Δεν αποτελεί είδηση το γεγονός ότι όλες οι προβλέψεις για την πορεία του Ντόναλντ Τραμπ έπεσαν έξω. Πρώτον, κέρδισε τις εκλογές (έστω και με τρία εκατομμύρια ψήφους λιγότερες από την αντίπαλό του) ενώ έγκυροι αναλυτές και αναξιόπιστες, όπως αποδείχθηκε, δημοσκοπήσεις έδιναν την πρωτιά στη Χίλαρι Κλίντον. Και δεύτερον, έπεσαν επίσης έξω όλοι εκείνοι που υποστήριζαν ότι αποκλείεται να κάνει όσα λέει. Τώρα όχι μόνον τα κάνει, αλλά κάνει και πολλά χειρότερα από όσα είχε πει προεκλογικά, βάζοντας μάλιστα στο στόχαστρο τους δημοσιογράφους εκείνους που τον επικρίνουν. Κάτι δηλαδή ανάλογο με αυτό που συμβαίνει και με τον δικό μας πρωθυπουργό. Η είδηση όμως είναι αλλού.

Η επιρροή του Τραμπ δεν περιορίζεται μόνον στους γνωστούς μας ακροδεξιούς ευρωπαίους ηγέτες, δίνοντας αέρα στα πανιά τους εν όψει της σειράς κρίσιμων εκλογικών αναμετρήσεων στις χώρες τους, αλλά έπληξε και την πρωθυπουργό της Βρετανίας, η οποία, στην προσπάθειά της να βρει στηρίγματα για το Βrexit, ονειρεύεται τώρα μια παγκόσμια κυριαρχία Ηνωμένων Πολιτειών και Μεγάλης Βρετανίας, στα ίχνη του αυτοκρατορικού της μεγαλείου του παρελθόντος.

Με τα δεδομένα αυτά όχι μόνον δεν αποκλείεται πλέον να επικρατήσουν (στη Γαλλία και στην Ολλανδία κυρίως) οι γνωστοί ακροδεξιοί υποψήφιοι, καθώς μάλιστα οι δημοσκοπήσεις που δεν προβλέπουν την εξέλιξη αυτή, έχουν χάσει εντελώς την αξιοπιστία τους, αλλά το χειρότερο είναι ότι η ήδη κλονιζόμενη από όλες τις πλευρές Ευρωπαϊκή Ενωση θα βρεθεί αντιμέτωπη με μια ισχυρή αμερικανοβρετανική συμμαχία, η οποία θα έχει ως κύριο στόχο τη διάλυση της ευρωπαϊκής ενοποίησης. Ενα εγχείρημα που δεν θα ενισχυθεί μόνον από το αν εκλεγούν τελικά οι ευρωπαίοι ακροδεξιοί υποψήφιοι στις επικείμενες εκλογές, αλλά και από το γεγονός ότι, με αφορμή το επικείμενο Brexit, αναζωπυρώνονται οι αποσχιστικές τάσεις στην Ευρώπη, καθώς μετά τη Σκωτία και η Καταλωνία επαναφέρει το ζήτημα του δημοψηφίσματος για την αποδέσμευσή της από τη Μαδρίτη και την ανεξαρτητοποίησή της.
Η τέλεια καταιγίδα δηλαδή, η οποία σηματοδοτεί και το τέλος της τάξης πραγμάτων που καθόρισε η μεταπολεμική Ευρώπη. Το τέλος δηλαδή της ανεκτικής φιλελεύθερης δημοκρατίας και την εδραίωση ενός ακροδεξιού εθνικολαϊκιστικού μοντέλου. Θυμίζοντας δυστυχώς την περίοδο του μεσοπολέμου του 20ού αιώνα, που είδε την άνοδο των φασιστικών καθεστώτων σε πολλές χώρες και φυσικά του Χίτλερ στη Γερμανία. Μόνον που τώρα τις Ηνωμένες Πολιτείες δεν κυβερνά ένας φιλελεύθερος ηγέτης όπως ο Φράνκλιν Ρούσβελτ, αλλά ο Ντόναλντ Τραμπ με την ανέγερση νέων τειχών (30 χρόνια ακριβώς μετά το γκρέμισμα του Τείχους του Βερολίνου), τις διώξεις των μεταναστών, την επαναφορά των βασανιστηρίων και τις εθνικιστικές κορόνες τύπου «America First». Σε τι αλήθεια διαφέρει το σύνθημα αυτό από εκείνο το αλήστου μνήμης «Deutschland ueber alles» του Χίτλερ;

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ