«Ο λόγος που ο κινέζος πρόεδρος εκνευρίστηκε τόσο όταν κατέρριψα το κατασκοπευτικό μπαλόνι ήταν ότι δεν γνώριζε πως βρισκόταν εκεί. Είναι πολύ ενοχλητικό για τους δικτάτορες όταν δεν γνωρίζουν τι συμβαίνει». Η επίμαχη δήλωση διά στόματος Τζο Μπάιντεν ενώπιον δημοσιογράφων και χρηματοδοτών του Δημοκρατικού Κόμματος την περασμένη Τρίτη ήρθε να γκρεμίσει μέσα σε μια στιγμή όλα όσα επιμελώς έχτιζε ο αμερικανός υπουργός Εξωτερικών Αντονι Μπλίνκεν κατά την επίσκεψή του στο Πεκίνο στην αρχή της εβδομάδας. Δηλαδή τις διπλωματικές προσπάθειες για σταθεροποίηση των σχέσεων ανάμεσα στις δύο υπερδυνάμεις, οι οποίες εδώ και αρκετό καιρό βρίσκονται σε ιστορικό ναδίρ, στο φόντο της κλιμάκωσης του μεταξύ τους ανταγωνισμού.

Το γλωσσικό ατόπημα

Οργισμένη η απάντηση ήρθε άμεσα από το Πεκίνο κάνοντας λόγο για παράλογη, ανεύθυνη και προσβλητική πρόκληση από μέρους της αμερικανικής ηγεσίας, ενώ αμερικανοί αξιωματούχοι στάθηκαν όχι τόσο στην «γκάφα» του Μπάιντεν – είναι συνήθης πρακτική του ειδικά με ξένους ηγέτες -, αλλά στο γεγονός ότι ο πρόεδρος μοιράστηκε ευαίσθητες πληροφορίες των αμερικανικών μυστικών υπηρεσιών δημοσίως. Αναλυτές απέδωσαν το γλωσσικό ατόπημα στη μεγάλη πίεση που δέχεται ο Μπάιντεν από το στρατόπεδο των Ρεπουμπλικανών που τον κατηγορούν για μαλθακότητα απέναντι στην Κίνα.

Οι δεσμοί των δύο προέδρων

«Μολονότι τα σχόλια ενδέχεται να μην προκαλέσουν ορατή οπισθοδρόμηση στις σχέσεις ΗΠΑ – Κίνας, θα μπορούσαν να βλάψουν τους δεσμούς μεταξύ των δύο προέδρων, ιδιαίτερα στον απόηχο των προηγούμενων σχολίων του Μπάιντεν σχετικά με την υπεράσπιση της Ταϊβάν και άλλων δηλώσεων που έχουν ενοχλήσει το Πεκίνο» εκτιμά μιλώντας στους «Financial Times» η Μπόνι Γκλέιζερ, εμπειρογνώμων για την Κίνα και διευθύντρια του προγράμματος για την Ασία στο German Marshall Fund. Οι πιο αισιόδοξοι πάντως δηλώνουν ότι, παρά την απογοήτευση, είναι απίθανο ο πρόεδρος Σι Τζινπίνγκ να δώσει συνέχεια στο περιστατικό και πως ακόμη και τώρα μπορεί να οικοδομηθεί μια σχέση πάνω στη βάση του διαλόγου και της εξομάλυνσης των σχέσεων που ξεκίνησε ο Μπλίνκεν. Αυτό καθαυτό το ταξίδι του επικεφαλής της αμερικανικής διπλωματίας στο Πεκίνο μπορεί να μην έδωσε χειροπιαστά αποτελέσματα, οι προσδοκίες άλλωστε ήταν χαμηλές, άφησε όμως την αίσθηση ότι έρχονται καλύτερες ημέρες στις σινο-αμερικανικές σχέσεις.

Τι συζήτησαν Μπλίνκεν και Σι

Ο αμερικανός υπουργός Εξωτερικών συναντήθηκε κατ’ ιδίαν με τον πρόεδρο Σι, γεγονός που αποτιμήθηκε θετικά από την αμερικανική πλευρά μια και μέχρι τελευταία στιγμή ήταν αβέβαιο αν θα πραγματοποιούνταν η συνάντηση, ενώ είχε ενδελεχείς συζητήσεις με κορυφαίους κινέζους διπλωμάτες για σειρά από ζητήματα τα οποία βρίσκονταν σε τέλμα από την έναρξη της πανδημίας. Συγκεκριμένα συζήτησαν για την αύξηση του αριθμού των πτήσεων μεταξύ των δύο χωρών, που περιορίστηκαν σημαντικά με την επιβολή των λοκντάουν και παρέμειναν περιορισμένες εξαιτίας του πολέμου στην Ουκρανία. Συζήτησαν επίσης για την καταπολέμηση του ναρκωτικού φαιντανύλη που κινεζικές συμμορίες πωλούν στη μαύρη αγορά (η Κίνα κατά το παρελθόν είχε αποποιηθεί των ευθυνών της για την κρίση αυτή). Μίλησαν και για την ανάγκη να ενισχυθούν οι εκπαιδευτικές ανταλλαγές, οι οποίες μειώθηκαν κατακόρυφα την τελευταία τριετία. Ενώ ο Μπλίνκεν έλαβε, όπως είπε, διαβεβαιώσεις ότι το Πεκίνο δεν θα στείλει οπλισμό στη Ρωσία για τον πόλεμο στην Ουκρανία.

Κλίμα καχυποψίας

«Δεν έχουμε αυταπάτες για τις προκλήσεις που αντιπροσωπεύει η διαχείριση αυτής της σχέσης και υπάρχουν πολλά ζητήματα για τα οποία βρισκόμαστε σε βαθιά – αν όχι σε σφοδρή – διαφωνία» δήλωσε ο Μπλίνκεν, επιβεβαιώνοντας την κοινά αποδεκτή πεποίθηση ότι η επίσκεψη δεν αλλάζει τις βασικές στρατηγικές θέσεις των δύο χωρών στα καυτά ζητήματα, από την Ταϊβάν και το εμπόριο ως τον πόλεμο στην Ουκρανία. Κυρίως, δεν αποκλείει μια μελλοντική σύγκρουση. Η απόσταση παραμένει τεράστια και χρειάζεται προσπάθεια και πολιτική βούληση και από τις δύο πλευρές για να ανατραπεί το κλίμα καχυποψίας.

«Πρέπει να γίνει μια επιλογή μεταξύ αντιπαράθεσης, σύγκρουσης ή συνεργασίας» τονίζει ο κορυφαίος διπλωμάτης του ΚΚΚ Γουάνγκ Γι και σίγουρα η τελευταία δεν μπορεί να διατηρηθεί χωρίς κοινά συμφέροντα ή κοινό σκοπό. Θα μπορούσαν οι δυο υπερδυνάμεις να το πράξουν; Προς το παρόν, μοιάζει δύσκολο. Μάλλον θα πρέπει να «συμβιβαστούν σε μια κατάσταση ψυχρής και ανταγωνιστικής ειρηνικής συνύπαρξης» αναφέρουν χαρακτηριστικά αμερικανικά μέσα ενημέρωσης.