Ο ιδιοφυής παράφρων
Οταν η Αυτού Μεγαλειότης ο Μάρτιν Σκορσέζε ανακοίνωσε την περασμένη Κυριακή τη βράβευση του κ. Ρομπέρτο Μπενίνι, η αίθουσα προετοιμάστηκε ψυχολογικά. Για τι άλλο; Για την προσφιλή μίνι παράσταση του ιταλού κωμικού με την κινησιολογία πιωμένης μπαλαρίνας. Εισέβαλε, όπως πάντα, ξεκαρδισμένος, γονάτισε στα πόδια του προέδρου του 51ου Φεστιβάλ των Καννών και εν συνεχεία φίλησε τα λοιπά μέλη της Κριτικής Επιτροπής (όχι και τόσο επώδυνο το καθήκον αν σκεφθεί κανείς ότι σε αυτήν περιλαμβάνονταν η Κιάρα Μαστρογιάνι και η Γουινόνα Ράιντερ). Κάποιοι εξεπλάγησαν με την απόφαση να του απονεμηθεί το Μεγάλο Ειδικό Βραβείο. Ισως γιατί μια κωμωδία με θέμα τα ναζιστικά στρατόπεδα συγκεντρώσεως θεωρήθηκε υπέρ το δέον προκλητική. «Δεν είναι όμως «Η λίστα του Σίντλερ» και ούτε παριστάνει ότι είναι κάτι τέτοιο» θα αναλάβει μάρτυρας υπεράσπισης ο Φράνκο Παβοντσέλο, επίτροπος Πολιτισμού της Εβραϊκής Κοινότητας της Ρώμης. «Είναι ένα παραμύθι για τις ανθρώπινες αξίες και για το πώς ένα στρατόπεδο συγκεντρώσεως μπορεί να καταστρέψει αυτές τις αξίες».
Οχι βέβαια ότι και ο ίδιος ο Μπενίνι δεν δηλώνει ειδικός στις ολοσχερείς καταστροφές πασών των αξιών! Αυτός είναι άλλωστε και ο βασικός λόγος που οι ένθερμοι φαν του τον αντιμετωπίζουν ως μια αν και κατά τι αποτυχημένη διασταύρωση των Τοτό, Γκράουτσο Μαρξ και Μπάστερ Κίτον. Ενώ οι εξίσου ένθερμοι εχθροί του επιμένουν ότι πρόκειται για την ιταλική εκδοχή του χλιαρότατου Τζιμ Κάρεϊ. Εντάξει, υπάρχει και μια τρίτη υποκατηγορία που διακηρύσσει ότι έχουμε να κάνουμε με τον Γούντι Αλεν της Αδριατικής, άποψη που δεν τον βρίσκει καθόλου, μα καθόλου, σύμφωνο. «Για μένα είναι πολύ πιο δύσκολο να είσαι ο Ρώσος Μαστρογιάνι από το να είσαι ο Ιταλός Αλεν… Αυτό που θα μου άρεσε περισσότερο από όλα είναι να ήμουν η Ελβετή Αννα Μανιάνι, δεν καταφέρνω όμως να βρω το στυλ που θα με κάνει αντάξιό της. Οπως και να έχει, στόχος μου ήταν ανέκαθεν να γίνω η Ελβετή Αννα Μανιάνι…».
Ο Ρομπέρτο Μπενίνι αφίχθη στον μπερδεμένο ετούτο κόσμο για να τον μπερδέψει ακόμη περισσότερο στις 27 Οκτωβρίου 1952. Στο χωριουδάκι Μιζερικόρντια (που μα είναι δυνατόν; σημαίνει «Διχόνοια») του Αρέτσο (Κεντρική Ιταλία). Για κάποιον μυστηριώδη λόγο οι μνήμες από εκείνα τα πρώτα χρόνια στο σπίτι με τη μάμα, τον παπά και τις σορέλε (αδελφές) του είναι μάλλον πενιχρές. «Από την παιδική μου ηλικία δεν θυμάμαι τίποτα ως τα 10 μου χρόνια. Ο,τι γνωρίζω το οφείλω στις αφηγήσεις των γονιών μου. Ως τα 16 μου ήμουν το ακριβώς αντίθετο του «Διαβολάκου» (σ.σ. ο ρόλος με τον οποίο έχει για ευνόητους λόγους ταυτισθεί). Δεν μιλούσα σχεδόν καθόλου, ήμουν αδύνατος, άσχημος, χωρίς δόντια και μάλλον τριχωτός. Η μαμά μου πίστευε ότι κάποιος μου είχε κάνει μάγια και με τραβούσε σε μάγισσες και παντός είδους καφετζούδες και χαρτορίχτρες για να με ξεματιάσουν. Γι΄ αυτό άλλωστε στις ταινίες μου παραθέτω συχνά μάγισσες. Είναι από τα λίγα θέματα μαζί με το σεξ και τη θρησκεία που κατέχω τόσο καλά. Για τον ίδιο λόγο δεν θα γύριζα ποτέ ένα φιλμ π.χ. για την Κεϋλάνη». Το τερατόμορφο αυτό βιογραφικό συνεχίζεται χωρίς τον παραμικρό ειρμό: «Εφθασα ως το σημείο να γίνω παπάς στ΄ αλήθεια αλλά ευτυχώς με έσωσε ο κατακλυσμός του ΄66. Βλέπετε, όταν συνέβη, βρισκόμουν στη Φλωρεντία (σ.σ. την πόλη που επλήγη περισσότερο) στους ιησουίτες. Μετά από τις πλημμύρες απλά άλλαξα γνώμη».
Ακολουθεί η θητεία του σε ντόπιους περιοδεύοντες θιάσους. Μετά, μπόλικη τηλεόραση. Η παρθενική του συνεργασία έφερε τον αρκετά εύγλωττο τίτλο «Televacca» («Τηλεαγελάδα»). Θα είναι σχεδόν αναπόφευκτο να σκοντάψει λίγο αργότερα και στη μεγάλη οθόνη. Ανάμεσα στις αλλοπρόσαλλες ταινίες της πρώιμης περιόδου του αναφέρουμε ενδεικτικά τα «Αγρια κρεβάτια» και «Το φεγγάρι» (1979) και το «Ζητείται άσυλο» (1980). Χωρίς ούτε και ο ίδιος να το περιμένει, γίνεται περιζήτητος στα κινηματογραφικά σετ των «μακαρονάδων». Αυτό βέβαια δεν θα τον πείσει να αλλάξει ριζικά τις παιδιόθεν συνήθειές του: «Το επάγγελμα του ηθοποιού είναι πάνω από όλα ζήτημα μιας ανεξάντλητης ενέργειας: φυσικής, σεξουαλικής, ερωτικής, διανοητικής. Ομολογώ ότι αισθάνομαι πολύ κοντά στον χαρακτήρα του Πινόκιο, περίεργος και πανούργος. Κοιμάμαι πολύ, 12-14 ώρες την ημέρα, και λατρεύω να ζω τη νύχτα διότι, όπως έλεγε ο Μπαλζάκ, «το φως είναι ο εχθρός της σκέψης»». Για παρεμφερείς λόγους ο μη έχων σώας τας φρένας κωμικός δείχνει μια ιδιαίτερη προτίμηση στις παρενέργειες του τζετ λανγκ: «Το λατρεύω. Είναι από τα πιο αγαπημένα μου πράγματα στον κόσμο. Είναι ωραίο να ξυπνάς στις 4.30 τα ξημερώματα, να αισθάνεσαι για κάποιο λόγο ωραία αλλά να μην έχεις ιδέα τι ώρα είναι».
Με τον «Διαβολάκο» το 1988 ο αεικίνητος Βελζεβούλ παίρνει τον πρώτο του περίπατο στον πλανήτη (και κάνει τη ζωή μαύρη για τον συμπρωταγωνιστή του Γουόλτερ Ματάου). Το Χόλιγουντ αρχίζει να περισυλλέγει πληροφορίες για το γελοίο αυτό πλάσμα που γεμίζει άθελά του σκοτεινές αίθουσες με το κιλό. Η Ντίσνεϊ δεν θα διστάσει λίγο αργότερα να του προτείνει ένα πενταετές συμβόλαιο (με την προϋπόθεση βεβαίως να μαζέψει όλα τα κακά του πνεύματα και να τα μεταφέρει στα στούντιο της εταιρείας). «Αρνήθηκα όμως διότι απλούστατα δεν είχα ιδέα από τις αμερικανικές μεθόδους». Ετσι η άλλη πλευρά του Ατλαντικού αρκέστηκε τι άλλο θα μπορούσε να κάνει; στο να αγοράζει δικαιώματα για επίδοξα ριμέικ των ταινιών του…
Μόνο ο Τζιμ Τζάρμους θα κατορθώσει να τον απαγάγει για λίγο. Για τις ανάγκες τού «Στην παγίδα του νόμου», δύο χρόνια νωρίτερα. Θα υποδυθεί τον… Ρομπέρτο, τον ιταλό συγκάτοικο του Τομ Γουέιτς και του Τζον Λιούρι σε ένα κελί των φυλακών της Νέας Ορλεάνης. Ο χαρακτήρας του, όπως άλλωστε και ο αληθινός Μπενίνι τότε, γνωρίζει ελάχιστες φράσεις στα αγγλικά, τις οποίες και έχει γραμμένες σε ένα υποτυπώδες σημειωματάριο που κουβαλά πάντοτε μαζί του. Η εν λόγω συνεργασία θα του δώσει για πρώτη φορά την ευκαιρία να πιει ένα ποτηράκι Τζακ Ντάνιελς με τον αγαπημένο του μουσικό, τον Γουέιτς (ο άλλος είναι ο Μπαχ).
Η επιδρομή του θα συνεχισθεί με τα «Η φωνή του φεγγαριού» (1990) του Φελίνι, «Τζον Στεκίνο, ο οδοντογλυφίδας» (1991), «Μια νύχτα στον κόσμο» (1992) και πάλι του Τζάρμους (όπου υποδύεται τον Τζίνο, έναν ταξιτζή με… αδυναμία στα πρόβατα), «Ο γιος του Ροζ Πάνθηρα» (1993) του Μπλέικ Εντουαρντς. Και φυσικά με το ανεκδιήγητο «Τέρας» (1994), σε σκηνοθεσία του εαυτού του. Αυτή τη φορά υποδύεται τον Λόρις, έναν τρελαμένο τυπάκο με ανεμοδαρμένη κόμη και τσαλακωμένο κοστούμι που περνιέται για serial killer. Θα τον ρωτήσουν επανειλημμένως πώς από ένα τόσο αιμοσταγές θέμα κατάφερε να χτίσει μια τέτοια κωμωδία και εκείνος θα θυμίσει τον «Δικτάτορα» του Τσάρλι Τσάπλιν. «Το πιο τραγικό θέμα είναι πάντα και το πιο ποιητικό» εξηγεί. Ισως γι΄ αυτό δεν έχει αποκλείσει από τη μελλοντική φιλμογραφία του και έναν σαιξπηρικό ρόλο! Η μαύρη αλήθεια είναι ότι, όταν κάποτε του ζητήθηκε να καταθέσει το ιδεώδες πακέτο συντελεστών μιας ταινίας, απάντησε: «Για το σάουντρακ ο Μότσαρτ, για το σενάριο ο Σαίξπηρ και ο Δάντης, για τον φωτισμό ο Αϊνστάιν…». Και αν και δεν τους μάζεψε όλους αυτούς την περασμένη εβδομάδα στις Κάννες, η ζωή παραμένει… ωραία.