον Gershwin αμερικανική ταυτότητα. Δηλαδή, από το πόσα στοιχεία τζαζ ή εβραϊκών ύμνων περιείχε (το κύριο άκουσμα του νεαρού Γκέρσουιν στις συναγωγές του Νοτιοανατολικού Μανχάταν), από το πόσο αυτοσχεδιαστικός έμοιαζε ο χαρακτήρας της ή ακόμη και από το πόσο εύληπτη μπορούσε να είναι για το πλατύτερο κοινό.


Περισσότερο όμως και από τα συμφωνικού χαρακτήρα έργα του εκείνη που έκανε τη μεγαλύτερη εντύπωση ήταν η όπερά του «Porgy and Bess», η οποία γράφτηκε μόλις δύο χρόνια πριν από τον θάνατό του. Ηταν, από πολλές πλευρές, ένα επαναστατικό έργο. Μια όπερα με θέμα βγαλμένο από την καθημερινή ζωή των μαύρων της Αμερικής, μια «λούμπεν» όπερα, την οποία οι λευκοί δέχθηκαν τελικά να ακούσουν, να αποδεχθούν και να εντάξουν στο ρεπερτόριο της ιερής τέχνης τους. Μια όπερα που δεν ήταν μόνο βγαλμένη από τη ζωή των πιο ταλαιπωρημένων ανθρώπων της κοινωνίας του (ο Γκέρσουιν πέρασε το καλοκαίρι του 1934 σε ένα νησάκι της Νότιας Καρολίνας γράφοντας το έργο μέσα στο περιβάλλον της πλοκής του) αλλά και που απευθυνόταν κυρίως σε αυτούς. Και που και πάλι η δομή της ήταν σφραγισμένη από τις ισορροπίες που χαρακτηρίζουν όλο το έντεχνο κομμάτι του έργου του.