Συμπαραγωγή της Εθνικής Λυρικής Σκηνής με το Πασχαλινό Φεστιβάλ του Ζάλτσμπουργκ και τη Βασιλική Οπερα του Λονδίνου, η «Τζοκόντα», η αριστουργηματική όπερα του Αμίλκαρε Πονκιέλι κάνει πρεμιέρα στην αίθουσα Σταύρος Νιάρχος στις 19 Οκτωβρίου, με τη συμμετοχή διακεκριμένων τραγουδιστών από το εξωτερικό και από την Ελλάδα.

Στους πρωταγωνιστικούς ρόλους εμφανίζονται η Αννα Πιρότσι (Τζοκόντα), ο Αρσέν Σογκομονιάν και ο Φραντσέσκο Πίο Γκαλάσο (Εντσο), ο Δημήτρης Πλατανιάς (Μπάρναμπα), η Αλίσα Κολόσοβα (Λάουρα), η Ανίτα Ρατσβελισβίλι (Τσέκα) και ο Τάσος Αποστόλου (Αλβίζε). Την ορχήστρα διευθύνει ο Φαμπρίτσιο Βεντούρα, ενώ τη σκηνοθεσία υπογράφει ο καλλιτεχνικός διευθυντής της Βασιλικής Οπερας του Λονδίνου Ολιβερ Μίερς.

Ο 46χρονος Μίερς ξεκίνησε την καριέρα του από το θέατρο πρόζας, για να αφοσιωθεί όμως στη συνέχεια στο λυρικό θέατρο και να καθιερωθεί τα τελευταία χρόνια ως ένας από τους πιο περιζήτητους σκηνοθέτες της όπερας στην Ευρώπη. Εχει επαινεθεί από τους κριτικούς για παραστάσεις που, πέρα από την εντυπωσιακή σκηνική εικόνα, επιχειρούν να αναδείξουν την ουσία των χαρακτήρων και του θεατρικού δράματος με σεβασμό προς την παράδοση αλλά και με τη χρήση μιας σύγχρονης αισθητικά γλώσσας.

Για αυτές τις παραγωγές, για αυτό το είδος θεάτρου, για τη δική του οπτική πάνω στις σύγχρονες αναβιώσεις των μεγάλων έργων της όπερας, αλλά και για την οικογένειά του μιλάει σήμερα ο Μίερς στο ΒΗΜΑgazino. Επιθυμώντας να αποφύγει την αναζωπύρωση εντάσεων όπως εκείνες που ξέσπασαν πρόσφατα στη Βασιλική Οπερα του Λονδίνου – όταν μέλος του θιάσου ύψωσε επί σκηνής σημαία της Παλαιστίνης και ακολούθως ακυρώθηκε η προγραμματισμένη για το 2026 παράσταση της «Τόσκα» στο Τελ Αβίβ λόγω αντιδράσεων –, ο Ολιβερ Μίερς ζήτησε να περιορίσουμε τη συζήτησή μας σε θέματα σχετικά με την τέχνη και να αποφύγουμε τον σχολιασμό της πολιτικής επικαιρότητας.

Θεωρώντας εξάλλου πως ένας καλλιτέχνης μπορεί και μέσα από τη δουλειά του, αποκλειστικά μέσα από τη δουλειά του, να μιλήσει για τα πάντα.

Στην Αθήνα έρχεστε με μια όπερα που έχει χαρακτηριστεί ακόμα και «εφιάλτης» για τον σκηνοθέτη, λόγω της χαοτικής υπόθεσής της. Η δική σας γνώμη;

«Είναι πράγματι δύσκολη όπερα, μεγάλη σε διάρκεια και μπερδεμένη. Το λιμπρέτο βασίζεται σε ένα θεατρικό έργο του Ουγκό, το “Αγγελος, τύραννος της Πάδοβας”. Ο λιμπρετίστας, ο Αρίγκο Μπόιτο, αφήνει πολλά κενά στην πλοκή. Αυτό σημαίνει ότι μερικοί χαρακτήρες δεν βγάζουν και πολύ νόημα. Οπότε για έναν σκηνοθέτη η πρόκληση είναι να φτιάξει μια παράσταση που τελικά να λειτουργεί ως ένα πλήρες θεατρικό έργο – με τις συμβάσεις βεβαίως που έχει η όπερα. Οπου οι εξελίξεις να γίνονται κατανοητές από το κοινό».

Εσείς με ποιον τρόπο προσπαθείτε να το καταφέρετε αυτό;

«Για μένα, το μυστικό ήταν να επιστρέψω στους χαρακτήρες, στην προέλευσή τους, και ιδιαίτερα στην Τζοκόντα. Είναι εγχείρημα με πολλές δυσκολίες, την ίδια όμως στιγμή υπάρχει αυτή η υπέροχη μουσική! Ολοι γνωρίζουν τον “Χορό των Ωρών”, αλλά και άριες όπως το “Suicidio”.

Αποτελούν σπουδαία δείγματα της ιταλικής όπερας εκείνης της εποχής, της όπερας στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα. Οπότε το έργο έχει προκλήσεις, αλλά σου δίνει και μεγάλες ευκαιρίες με τη μουσική και με την ατμόσφαιρά του να προσπαθήσεις για κάτι καλό».

Πρόκειται για όπερα πολυπρόσωπη. Ποιος είναι ο αγαπημένος σας χαρακτήρας;

«Η ίδια η Τζοκόντα, η κεντρική φιγούρα. Που – τι ειρωνεία! – το όνομά της σημαίνει “χαρούμενη”, το ακριβώς αντίθετο από εκείνο που είναι. Η ίδια εμφανίζεται τις περισσότερες φορές απόλυτα δυστυχισμένη. Στην τελευταία πράξη λέει μια φράση την οποία θεωρώ σημαντική: “Εχω πάρα πολλές λύπες για μία μόνο καρδιά”. Αυτό συνοψίζει τέλεια τι είναι η Τζοκόντα.

Για μένα ήταν ουσιαστικό να φτάσω στη ρίζα της, να καταλάβω γιατί είναι τόσο καταθλιπτική. Επειδή έχει βιώσει μεγάλα τραύματα στη ζωή της. Είχε πολύ δύσκολη παιδική ηλικία. Προέρχεται από τον δρόμο, οπότε είναι σκληραγωγημένη. Ομως είναι και μια γυναίκα με γοητεία, ενίοτε και με χιούμορ. Πρόκειται για σύνθετο και πολύπλευρο χαρακτήρα. Ελπίζω στη δική μας παραγωγή να φαίνεται αυτή η πολυπλοκότητα, σε αντίθεση με άλλες παραστάσεις του έργου».

Από τη μία η ευγενική και αδικημένη Τζοκόντα, από την άλλη ο σατανικός Μπάρναμπα που εμφανίζεται στη ζωή της για να την καταστρέψει. Λένε πως οι κακοί έχουν πιο μεγάλο ενδιαφέρον από τους καλούς…

«Πράγματι, ο Μπάρναμπα έχει ενδιαφέρον επειδή είναι κακός, πολύ κακός. Και επειδή βλέπεις μέσα του πολλά οπερατικά πρότυπα. Εχει και κάτι από τον Σκάρπια της “Τόσκα”. Το φινάλε της πρώτης πράξης, με τη μεγάλη χορωδία και τους πρωταγωνιστές, μοιάζει πολύ με το τέλος της πρώτης πράξης της “Τόσκα”. Θεωρώ πως ο Πουτσίνι επηρεάστηκε από την “Τζοκόντα”. Βλέπεις λοιπόν στον Μπάρναμπα και τον Σκάρπια, και τον Ιάγο από τον “Οθέλλο”, και τον Μεφιστοφελή… Είναι μεφιστοφελικός χαρακτήρας, ειδικά στη δική μας παράσταση».

Ποιος είναι τελικά ο δικός σας Μπάρναμπα;

«Είναι μεν ο κακός, αλλά για εμάς έχει κυρίως ενδιαφέρον ότι σε κάποιον βαθμό αντιπροσωπεύει κάτι μεγαλύτερο από τον ίδιο: ενσαρκώνει, τρόπον τινά, το τραύμα της Τζοκόντα, την κακοποίηση που βίωσε στην παιδική της ηλικία, όπως τη δείχνουμε και στην εισαγωγή της παράστασης. Είναι ενδιαφέρον ότι η Τζοκόντα δεν έχει κανονικό όνομα. Είναι κάτι σαν αρχέτυπο. Και με έναν τρόπο, και ο Μπάρναμπα λειτουργεί ως αρχέτυπο. Οπότε πρέπει να κατανοήσεις τον χαρακτήρα του, αλλά και το βαθύτερο νόημα της παρουσίας του. Η ιδέα αυτής της μάχης των αρχετύπων είναι πολύ ενδιαφέρουσα».

Οταν σκηνοθετείτε μια όπερα ξεκινάτε από τη μουσική ή από τη θεατρική πλοκή;

«Δεν νομίζω ότι μπορείς να τα ξεχωρίσεις. Για μένα, το να φτάσεις στην καρδιά ενός έργου σημαίνει να ακούς ξανά και ξανά τη μουσική, αλλά πάντα ακούγοντας και τα λόγια. Μουσική και λιμπρέτο λειτουργούν ως ένα. Πρέπει να εξοικειωθείς όσο το δυνατόν περισσότερο με τη μουσική και το κείμενο. Αλλά συχνά επιστρέφεις και στην πηγή, στο πρωτότυπο έργο, γιατί και αυτό θα σου δώσει κατευθύνσεις. Εχω σκηνοθετήσει πολλές όπερες και πάντα η επιστροφή στην πρωτότυπη πηγή – όσο και αν διαφέρει από το τελικό αποτέλεσμα, όπως συμβαίνει και με το θεατρικό του Ουγκό – αποκαλύπτει πολλά. Επίσης, επιδιώκω πάντα να μαθαίνω περισσότερα για τον συνθέτη. Πώς ήταν η δική του ζωή. Και αυτό το θεωρώ σημαντικό. Δυστυχώς, γνωρίζουμε λίγα για τον Πονκιέλι».

Τι μπορεί να πει η «Τζοκόντα» στο σύγχρονο κοινό;

«Εκείνο που εγώ θέλω να πω, που θέλω να αποδείξω, είναι ότι αυτή η όπερα είναι σπουδαίο θέατρο. Οπως όλα τα μεγάλα έργα, μιλά για θεμελιώδεις καταστάσεις της ανθρώπινης ψυχής και του ανθρώπινου χαρακτήρα. Η όπερα λειτουργεί καλύτερα στις ακραίες καταστάσεις και συμπεριφορές, εκεί προκύπτει η θεατρική πράξη και εκεί οι άνθρωποι συγκινούνται, επειδή τα συναισθήματα είναι τόσο έντονα.

Εν προκειμένω, έχουμε μια δυνατή ιστορία κακοποίησης, όπου ένα νεαρό κορίτσι αναγκάστηκε να πουλήσει το κορμί του, πράξη που το ακολουθεί για πάντα. Αυτό είναι πολύ ενδιαφέρον σήμερα, καθώς η κακοποίηση, η σωματική και η λεκτική βία εναντίον των γυναικών και των κοριτσιών παραμένουν δυστυχώς καταστάσεις επίκαιρες και μας απασχολούν έντονα».

Είναι δηλαδή η «Τζοκόντα» μια όπερα που μίλησε από τότε, από τον 19ο αιώνα, για το  #MeToo;

«Διστάζω να χρησιμοποιήσω αυτή την έκφραση γιατί μου φαίνεται λίγο επιπόλαιο, αλλά, ναι, τελικά υπάρχει μια τέτοια αίσθηση. Ομως το #MeToo είναι κάτι σύγχρονο, έχει να κάνει με την εποχή μας και με τον τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίζεται σήμερα η γυναίκα. Ενώ όσα κουβεντιάζουμε σχετικά με την “Τζοκόντα” βρίσκονται ήδη όλα στο λιμπρέτο, βρίσκονται στο έργο του Ουγκό. Δεν είναι επινοημένα, δεν είναι φτιαχτά για να πάμε το έργο εκεί που θέλουμε, είναι το ίδιο το έργο: Η ιστορία της γυναικείας κακοποίησης όπως τη διηγήθηκαν ο Ουγκό και στη συνέχεια ο Μπόιτο.

Νομίζω πως το ιστορικό πλαίσιο είναι σημαντικό. Στην όπερα, οι γυναικείοι χαρακτήρες συχνά παρουσιάζονται ως πρόβατα προς θυσία. Για να είναι δημοφιλής μια μεγάλη όπερα, πρέπει στο τέλος να υπάρχει μια νεκρή γυναίκα. Και αυτό είναι κάπως κλισέ, όχι; Εμείς θέλαμε να αμφισβητήσουμε, να ανατρέψουμε αυτό το στερεότυπο, και να κάνουμε την Τζοκόντα έναν πλήρη χαρακτήρα με βάθος, με πλούτο, με πολυπλοκότητα, με θάρρος ψυχής αλλά και με ένα τραύμα που ίσως δεν μπορεί να ξεπεράσει».

Ποιος είναι ο ιδανικός λυρικός τραγουδιστής για τον σκηνοθέτη;

«Στην “Τζοκόντα”, όπως και σε όλες σχεδόν τις μεγάλες όπερες, εκείνος που φυσικά θα μπορεί να τραγουδήσει τη δύσκολη μουσική, χρωματίζοντάς την όμορφα, με ευαισθησία και με σημασία στη λεπτομέρεια. Αλλά που την ίδια στιγμή είναι εξαιρετικός στη σκηνή. Σπάνια συνυπάρχουν και τα δύο. Γι’ αυτό η “Τζοκόντα” παίζεται σπάνια. Δεν μπορεί να παιχτεί σε ένα ωδείο, σε μια σχολή, ούτε με ερασιτέχνες. Χρειάζεσαι τους καλύτερους τραγουδιστές του κόσμου».

Οι καλύτεροι τραγουδιστές του κόσμου έχουν συνήθως τις δικές τους απόψεις πάνω στους ρόλους που ερμηνεύουν. Αν κάποιος εκφράσει διαφορετικές ιδέες από τις δικές σας, πώς το αντιμετωπίζετε;

«Ενδιαφέρουσα ερώτηση. Οι τραγουδιστές, ίσως περισσότερο από τους ηθοποιούς, εκτιμούν έναν σκηνοθέτη που ξέρει ακριβώς τι θέλει. Αυτό μπορεί να ακουστεί περίεργο για κάποιους σκηνοθέτες θεάτρου που είναι μαθημένοι σε άλλες διαδικασίες, που έχουν μάθει πως οι ηθοποιοί δημιουργούν υλικό και ιδέες. Στην όπερα δεν υπάρχει πολύς χρόνος, τους τραγουδιστές λόγω των υποχρεώσεών τους δεν μπορείς να τους έχεις περισσότερο από τρεις εβδομάδες – στην καλύτερη των περιπτώσεων.

Ο χρόνος για να δουλέψεις μαζί τους εις βάθος ένα έργο είναι περιορισμένος. Γι’ αυτό πρέπει να ξέρεις από πριν τι θέλεις και να έχεις σαφή ιδέα των ρόλων, όχι απλώς από την πρώτη μέρα των προβών, πριν από αυτήν. (σ.σ.: Γελάει.) Οι περισσότεροι τραγουδιστές θα το εκτιμήσουν και θα συνεργαστούν. Τώρα, εκείνος που έχει μελετήσει τον χαρακτήρα και που πιθανώς τον έχει τραγουδήσει και σε άλλες παραγωγές έχει σίγουρα δικές του ιδέες, που συχνά ενσωματώνονται στην ερμηνεία που δουλεύουμε μαζί.

Και που συχνά είναι καλύτερες από τις ιδέες που έχω εγώ. Για αυτό είμαι πάντα ανοιχτός στη συνεργασία. Ας πούμε όταν έκανα πρώτη φορά την “Τζοκόντα” στο Ζάλτσμπουργκ είχα ως πρωταγωνίστρια την Αννα Νετρέμπκο. Η Αννα είναι μια τραγουδίστρια με πολύ δυνατό ένστικτο, η οποία δημιούργησε υπέροχες στιγμές, που ήταν καλύτερες από αυτές που είχα σχεδιάσει. Μερικές φορές πρέπει να αφήνεις τον τραγουδιστή να φέρνει στη σκηνή το δικό του υλικό. Κάθε τραγουδιστής το κάνει».

CREDITS: Φωτογράφος: Κοσμάς Κουμιάνος – Styling: Αριστείδης Ζώης

Ξεκινήσατε σκηνοθετώντας στο θέατρο. Αν τώρα πρέπει να επιλέξετε ανάμεσα σε θέατρο πρόζας και όπερα;

«Και τα δύο! Αρχισα από το θέατρο, αγαπώ και τα δύο, αλλά απέκτησα εμμονή, θα έλεγα, με την όπερα λόγω της μουσικής, των δυνατοτήτων της, επειδή συνδυάζει όλα τα είδη τέχνης. Στην όπερα υπάρχει περισσότερος χώρος για νέες ιδέες. Ολο αυτό το παιχνίδι με τη μουσική, την ορχήστρα και τη χορωδία είναι συναρπαστικό. Εχω πλέον αφοσιωθεί στην όπερα και δεν έχω σκηνοθετήσει θέατρο εδώ και πολλά χρόνια».

Είστε διευθυντής της Βασιλικής Οπερας του Λονδίνου εδώ και περίπου οκτώ χρόνια. Κοιτώντας πίσω, πόσο σας έχει επηρεάσει, πιθανώς και αλλάξει, αυτός ο ρόλος;

«Είναι πολύπλοκος ρόλος, γιατί αφορά ένα πολύ μεγάλο θέατρο. Πρέπει να ισορροπείς ανάμεσα στη δημιουργική δουλειά και στις διοικητικές ευθύνες. Σπάνια οι διευθυντές σκηνοθετούν, είναι όμως χρήσιμο να μπορείς να δεις την όλη διαδικασία και με τη ματιά του σκηνοθέτη, με τη ματιά του καλλιτέχνη. Σε περιπτώσεις όπως η Βασιλική Οπερα του Λονδίνου, η πίεση είναι μεγαλύτερη, καθώς μιλάμε για ένα θέατρο με ιστορική κληρονομιά 300 χρόνων. Πρέπει να είσαι έτοιμος για όλα, αυστηρός και ευέλικτος. Ομως είναι μια καταπληκτική εμπειρία που σε βοηθάει να αναπτυχθείς και ως άνθρωπος και ως καλλιτέχνης».

Χρόνος για προσωπική ζωή υπάρχει;

«Υπάρχει, μερικές όμως φορές όχι όσος θα ήθελα. Είναι πολύ απαιτητική δουλειά, ξέρετε, να είσαι μακριά από την οικογένειά σου, να περνάς πολλά βράδια μελετώντας ή κάνοντας εντατικές πρόβες… Μερικές φορές τα παιδιά σου δεν καταλαβαίνουν γιατί δεν μπορείς να είσαι εκεί, μαζί τους, μια συγκεκριμένη μέρα».

Πόσα παιδιά έχετε;

«Εχω τρία παιδιά, 14, 11 και 5 ετών!».

Τα κάνατε όλα σχετικά γρήγορα στη ζωή σας, και μεγάλη οικογένεια, και διεθνή καριέρα…

«Πράγματι! (σ.σ.: Γελάει.) Αυτό εκτός από τις χαρές είχε και τις δυσκολίες του. Εκείνο που κυρίως δυσκολεύει την κατάσταση είναι ότι πρέπει πάντα να βρίσκω τις σωστές ισορροπίες. Φυσικά είναι σημαντικό να έχεις προσωπική ζωή, να βλέπεις τους φίλους σου όταν μπορείς, να περνάς χρόνο με την οικογένειά σου όταν μπορείς…».

Πόσο συχνά μπορείτε να το κάνετε αυτό; Ανθρωποι σε θέσεις σαν τη δική σας χαρακτηρίζονται ενίοτε εργασιομανείς.

«Νομίζω πως η γυναίκα μου θα με χαρακτήριζε ως εργασιομανή. (σ.σ.: Γελάει.) Εγώ δεν θεωρώ τον εαυτό μου εργασιομανή. Αλλά για να κάνω ό,τι πρέπει, μερικές φορές δουλεύω τα βράδια, ακόμη και τα Σαββατοκύριακα. Προσπαθώ όμως να βρίσκω χρόνο για να τον αφιερώνω στην οικογένειά μου. Ειδικά όταν έχεις μικρά παιδιά, είναι καλό να αφήνεις τη δουλειά για λίγο.

Οταν είσαι με τα παιδιά είναι εξάλλου δύσκολο να σκεφτείς τη δουλειά, και αυτό είναι καλό. Οι στιγμές της απομάκρυνσης από οτιδήποτε έχει σχέση με δουλειά σού δίνουν άλλη προοπτική, σε βάζουν σε άλλες διαδικασίες. Γιατί τελικά δεν υπάρχει τίποτα πιο σημαντικό από την οικογένειά σου. Μερικές φορές είναι καλό και χρήσιμο να μπορείς να δεις πως όσο σημαντική και αν είναι μια νέα όπερα, στο τέλος της ημέρας δεν είναι παρά μια ακόμη όπερα. Οπότε, το να έχεις παιδιά σε βοηθά να βάζεις τα πράγματα στη θέση τους, να τα βλέπεις στις πραγματικές τους διαστάσεις».

Ποια είναι τα καλλιτεχνικά όνειρά σας;

«Νομίζω ότι ο ρόλος μου είναι να προσφέρω στο κοινό εκπληκτικές εμπειρίες, να δίνω σε όσους ενδιαφέρονται για τη δουλειά μου πραγματικά μεγάλες θεατρικές απολαύσεις. Και να αναδεικνύω με σεβασμό τα υπέροχα έργα του μελοδράματος. Να σκηνοθετώ και να προγραμματίζω όπερες που κάνουν τους ανθρώπους να νιώθουν ζωντανοί, μαγεμένοι, συγκλονισμένοι, εκστασιασμένοι! Αυτό με ενθουσιάζει, αυτό ονειρεύομαι να συνεχίσω να κάνω.

Στην πραγματικότητα είμαι απλά ένα εργαλείο για αυτόν τον σκοπό. Και βεβαίως πολλά από τα όνειρά μου συνδέονται με τα σχέδιά μας στο Covent Garden. Ηδη σκεφτόμαστε πώς θα οργανώσουμε τον εορτασμό για την επέτειό μας το 2032, οπότε συμπληρώνουμε τα 300 χρόνια. Μας περιμένει πολλή δουλειά!».

Είστε αισιόδοξος για το μέλλον της όπερας;

«Νομίζω ότι η όπερα προσφέρει κάτι που καμία άλλη τέχνη δεν μπορεί να προσφέρει. Ο μοναδικός συνδυασμός όλων των τεχνών δημιουργεί ένα απολαυστικό κοκτέιλ που δεν μοιάζει με τίποτα άλλο. Είναι όμως πολύ ακριβή, στην πραγματικότητα ποτέ δεν θα μπορέσει να καλύψει τα έξοδά της μόνο από τα εισιτήρια. Πάντα θα χρειάζεται κρατικές επιχορηγήσεις, χορηγούς και δωρητές. Ευτυχώς στο Λονδίνο έχουμε ένα μεικτό μοντέλο χρηματοδότησης: την κρατική επιχορήγηση, τα έσοδα από τα ταμεία, αλλά και μεγάλη στήριξη από ευκατάστατους φίλους. Αυτό είναι υπέροχο, είναι ό,τι χρειαζόμαστε.

Βεβαίως, στην τωρινή κατάσταση όπου το κάθε νοικοκυριό αντιμετωπίζει δυσκολίες με την αύξηση του κόστους ζωής, όπου αναταραχές συγκλονίζουν όλον τον κόσμο, όπου παρατηρούμε την άνοδο του λαϊκισμού με ό,τι σημαίνει αυτό κ.λπ., τα πράγματα γίνονται πιο δύσκολα. Η εποχή μας δεν είναι ευνοϊκή ούτε για την όπερα. Δείτε τις περικοπές που γίνονται παντού, ακόμη και στα θέατρα της Γερμανίας. Με ανησυχεί αυτό. Από την άλλη, είμαι αισιόδοξος γιατί η όπερα έχει αντέξει περισσότερα από 400 χρόνια, είναι σκληρό καρύδι. Οπότε, δεν μπορεί, με κάποιον τρόπο θα συνεχίσει».

CREDITS: Φωτογράφος: Κοσμάς Κουμιάνος – Styling: Αριστείδης Ζώης

Ποιος είναι ο ρόλος της τέχνης σήμερα, στο δυσχερές περιβάλλον που περιγράφετε;

«Η τέχνη είναι απαραίτητη γιατί μας βοηθά να καταλαβαίνουμε και να γνωρίζουμε καλύτερα τον εαυτό μας. Μας βοηθά να κατανοούμε και να βιώνουμε τις πιο δύσκολες ανθρώπινες καταστάσεις, τα πιο μεγάλα συναισθήματα, να επεξεργαζόμαστε όλα αυτά που συμβαίνουν γύρω μας.

Η τέχνη είναι σημαντική και ως τρόπος διαφυγής από τον σκληρό και δύσκολο κόσμο, ακόμη και αν το ταξίδι είναι σύντομο, διαρκεί όσο μια παράσταση. Η τέχνη οδηγεί σε ένα είδος κάθαρσης που έχουμε ανάγκη. Μου αρέσει που μιλάμε για την έννοια της κάθαρσης τώρα που βρίσκομαι στην Αθήνα. Οπως ξέρετε, οι “εφευρέτες” της όπερας βασίστηκαν στην ελληνική τραγωδία, αυτή προσπάθησαν να αναβιώσουν. Την ελληνική τραγωδία με το δράμα και την κάθαρση και με όλη αυτή τη σπαρακτική ομορφιά των καταστάσεων και των συναισθημάτων. Το λυρικό τραγούδι μάς χαρίζει ομορφιά και αρμονία, αλλά ασχολείται και με θεμελιώδη ερωτήματα της ύπαρξής μας. Γι’ αυτό νομίζω πως θα μας συγκινεί πάντα».

INFO

«Τζοκόντα»: Εθνική Λυρική Σκηνή (ΚΠΙΣΝ), Αίθουσα «Σταύρος Νιάρχος», 19, 22, 25 και 29 Οκτωβρίου και 1, 4 και 7 Νοεμβρίου.

Μεγάλος Χορηγός: ΔΕΗ