Στην πραγματικότητα, οι ΗΠΑ δεν επιθυμούν να αφήσουν χαλαρό το μέτωπο της Νοτιοανατολικής Ασίας ιδιαίτερα τώρα που η ανάφλεξη στην Ουκρανία θα μπορούσε να διαχυθεί. Ενα σενάριο που διακινείται από την έναρξη της εισβολής του Πούτιν στην Ουκρανία είναι ότι η ρωσική επίθεση ανοίγει την όρεξη του Πεκίνου να στείλει στρατό στην αποσχισθείσα Ταϊβάν, την οποία απειλεί με χρήση στρατιωτικής βίας εδώ και χρόνια.
Υπό αυτή την έννοια, αίσθηση και ταυτόχρονη αμηχανία στους αμερικανούς συμβούλους εθνικής ασφαλείας προκάλεσε το «ναι» που είπε ο Μπάιντεν στη διάρκεια της κοινής συνέντευξης Τύπου με τον ιάπωνα πρωθυπουργό Φούμιο Κισίντα απαντώντας στο ερώτημα αν οι ΗΠΑ θα έσπευδαν να επέμβουν στρατιωτικά σε περίπτωση κινεζικής επίθεσης εναντίον της Ταϊβάν. Ο αμερικανός πρόεδρος όχι μόνο άλλαξε την πάγια αμφισημία της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής στο ζήτημα αυτό, αλλά και φρόντισε να κάνει παραλληλισμούς με τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία.
Οι ΗΠΑ, σύμφωνα με τη λεγόμενη «πολιτική της μίας Κίνας» από το 1979, αναγνωρίζουν διπλωματικά την κυβέρνηση του Πεκίνου αλλά όχι της Ταϊπέι. Παράλληλα, εξοπλίζουν στρατιωτικά την Ταϊβάν, αλλά διατηρούν πάντα μια αμφισημία αναφορικά με το τι θα πράξουν σε περίπτωση που η Κίνα επιχειρήσει να επιτεθεί στη νησιωτική περιοχή.
Η δήλωση του αμερικανού προέδρου, την οποία καλωσόρισε η Ταϊπέι, ανασκευάστηκε γρήγορα από τους συμβούλους του. Πυρ και μανία το Πεκίνο, αξίωσε λίγο αργότερα από την Ουάσιγκτον να «αποφύγει να στείλει λάθος μηνύματα στις αυτονομιστικές δυνάμεις».
Πολλοί μίλησαν για άλλη μια γκάφα του προέδρου, αλλά οι περισσότεροι αναλυτές αναφέρθηκαν σε «στρατηγική γκάφα». Αλλωστε είναι η τρίτη φορά από την αρχή της θητείας του που ο πρόεδρος Μπάιντεν κάνει την ίδια «γκάφα» σχετικά με την Ταϊβάν.
«Ανάμεσα στις επαναλαμβανόμενες αναφορές του Μπάιντεν στο καθήκον των ΗΠΑ να υπερασπιστούν την Ταϊβάν – τρεις φορές από τον Αύγουστο μέχρι σήμερα – και τις επαναλαμβανόμενες διαψεύσεις από τους συνεργάτες του προέδρου, το Πεκίνο έχει νέους λόγους για να το σκεφτεί πολύ καλά προτού στείλει τις ένοπλες δυνάμεις του στην Ταϊβάν» έγραψε η «Washington Post» σε κύριο άρθρο της.