Είναι δεδομένη η χαρά μας όταν μεταφράζονται στη γλώσσα μας τα κλασικά έργα της σύγχρονης φιλοσοφίας. Και πολλαπλασιάζεται όταν τυγχάνουν της φροντίδας που τους αρμόζει. Στην περίπτωση της Δημιουργικής εξέλιξης (1907) του Ερρίκου Μπερξόν (1859


-1941) δεν ξέρουμε τι να επαινέσουμε πρώτο: το φρόνημα των εκδόσεων Πόλις, την ανεπίληπτη μετάφραση των Παπαγιώργη – Πρελορέντζου ή την επιστημονική εμβρίθεια με την οποία περιέβαλε το εγχείρημα ο επιμελητής και μελετητής του Μπερξόν Γιάννης Πρελορέντζος; Αρκεί να πούμε ότι πρόκειται κατ’ ουσίαν για διπλή έκδοση, η οποία ενσωματώνει εν είδει επιμέτρου την αυτόνομη μελέτη του Πρελορέντζου H αναζωπύρωση του ενδιαφέροντος για τη φιλοσοφία του Henri Bergson (μαζί με τις σημειώσεις και τη βιβλιογραφία της αριθμεί περί τις 200 σελίδες), όπου ο αναγνώστης θα βρει περίπου τα πάντα σχετικά με την περιπέτεια της μπερξονικής φιλοσοφίας στον 20ό αιώνα, την επικαιρότητά της, αλλά και τις διαπλοκές της με πολλά και διάφορα πεδία, από τις νευροεπιστήμες ως τον οικοφεμινισμό.


H φιλοσοφία του Μπερξόν είναι μεταβατική. Από μια άποψη, ανήκει στον 19ο αιώνα, επαναλαμβάνοντας τα δύο χαρακτηριστικά της χρονικότητάς του: τις έννοιες της ανάμνησης και της συνέχειας. Για τον Μπερξόν, όπως και για τους ρομαντικούς, το υποκείμενο ανακαλύπτει τον εαυτό του μέσα στην ανάμνηση, αφότου τον έχει αναζητήσει σε μια εσωτερική άβυσσο, αφήνοντας σε μια στιγμή χαλάρωσης να αναβλύσει η ανεξάλειπτη μνήμη, που βρίσκεται πάντοτε στο χείλος της συνείδησης. Επιπλέον, ο Μπερξόν πιστεύει ότι μόνο μέσω της σκέψης του συνεχούς γίγνεσθαι των πραγμάτων μπορεί κανείς να συλλάβει ενορατικά την ουσία τους. H διάρκεια είναι η μοναδική πραγματικότητα.


Στιγμή καινοφανής


Εν τούτοις, από μια άλλη άποψη, η μπερξονική φιλοσοφία είναι ήδη μια φιλοσοφία του 20ού αιώνα. Διότι για τον Μπερξόν γίνομαι σημαίνει μεταβάλλομαι, δηλώνοντας την πράξη μέσω της οποίας ο άνθρωπος επινοεί ακατάπαυστα τον ίδιο του τον εαυτό: «υπάρχω σημαίνει μεταβάλλομαι, μεταβάλλομαι ωριμάζοντας, ωριμάζω αυτοδημιουργούμενος εις το διηνεκές». Τη θέση επομένως του μοιρολατρικού ντετερμινισμού των αιτίων και των αποτελεσμάτων καταλαμβάνει η αίσθηση ότι οποιαδήποτε στιγμή μπορεί να βιωθεί σαν καινοφανής και ότι ο χρόνος μπορεί να δημιουργηθεί ελεύθερα με αφετηρία το παρόν: «ο χρόνος είναι επινόηση ή δεν είναι τίποτε». H θεμελιώδης συμβολή του Μπερξόν στη σκέψη του αιώνα του συνίσταται στη θεωρία της διάρκειας ως ελεύθερης δημιουργίας. Εφεξής ο 20ός αιώνας ανευρίσκει και αναστοχάζεται την έννοια της συνεχιζόμενης δημιουργίας ως δημιουργίας από το ενεργό πνεύμα. Κάθε στιγμή εμφανίζεται ως εκείνη μιας επιλογής, δηλαδή μιας πράξης, και άρα μιας δημιουργικής απόφασης. Κάθε στιγμή που δρούμε, δημιουργούμε τη δράση μας και, μαζί μ’ αυτήν, τον εαυτό μας και τον κόσμο.


Αν ο Βιαστικός (1941) του Πωλ Μοράν (1888-1976) αποδεικνύεται αληθινά μπερξονικό μυθιστόρημα, είναι γιατί κάθε στιγμή ο οιστρηλατημένος από το τελώνιο μιας παράφορης ταχύτητας ήρωάς του, Πιερ Νιόξ, μεταβάλλεται, για να γίνει αυτό που τον κάνει η πράξη του, δημιουργώντας έτσι τον χώρο για ένα εγώ χωρίς αιτία και ως εκ τούτου τόσο αινιγματικό, ώστε να παραμένει για τους άλλους «μια αληθινή σφίγγα». Μετρ της νουβέλας ως είδους (ο τόμος με τις πρώτες του νουβέλες Τρυφερά αποθέματα, το 1921, φέρει τα εύσημα ενός προλόγου του Προυστ, άλλης εκλεκτικής του συγγένειας) και της ταξιδιωτικής λογοτεχνίας (την οποία τροφοδότησε η πλούσια διπλωματική του σταδιοδρομία), ο Μοράν συγκαταλέγεται, κοντά στον Σελίν και στον Ντριέ Λα Ροσέλ, στις μεγάλες αμφιλεγόμενες προσωπικότητες των γαλλικών γραμμάτων. H συνεργασία του με το καθεστώς του Βισύ (το 1943 χρημάτισε πρέσβης της Γαλλίας στο Βουκουρέστι) θα έχει ως αποτέλεσμα, μετά την απελευθέρωση, την εξορία του στην Ελβετία από την κυβέρνηση του Ντε Γκωλ και την απόρριψη της υποψηφιότητάς του στη Γαλλική Ακαδημία (1958), μέλος της οποίας θα καταφέρει τελικά να εκλεγεί οκτώ μόλις χρόνια πριν από τον θάνατό του. (Σημειωτέον ότι, μετά τον νιτσεϊσμό, ο μπερξονισμός υπήρξε το δεύτερο μεγάλο φιλοσοφικό ρεύμα το οποίο επιχείρησε να ιδιοποιηθεί ο γερμανικός εθνικοσοσιαλισμός.)


Μπερξονικός απόηχος


H έρευνα έχει αναδείξει την επιρροή που άσκησε ο στοχασμός αλλά και η γραφή του Μπερξόν στη λογοτεχνία (από τον Βαλερύ και τον Προυστ ως τον Τζόις, τη Γουλφ και τον δικό μας Καζαντζάκη). Δεν γνωρίζω κάποια εργασία που να εξετάζει το ζήτημα του μπερξονισμού (άλλοτε ορθόδοξου, άλλοτε αντεστραμμένου, πολλές φορές αφελούς) του Μοράν – θα πρέπει, και σε αυτή την περίπτωση, να τηρήσουμε απαρέγκλιτα τη διάκριση μεταξύ μπερξονισμού και φιλοσοφίας του Μπερξόν. Είναι πάντως απορίας άξιον πώς οι δύο πιο φιλοσοφημένοι κριτικοί του 20ού αιώνα, Μορίς Μπλανσό και Πολ ντε Μαν, στις κριτικές τους που δημοσιεύθηκαν την ίδια χρονιά με τον Βιαστικό παραγνωρίζουν τον εκκωφαντικό μπερξονικό απόηχο φράσεων, όπως: «Οι στιγμές καβαλάνε η μια την άλλη σαν τα κύματα, που το ένα υψώνει τη ράχη του μες στον αφρό του άλλου», «Δεν υπάρχω, προϋπάρχω· είμαι άνθρωπος προχρονολογημένος· όχι, δεν είμαι άνθρωπος, είμαι μια στιγμή!», «H δράση προϋποθέτει πρώτ’ απ’ όλα το μέλλον»· πολλώ μάλλον ότι ο ήρωας δίνει στον «επίφοβο δαίμονα» που τον καταδιώκει το όνομα μιας από τις κεντρικότερες έννοιες της Δημιουργικής εξέλιξης: «H ζωτική ορμή (elan vital) μου… Εμαθα πως η ορμή μου είναι μέσα μου, και μόνον μέσα μου, και πως είναι μια θαυμάσια δυνητική δύναμη, που βρίσκεται πάντοτε στη διάθεσή μου».


Προϋποθέτει άραγε η ανάγνωση του Βιαστικού τη στοιχειώδη έστω εξοικείωση με την μπερξονική φιλοσοφία; Επ’ ουδενί, αν και χωρίς αυτήν κάτι απ’ την εμβέλειά του οπωσδήποτε διαφεύγει. Ο αναγνώστης μπορεί, κατά τα άλλα, να απολαύσει απερίσπαστος ένα καθαρόαιμο – και όχι «ημίαιμο» – μυθιστόρημα από τα χέρια ενός στυλίστα της γαλλικής γλώσσας, το οποίο εξιστορεί τη δονκιχωτική προσπάθεια ενός ανθρώπου να επιβάλει στον φυσικό χρόνο την τάξη της βιωμένης διάρκειας (τρέφοντας, για παράδειγμα, σωρηδόν και αποδεκατίζοντας τα φυτά με χημικούς επιταχυντές ανάπτυξης ή ονειρευόμενος να αποσπάσει πρόωρα το παιδί του από τη μήτρα της συζύγου του), βαυκαλιζόμενος πως επιβραδύνει, διά της επιταχύνσεως, το αναπόδραστο τέλος: «Αυτή η παραφορά για την οποία είμαι υπερήφανος είναι άραγε η ταχύτητα; Ή μήπως μια μεταμφιεσμένη αργοπορία, ένα μέσο… να αναβάλλω το μεγάλο άλμα που κάθε άνθρωπος οφείλει να κάνει στο άγνωστο;». H Ολυμπία Γλυκιώτη αρίστευσε υπογράφοντας μια μετάφραση σύμμορφη με την πυρετική κίνηση της γραφής του πρωτοτύπου.