Υπό την πίεση των (πολλαπλής φύσεως και προέλευσης) αποκαλύψεων για το δίκτυο των παρακολουθήσεων και υποκλοπών, το Μέγαρο Μαξίμου και ο Κυριάκος Μητσοτάκης αναζητούν τρόπους απεγκλωβισμού από την υπόθεση και πολιτικό χώρο για αλλαγή της ατζέντας.

Το στενό περιβάλλον του Πρωθυπουργού και ο ίδιος επιχειρούν σε αυτές τις συνθήκες μια «φυγή προς τα εμπρός», κατά την ορολογία συνεργατών τους. Ωστόσο η αγωνία για τα επόμενα κύματα δημοσιευμάτων και πληροφοριών είναι φανερό ότι προβάλλει πολλά εμπόδια σε αυτή την προσπάθεια.

Ορισμένοι από τους συνεργάτες του Κυριάκου Μητσοτάκη δεν κρύβουν την ανησυχία τους και τον προβληματισμό τους, δεδομένου ότι η αναζωπύρωση της σκανδαλολογίας γύρω από την υπόθεση των υποκλοπών συμπίπτει με την προεκλογική περίοδο.

Υπό αυτή την έννοια αναγνωρίζεται από τις ίδιες πηγές ότι και ο ίδιος ο χρόνος των εκλογών είναι μια από τις παραμέτρους οι οποίες εξετάζονται διαφορετικά στην παρούσα συγκυρία. «Ούτε η υπόθεση αυτή μπορεί να σέρνεται για πολύ ούτε όμως μπορούμε και να συρθούμε εξαιτίας της σε εκλογές» ομολογεί υψηλόβαθμος κυβερνητικός αξιωματούχος και συνομιλητής του Πρωθυπουργού, επισημαίνοντας ταυτόχρονα ότι ο ίδιος ο Κυριάκος Μητσοτάκης δεν συζητεί επίσπευση των εκλογών – κάτι το οποίο υπογράμμισε και στην πρόσφατη τηλεοπτική συνέντευξή του στις αρχές της εβδομάδας.

Παρά ταύτα, κατά πληροφορίες, η εισήγηση για συντόμευση της προεκλογικής περιόδου είναι υπαρκτή και έχει συζητηθεί, δεδομένης μιας κρίσιμης παραμέτρου: «Δεν γνωρίζουμε τι ακριβώς καλούμαστε να διαχειριστούμε, παρά μόνο παρακολουθούμε δημοσιεύματα, δίχως στοιχεία και αποδείξεις, τα οποία όμως διαμορφώνουν το πολιτικό περιβάλλον» ομολογεί η ίδια κυβερνητική πηγή.

 

Από τον προϋπολογισμό στις κάλπες;

Υπό αυτή τη συνθήκη, οι κυρίαρχες αντιλήψεις στο Μέγαρο Μαξίμου είναι αυτή τη στιγμή δύο: είτε να εγκαταλειφθεί κάθε ιδέα ενδιάμεσου χρόνου για μια εκλογική αναμέτρηση την άνοιξη και να εξαντλήσει η κυβέρνηση στο απώτατο όριο τη θητεία της έως τις αρχές Ιουλίου είτε να επιλεγεί η επίσπευση και οι εκλογές να προκηρυχθούν και να διεξαχθούν αμέσως αφότου θα έχει ψηφιστεί ο προϋπολογισμός.

Πάντως, ο Πρωθυπουργός έχει ήδη εντείνει την προεκλογική του δραστηριότητα, προβάλλοντας το διπλό δίλημμα «πρόοδος ή οπισθοδρόμηση» και «Μητσοτάκης ή Τσίπρας».

Οπως διαμηνύεται από το περιβάλλον του, οι δραστηριότητές του στο εξωτερικό σταδιακά θα έλθουν σε δεύτερη μοίρα και το βάρος θα δοθεί στο εσωτερικό, με συνεχή παρουσία σε κομματικές εκδηλώσεις και περιοδείες στην Ελλάδα.

Ούτε η μία ούτε η άλλη επιλογή για τον χρόνο των εκλογών μετριάζουν, ωστόσο, την αγωνία και τον προβληματισμό για το αμέσως προσεχές διάστημα. Η κυβέρνηση παρακολουθεί, διαψεύδει και επιχειρεί να αντικρούσει δημοσιεύματα και πληροφορίες, όμως την ίδια στιγμή εμφανίζεται σε θέση αδυναμίας και με ελλιπή πληροφόρηση ως προς το τι ακολουθεί. Και παρ’ όλες τις επισημάνσεις της ότι όσα έχουν δημοσιοποιηθεί έως σήμερα δεν συνοδεύονται από αποδείξεις ή στοιχεία, δεν φαίνεται να διαθέτει τα μέσα ώστε να περάσει σε μια γενική αντεπίθεση.

Η γραμμή που έχει χαραχτεί και υπηρετείται αυτή τη στιγμή είναι ότι καμία από τις υποθέσεις και δραστηριότητες οι οποίες παρουσιάζονται στα δημοσιεύματα δεν αγγίζει τον ίδιο τον Πρωθυπουργό. Υπάρχουν όμως επιφυλάξεις ως προς άλλα πρόσωπα, όπως φαίνεται ξεκάθαρα στις συζητήσεις με συνομιλητή του Κυριάκου Μητσοτάκη: «Αν υπήρχε κάποιος άλλος που οργάνωνε όλα αυτά ή ένα μέρος τους, δεν μπορώ να το γνωρίζω» αναφέρει χαρακτηριστικά.

«Ολοι οι εμπλεκόμενοι στη Δικαιοσύνη»

Εν αναμονή της άγνωστης εξέλιξης της υπόθεσης, το κυβερνητικό επιτελείο προετοιμάζεται για τη νέα φάση κοινοβουλευτικής αντιπαράθεσης, η οποία αναμένεται να εξελιχθεί σε δύο φάσεις. Εντός της εβδομάδας θα έλθει στη Βουλή το νομοσχέδιο για την αλλαγή του θεσμικού πλαισίου λειτουργίας της ΕΥΠ και την απαγόρευση της διακίνησης και χρήσης κάθε είδους κακόβουλου λογισμικού στην Ελλάδα. Στη συζήτηση του νομοσχεδίου αναμένεται ότι θα μιλήσει και ο Πρωθυπουργός και η σφοδρή σύγκρουση με την αντιπολίτευση προεξοφλείται.

Παράλληλα, όμως, αναμένεται να φανεί ποια τακτική θα ακολουθήσει η κυβέρνηση έπειτα από τη νέα πρόσκληση του Γρηγόρη Δημητριάδη και των Γιάννη Λαβράνου, Φέλιξ Μπίτζιου και Ταλ Ντίλιαν (οι οποίοι φέρεται να έχουν σχέση με τη διακίνηση του παράνομου λογισμικού) στην Επιτροπή Θεσμών και Διαφάνειας της Βουλής στα τέλη Νοεμβρίου.

Στέλεχος του Μεγάρου Μαξίμου ρωτήθηκε εν όψει αυτών αν θα εξακολουθήσει να τηρείται η τακτική της επίκλησης του απορρήτου. Η απάντησή του ήταν: «Η υπόθεση διερευνάται από τη Δικαιοσύνη. Εκεί πρέπει να κληθούν και να λογοδοτήσουν όσοι είχαν οποιαδήποτε εμπλοκή». Η επίκληση του απορρήτου είναι από τα κρίσιμα στοιχεία της υπόθεσης, καθώς ακόμη και στον διεθνή Τύπο επισημαίνεται εμφατικά (όπως προσφάτως στους «Financial Times) ότι «όσο η κυβέρνηση καθυστερεί να δώσει εξηγήσεις τόσο περισσότερο μοιάζει ότι έχει κάτι να κρύψει».

Η προσοχή στραμμένη στις δημόσιες παρεμβάσεις Καραμανλή – Σαμαρά

Η αναστάτωση και η ανησυχία στο εσωτερικό της ΝΔ είναι πάντως αισθητές και εντείνονται όσο η αβεβαιότητα για την εξέλιξη της υπόθεσης παραμένει.
Το κλίμα σε πολλά υπουργικά και βουλευτικά γραφεία είναι βαρύ και υπό αυτές τις συνθήκες η προσοχή όλων (και του Μεγάρου Μαξίμου) στρέφεται σε δύο προγραμματισμένες δημόσιες παρεμβάσεις των πρώην πρωθυπουργών Κώστα Καραμανλή και Αντώνη Σαμαρά.
Ο πρώτος έχει ανακοινωθεί ότι θα μιλήσει στην εκδήλωση παρουσίασης του βιβλίου του Μανώλη Κοττάκη στις 20 Νοεμβρίου στη Λάρισα. Δεδομένου ότι στην προηγούμενη δημόσια εμφάνισή του είχε πάρει μεγάλες αποστάσεις από την κυβέρνηση για το θέμα των υποκλοπών, η νέα παρέμβασή του προεξοφλείται ότι θα ανοίξει έναν νέο κύκλο συζητήσεων.
Σε ό,τι αφορά τον Αντώνη Σαμαρά, μόλις προ ημερών ανακοινώθηκε ότι θα μιλήσει σε ειδική εκδήλωση στις 7 Δεκεμβρίου, με αφορμή την έναρξη λειτουργίας του Ιδρύματος «Αντώνης Σαμαράς».
Ο πρώην πρωθυπουργός μέχρι στιγμής δεν έχει τοποθετηθεί δημοσίως για την υπόθεση των υποκλοπών. Ομως το γεγονός ότι το όνομά του περιλαμβάνεται στον κατάλογο εκείνων που φέρεται να παρακολουθούνταν με το παράνομο λογισμικό «Predator» προσδίδει προκαταβολικά διαφορετικό χαρακτήρα στη νέα του δημόσια παρέμβαση.
Πάντως, και για τους δύο πρώην πρωθυπουργούς η προσοχή εφιστάται από συνομιλητές τους (και) στο ποια στάση θα τηρήσουν εν όψει εκλογών και αν θα επιθυμούν να είναι εκ νέου υποψήφιοι.