«Ο Σεφέρης με λυτρώνει»




Ομολογεί ότι η σχέση του με την ποίηση αποκαταστάθηκε τα τελευταία 20 χρόνια. Πρωτύτερα διάβαζε ποίηση χωρίς να την απολαμβάνει. «Είχα μανία με τα μυθιστορήματα και τα θεατρικά κείμενα. Δεν είχα σταθεί στην ποίηση. Γιατί αν δεν σταθείς να της ψάξεις, δεν μπορείς να νιώσεις τη λειτουργία της». Αφορμή στάθηκε μια γυναίκα που του διάβαζε ποιήματα. «Παρ’ όλο που τώρα στην παράσταση μεταφέρω, μέσα από τον ηθοποιό Φέρτη, κείμενα και ποιήματα του Σεφέρη, δεν θα έλεγα ότι την κατέχω. Με γοητεύει αλλά δεν μπορώ να πω ότι ξέρω τον Σεφέρη. Και ας διάβασα πολύ και ας ασχολήθηκα πολύ με το έργο του, κυρίως σε ό,τι αφορούσε την παράστασή μας. Διάβασα για τη ζωή του. Δεν είναι απλό να γίνεις γνώστης ενός ποιητή. Και θεωρώ τον Σεφέρη δύσκολο. Αναρωτιέμαι αν ερμηνεύω σωστά αυτά που ήθελε να πει ο ποιητής». Αναρωτήθηκε αν θα έπρεπε, στην προετοιμασία της παράστασης, να ακούσει τη φωνή του ποιητή να διαβάζει τα ποιήματά του. Τελικά αποφάσισε να μην το κάνει. Και ας ήθελε να ακούσει πώς ο ίδιος ο δημιουργός αποδίδει τα νοήματά του, πού δίνει έμφαση. «Τον είχα ακούσει πριν από πολλά χρόνια αυτόν τον δίσκο και απ’ ό,τι θυμάμαι άφηνε τα ίδια τα κείμενα να δημιουργήσουν τις εντυπώσεις και τις εικόνες που θέλουν».


Ενας ποιητής, ο Γιώργος Σεφέρης. Μια γυναίκα. «Η γυναίκα αντιπροσωπεύει όλες τις γυναίκες μέσα στην ποίησή του. Είναι η θάλασσα. Είναι η Ελλάδα. Είναι η γυναίκα – μάνα. Είναι η πατρίδα». Γύρω του υπάρχουν οι χορεύτριες. «Μέσα από την παράσταση δημιουργούνται εικόνες. Αλλά αυτό δεν είναι η ποίηση;» θέτει μόνος του την ερώτηση, θεωρώντας αυτονόητη την παράσταση. Αλλά θέτει και άλλη μία ερώτηση στον εαυτό του: «Εχει ανάγκη η ποίηση να την υποστηρίξεις με εικόνες;». «Νομίζω», απαντά, «ότι οι εικόνες που δημιουργούνται στην παράστασή μας δεν είναι απόλυτα συγκεκριμένες. Κάθε θεατής θα πάρει μια διαφορετική εντύπωση· τη δική του». Χρειάζεται η ποίηση το θέατρο για να περάσει στο κοινό; «Δεν το ξέρω αυτό. Μπορεί και εις βάρος του Σεφέρη ποιητή εγώ να περνάω καλά πάνω στη σκηνή. Μπορεί και εις βάρος της ουσίας του έργου του. Ξέρω όμως ότι μέσα από αυτή την παράσταση γνώρισα και μπόρεσα να θαυμάσω τον ποιητή. Και αυτό είναι το πιο σημαντικό. Βλέπω όμως ότι μέρος του κοινού ενθουσιάζεται με αυτό που βλέπει, ενώ κάποιοι άλλοι δεν καταφέρνουν να παρακολουθήσουν τα νοήματά του. Πάντως νιώθω ευτυχής που το έκανα. Αξιζε τον κόπο. Σε κάθε παράσταση λυτρώνομαι».


Τι είναι αυτό που άγγιξε τον ηθοποιό Γιάννη Φέρτη στην ποίηση του Γιώργου Σεφέρη; «Η αλήθεια είναι τώρα βρίσκομαι ακόμη μπερδεμένος ανάμεσα στην ποίηση και στην παράσταση. Ισως να με συγκινεί ένα κείμενο ή ένα ποίημα επειδή το έχω συνδέσει με μια δεδομένη στιγμή της παράστασης. Προτού ξεκινήσω τις πρόβες λειτουργούσα ως αναγνώστης· όταν δούλευα μόνος μου τα κείμενα και έψαχνα να βρω το νόημά τους. Η συγκίνηση για μένα ήταν πολύ μεγάλη όταν ανακάλυπτα ή νόμιζα πως ανακάλυπτα κάτι».


Στέκεται στο θέμα του Νομπέλ, σε όσα διάβασε για τις αντιδράσεις που είχαν τότε δημιουργηθεί. Και επανέρχεται στην προσωπικότητά του: «Αυτό που κυρίως με συγκινεί είναι η αγωνία του για την Ελλάδα. Η πίκρα του για την Ελλάδα και η λατρεία του για τους έλληνες ποιητές, την αρχαία Ελλάδα. Ερχεται και ξανάρχεται στα κορμιά και στα σπασμένα μάρμαρα, στη διαλυμένη Ελλάδα που δεν ξέρει πού βαδίζει. Ολα αυτά με συγκινούν πολύ». Δεν ξέρει όμως ποια θα είναι η συνέχεια. «Ισως», μονολογεί, «να ήταν μια παρένθεση στην πορεία μου. Ισως και όχι».


Τα πράγματα όμως έρχονται να τον διαψεύσουν. Η σχέση του με την ποίηση και τους ποιητές καλά κρατεί. Μία ημέρα πριν από την αθηναϊκή πρεμιέρα της παράστασης «Οπου και να ταξιδέψω…» θα διαβάσει ποίηση Διονυσίου Σολωμού στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών, στα πλαίσια της μουσικής βραδιάς «Και ρόδο μέσα μου πολύ». Αλλά δεν είναι μόνον αυτό. Το 1975 είχε υποδυθεί στην τηλεόραση τον Διονύσιο Σολωμό, σε μια σειρά για τη ζωή και το έργο του. «Αλλά ξέρεις ποιο είναι το περίεργο; Τότε είχα διαβάσει, είχα μελετήσει, είχα μάθει τα πάντα για τον Σολωμό. Μετά όμως τελείωσε. Ηταν και αυτός άλλος ένας ρόλος. Αν με ρωτήσεις τώρα να σου μιλήσω για τον Σολωμό, θα θυμηθώ μόνο τα πολύ γνωστά. Αρα καταλήγω να πω ότι και με τους ποιητές ασχολούμαι ως ηθοποιός, ως ρόλος. Ολα αυτά όμως μένουν μέσα μου και επηρεάζουν ή και καθορίζουν την πορεία μου. Μέσα από όλα αυτά διαμορφώνομαι». Πέρυσι άλλωστε πάλι στον Βόλο, με τη Συμφωνική Ορχήστρα της πόλης, διάβασε το «Αξιον εστί» του Ελύτη. Σολωμός, Ελύτης, Σεφέρης. Δεν είναι και λίγο. Αλλωστε διαθέτει μια από τις πιο χαρακτηριστικές φωνές του ελληνικού θεάτρου ­ και της διαφήμισης. «Κι εδώ είναι ο κίνδυνος» λέει με μια (αυξημένη) αίσθηση αυτογνωσίας. «Να μη διαβάζω τον Σεφέρη όπως λέω τα διαφημιστικά κείμενα!».


Η φωνή στο θέατρο και στον κινηματογράφο, στην ποίηση, ακόμη και στη διαφήμιση. Πόσο τελικά επηρέασε την πορεία του Γιάννη Φέρτη στην τέχνη; «Σαφώς και έχει επηρεάσει. Καμιά φορά όμως η φωνή μπορεί να σε ξεγελάσει. Ισως ένας άνθρωπος, ένας καλλιτέχνης με λιγότερο ωραία «φωνή» να αποδίδει καλύτερα και σωστότερα τα νοήματα. Δεν αρκεί η φωνή». Από τότε που ανακάλυψαν τη φωνή του οι διαφημιστές («εγώ όχι μόνο δεν το είχα σκεφθεί αλλά στην αρχή αρνιόμουν να τη «δανείσω» στα σποτ» λέει) έχουν περάσει 20 χρόνια σχεδόν. «Αρχικά το ξεκίνησα για τα λεφτά· χρωστούσα λεφτά στο θέατρο και αυτός ήταν ένας τρόπος να αντιμετωπίσω τα χρέη μου. Οταν έπαψα να έχω χρέη, κατάλαβα ότι θα μπορούσα με τη διαφήμιση να βγάζω επιπλέον χρήματα. Κι έτσι άρχισα και τώρα συνεχίζω». Πόσο εύκολο ή δύσκολο είναι για έναν ηθοποιό να πει ένα διαφημιστικό σποτάκι; «Εξαρτάται. Κάτι που φαίνεται εύκολο μπορεί να αποδειχθεί δύσκολο. Μετά μπορεί εμένα να μου φαίνεται παράλογο αυτό που έχω να πω. Ο διαφημιστής έχει όμως τον στόχο του. Αν λειτουργήσω ως ηθοποιός, τότε δυσκολεύομαι περισσότερο. Προσπαθώ να το δω αυτόνομα». Αναπτύσσεται στον ηθοποιό το αίσθημα ότι προδίδει την τέχνη του: «Ναι, το σκέφτομαι αυτό. Αλλά είναι τόσες οι φορές που τον έχω προδώσει και με άλλα πράγματα, πιο θεατρικά, που αυτό είναι πταίσμα».


Με περισσότερα από 30 χρόνια στο θέατρο, ο Γιάννης Φέρτης εξακολουθεί να αγαπά αυτό που κάνει. Δεν ανήκει στους ηθοποιούς που «βαριούνται» να παίξουν για μια ολόκληρη σεζόν ή και δύο τον ίδιο ρόλο στο ίδιο έργο. «Το έκανα πρόσφατα με τον «Γλάρο» και μάλιστα το ευχαριστήθηκα. Βαριέμαι μόνο όταν δεν μου αρέσει αυτό που κάνω. Εστω και αν η παράσταση εκλαμβάνεται ως επιτυχία. Μου έχει συμβεί πολλές φορές να περιμένω να περάσει ο χρόνος για να τελειώσουν οι παραστάσεις επειδή πλήττω. Είναι εγωιστικό αλλά θέλω να είμαι πάντα καλός. Αν δεν νιώθω ότι παίζω καλά δεν το ευχαριστιέμαι. Αλλά αυτό είναι κάτι που το θέλουμε όλοι».


Μαζί με την Ξένια Καλογεροπούλου έγινε από νωρίς θιασάρχης. Τα χρόνια τότε δεν ήταν εύκολα. Εκανε και ταινίες για να βγάζει λεφτά και να τα ρίχνει στο θέατρο. Μόνος του μετά, εξακολούθησε να έχει τον δικό του θίασο ­ και την εποχή όπου έπαιζε μαζί του η Μιμή Ντενίση. Τα τελευταία χρόνια όμως έχει επιλέξει να κινείται πιο ελεύθερα, χωρίς τις δεσμεύσεις του θιασάρχη. Ωστόσο δεν αισθάνεται ότι έχει την απόλυτη πολυτέλεια να κάνει αυτό που θέλει. «Εχω την πολυτέλεια τα τελευταία χρόνια να μην κάνω κάτι που δεν θέλω. Επιλέγω τι θα κάνω. Δεν έχω την ανάγκη της επιβίωσης πια. Και αυτό μου δίνει μια ελευθερία. Δεν θέλω όμως να μπαίνω σε διαδικασίες στησίματος μιας δουλειάς».


Για τον χειμώνα αιωρείται μια συνεργασία του με τον Γιάννη Μπέζο: «Αυτό θα γίνει αν βρούμε έργο και αν αρέσει και στους δύο μας. Προς το παρόν όλα είναι υπό συζήτηση και υπό σκέψη. Εχουμε κάνει μια πρώτη κουβέντα». Ανεξαρτήτως του τι θα γίνει στο θέατρο, με τον Γιάννη Μπέζο ­ με τον οποίο είναι και φίλοι ­ θα συνεργασθούν στη μικρή οθόνη για μια κωμική σειρά που προορίζεται για το Mega. «Στην τηλεόραση παίζω συνήθως σε κοινωνικές σειρές, τον γοητευτικό εραστή… Τώρα κάνω κάτι διαφορετικό. Μάλλον τον αντι-εραστή κάνω. Ο Μπέζος είναι ετεροθαλής αδελφός μου. Εγώ ζω με τη μάνα μου, η οποία και με καταπιέζει» (σ.σ.: τον ρόλο της μητέρας του υποδύεται η Δέσποινα Μπεμπεδέλη, με την οποία έπαιζαν μαζί στο θέατρο το 1964). «Παίζω έναν πενηντάρη που μετά από τόσα χρόνια καταπίεσης αποφασίζει να παντρευτεί. Και τότε η μάνα μου πέφτει να πεθάνει, γιατί δεν θέλει να με αφήσει να παντρευτώ. Τα πράγματα όμως περιπλέκονται όλο και περισσότερο, για να καταλήξουμε σε ανατροπές και κωμικές καταστάσεις». Το σενάριο της σειράς υπογράφει η Κάκια Ιγερινού, την οποία ο Γιάννης Φέρτης εκτιμά και εμπιστεύεται πολύ. Τα γυρίσματα θα αρχίσουν στα τέλη Μαΐου. «Η Κάκια, με την οποία είμαστε φίλοι, ξεκίνησε να γράφει σενάρια για μένα. Ηταν μια ενδιαφέρουσα ιστορία, η οποία ωστόσο απαιτούσε μια πολυέξοδη παραγωγή, και τότε δεν ήταν εύκολο να γίνει. Ετσι το σενάριο έμεινε, αλλά η Κάκια άρχισε να γράφει συστηματικά».


Η παράσταση «Οπου και να ταξιδέψω…» (στιγμές και μνήμες Γιώργου Σεφέρη) κάνει πρεμιέρα στην Αθήνα την Παρασκευή στις 9 μ.μ. στο θέατρο «Πόρτα», με τον Γιάννη Φέρτη. Πρόκειται για μια παραγωγή του ΔΗΠΕΘΕ Βόλου, στα πλαίσια της ενότητας «Λογοτεχνία επί σκηνής». Σενάριο Α. Κ. Χριστοδούλου – Θέμης Μουμουλίδης, σκηνοθεσία Θ. Μουμουλίδης, μουσική Δημήτρης Παπαδημητρίου, χορογραφίες Κωνσταντίνος Ρήγος, φωτισμοί Κώστας Τατάκος. Τα τραγούδια της παράστασης ερμηνεύει ο Κώστας Θωμαΐδης. Συμμετέχει το χοροθέατρο «Οκτάνα» με τις χορεύτριες Ρούλα Κουτρουμπέλη, Ελενα Τοπαλίδου, Ελενα Ευαγγελοπούλου. Συμμετέχουν οι ηθοποιοί: Αγγελική Δημητρακοπούλου, Χάρης Ασημακόπουλος, Γιάννης Κοτσαρίνης καθώς και ο πιανίστας Ζαφείρης Κουκουσέλης. Παραστάσεις ως 10/5.