Η κυβέρνηση Μητσοτάκη εισήλθε στη δεύτερη θητεία της απολαμβάνοντας απολύτως ευνοϊκές πολιτικές συνθήκες, οι οποίες σπάνια συναντώνται στη μεταπολιτευτική ιστορία. Μετά τις διπλές εκλογές το καλοκαίρι του 2023 εξασφάλισε άνετη κοινοβουλευτική πλειοψηφία, τα εκλογικά της ποσοστά υπερβαίνουν το 40% και η αντιπολίτευση είναι κατακερματισμένη, συγκροτούμενη από οκτώ ασθενή, διπλά ηττημένα, κόμματα, τα ποσοστά των οποίων είναι μικρά, σε μεγάλη απόσταση από εκείνα της Νέας Δημοκρατίας, που κατά κοινή πεποίθηση, τουλάχιστον επί του παρόντος, δεν συνιστούν απειλή για την κυβερνητική πλειοψηφία. Επιπλέον τα περισσότερα αυτών καταδιώκονται από υπαρξιακές αγωνίες και οι ηγεσίες τους εν πολλοίς αμφισβητούνται. Ενδεικτική είναι η επικρατούσα κατάσταση στο κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης, που άλλαξε ηγεσία, διασπάστηκε στη συνέχεια και έξι μήνες τώρα παλεύει να βρει στίγμα μα δεν βρίσκει.

Το πολιτικό κεφάλαιο

Κοινώς το πολιτικό κεφάλαιο που συνοδεύει την κυβέρνηση Μητσοτάκη είναι μοναδικό και ικανό να στηρίξει στον μέγιστο βαθμό την αυτοπροβαλλόμενη μεταρρυθμιστική της στόχευση και ορμή.

Ωστόσο, έπειτα από έξι μήνες κυβερνητικής δραστηριότητας, πολλοί διερωτώνται αν η κυβέρνηση Μητσοτάκη είναι αρκούντως μεταρρυθμιστική και αν όντως διαχειρίζεται επωφελώς για τη χώρα και την ίδια το απροσμέτρητο πολιτικό κεφάλαιο που διαθέτει ή απλώς το ξοδεύει και ξοδεύεται κατά τρόπο μη αποδοτικό.

Οι πιο επικριτικοί μάλιστα υποτιμούν την κυβερνητική μεταρρυθμιστική προσπάθεια, τη χαρακτηρίζουν κατά βάση επικοινωνιακή, αβαθή και εν πολλοίς ευκαιριακή, παρακολούθημα των δημοσκοπήσεων και των πολιτικών συγκυριών.

Επιμένουν δε ότι το αποτέλεσμα της προβαλλόμενης μεταρρυθμιστικής προσπάθειας είναι περιορισμένο γιατί απλούστατα εξαντλείται στα εύκολα και στα προφανή, μη διεισδύοντας στις πραγματικά προβληματικές ζώνες της οικονομίας, οι οποίες όντως μεταρρυθμιζόμενες θα πρόσθεταν δυνάμεις και δυνατότητες για ακόμη σημαντικότερα βήματα και διαμόρφωση πραγματικά αναπτυξιακών και ανταγωνιστικών συνθηκών στην οικονομία.

Πολιτικοί και οικονομολόγοι διαπιστώνουν ότι η κυβέρνηση κυριαρχείται από φόβους και αναστολές. Είναι ικανή να φτάσει στα άκρα εκεί που θεωρεί ότι μπορεί και αντιθέτως παραμένει αφόρητα διστακτική όπου αισθάνεται ότι περισσεύουν οι κοινωνικές αντιστάσεις και επαπειλούνται εκλογικές φθορές.

Φοροδιαφυγή

Ενδεικτική θεωρείται η στάση της κυβέρνησης στο μείζον ζήτημα της φοροδιαφυγής. Ο φορολογικός νόμος θεωρείται κατώτερος των περιστάσεων και η επιχειρούμενη επέμβαση περιορισμένης εμβέλειας, με αποτέλεσμα ένα μείζον πρόβλημα οικονομικής πολιτικής που θα έπρεπε να έχει λυθεί πριν από τη μεγάλη κρίση του 2008 να διαιωνίζεται και να αντιμετωπίζεται με παλαιά, προ τριακονταετίας εργαλεία. Σύμφωνα με την ασκούμενη κριτική, το υπεύθυνο υπουργείο Οικονομικών επανέφερε τα αντικειμενικά κριτήρια για να ελέγξει τη χαμηλή φοροδιαφυγή των μικροεπαγγελματιών με εισοδήματα μεταξύ 15.000-20.000 ευρώ, αλλά άφησε κατά βάση αλώβητη τη μεγάλη φοροδιαφυγή της μεσαίας ελευθεροεπαγγελματικής τάξης των 200.000 και 300.000 ευρώ. Οπως χαρακτηριστικά λέγεται, με αυτόν τον κύκλο προτίμησε να κάνει ένα ντιλ προσέγγισης τμήματος των εισοδημάτων τους μέσω των τεκμηρίων διαβίωσης, αποφεύγοντας να επενδύσει σε μηχανισμούς αποτελεσματικών ελέγχων και να αξιοποιήσει τις ψηφιακές δυνατότητες της εποχής. Αν επένδυε στους ελέγχους κατά τα πρότυπα ανεπτυγμένων δυτικών χωρών, θα ενίσχυε με δυναμικότερο τρόπο τα φορολογικά έσοδα, επιτρέποντας την ταχύτερη μείωση των φορολογικών συντελεστών και την εξ αυτών βελτίωση της ανταγωνιστικής θέσης των επιχειρήσεων και βεβαίως την επαύξηση του διαθέσιμου εισοδήματος των μισθωτών και των συνταξιούχων, που βαρύνονται με πολύ υψηλούς φόρους εισοδήματος.

Λαθρεμπόριο

Αντιστοίχως η κυβέρνηση επικρίνεται για την περιορισμένη δράση της, για να μην πούμε την ανοχή της, στα εκτεταμένα δίκτυα του λαθρεμπορίου τσιγάρων και καυσίμων, τα οποία πέραν των οικονομικών παρενεργειών που προκαλούν απειλούν και την ασφάλεια των πολιτών, όπως απεδείχθη πρόσφατα με τον πόλεμο μεταξύ των λαθρεμπορικών σχημάτων της Greek Mafia. Πολύ περισσότερο όταν αποκαλύπτεται ότι ένα από τα μοιραία τρένα της φονικής σύγκρουσης των Τεμπών μετέφερε διαλύτες που χρησιμοποιούνται εκτεταμένα από τα λαθρεμπορικά κυκλώματα για τη νόθευση των καυσίμων. Κοινή είναι η πεποίθηση ότι το λαθρεμπόριο δεν δρα εν κενώ, παρά από κάπου προμηθεύεται την πρώτη ύλη. Και οι πηγές είναι συγκεκριμένες. Είναι χρέος της πολιτείας να κλείσει τις όποιες «τρύπες» πάραυτα και αποφασιστικά. Είναι άλλωστε πολιτικό παράδοξο πως η πληγή του λαθρεμπορίου παραμένει χαίνουσα όταν έχει εντοπιστεί το βάρος της από τα χρόνια της τρόικας ακόμη. Δεν χωρεί αμφιβολία ότι χρειάζονται τομές στον συγκεκριμένο κύκλο και αν όχι από αυτή την τόσο ισχυρή κυβέρνηση, τότε από ποια;

Δημόσια ασφάλεια

Από εκεί και πέρα επισημαίνονται τα τεράστια ελλείμματα που διαπιστώνονται στα θέματα ασφάλειας των πολιτών. Θρυλείται ότι ο επανακάμψας στο υπουργείο Προστασίας του Πολίτη, κ. Μιχ. Χρυσοχοΐδης, βρήκε την Ελληνική Αστυνομία πλήρως αποδιοργανωμένη, όπως την είχε παραλάβει πρώτη φορά τον Φεβρουάριο του 1999! Και εκεί το έργο αναδιάρθρωσης και ανασυγκρότησης υποχώρησε δραματικά και αδικαιολόγητα τα τελευταία δυόμισι χρόνια, είτε γιατί οι υπεύθυνοι ήταν ανεπαρκείς είτε επειδή επικράτησαν άλλοι σκοποί και στόχοι, όπως φανέρωσε το σκάνδαλο των υποκλοπών.

Παιδεία

Η κυβέρνηση επικρίνεται επίσης ότι επιλέγει ασφαλείς ζώνες για να επιβεβαιώσει τον μεταρρυθμιστικό της οίστρο. Στο θέμα της Παιδείας επέλεξε, για παράδειγμα, το ώριμο θέμα της νομιμοποίησης των μη κρατικών πανεπιστημίων, χωρίς ωστόσο να σπάσει αβγά στη λειτουργία των δημόσιων πανεπιστημίων, τα οποία συνεχίζουν να παράγουν σωρηδόν φιλολόγους και θεατρολόγους όταν άπαντες γνωρίζουν ότι η χώρα και η προσδοκώμενη ανάπτυξή της έχουν τεράστιες ανάγκες σε μηχανικούς, ηλεκτρολόγους, προγραμματιστές, ειδικευμένους στον αυτοματισμό, χημικούς και γενικώς αποφοίτους ικανούς να ανταποκριθούν στις ανάγκες της βιομηχανίας και της παραγωγής έργων. Η ελευθέρωση της ίδρυσης μη κρατικών πανεπιστημίων φαντάζει σπουδαία στο πλαίσιο του ιδιότυπου ελληνικού αναχρονισμού, αλλά οικονομικά και παραγωγικά είναι ασθενής και μη πολλά υποσχόμενη, παρά τις διακηρύξεις των επισήμων για άνοιγμα νέας εκπαιδευτικής αγοράς.

Υγεία και ΕΣΥ

Αλλά και στην επίμαχη ζώνη της υγείας, που βαραίνει τις ασθενέστερες των τάξεων, το επικρατήσαν δόγμα που αδιαφορεί για το ποιος παρέχει τις ιατρικές υπηρεσίες οδηγεί με βεβαιότητα σε μαρασμό το δημόσιο σύστημα Υγείας και δεν δηλώνει διάθεση μεταρρύθμισης παρά ανακατανομής εργασιών και πόρων μεταξύ του δημόσιου και ιδιωτικού τομέα. Οι επικρατούσες συνθήκες στα δημόσια νοσοκομεία, τα ελλείμματα ιατρικού και νοσηλευτικού προσωπικού, σε συνδυασμό με την πολιτική χαμηλών αμοιβών και την προβληματική οργάνωσή τους, σπρώχνουν το ιατρικό έργο προς τον ιδιωτικό τομέα της υγείας. Είτε γιατί τα χειρουργεία είναι μπλοκαρισμένα είτε γιατί οι μακρές αναμονές και λίστες απειλούν τη ζωή των ανθρώπων, το ιατρικό έργο μεταφέρεται στον ιδιωτικό τομέα, σε βάρος πάντα των ασφαλισμένων, επειδή απλούστατα το ασφαλιστικό ταμείο καλύπτει σχεδόν το 50% της όποιας δαπάνης και το υπόλοιπο βαρύνει τον ασθενή.

Γραφειοκρατία

Επίσης, πολλοί, παρότι εκθειάζουν την ψηφιοποίηση της οικονομίας και των υπηρεσιών του κράτους, επισημαίνουν ότι δεν επήλθε ταυτόχρονα και απογραφειοκρατικοποίησή τους. Η γραφειοκρατία ζει και βασιλεύει στο ελληνικό κράτος και θα χρειαστούν πραγματικά μεταρρυθμιστικές προσπάθειες για να ξεπεράσει τις αγκυλώσεις του παρελθόντος.

Από εκεί και πέρα η κυβέρνηση μπορεί να επαίρεται ότι διεισδύει στην ατζέντα των άλλων, ότι άλλοτε με τους γάμους των ομόφυλων ζευγαριών και άλλοτε με την επιστολική ψήφο κερδίζει τις εντυπώσεις, αλλά κοινή είναι η πεποίθηση ότι ούτε στις επενδύσεις ούτε συνολικά στην οικονομία κάνει όσα μπορεί και όσα οι πολιτικές συνθήκες επιτρέπουν. Ο πολιτικός φόβος σε πολλές περιπτώσεις υπερβαίνει την όποια μεταρρυθμιστική διάθεση και αν δεν εμποδίζει, σίγουρα αναστέλλει και περιορίζει το βάθος των αλλαγών. Είναι αυτή δυστυχώς μια συνταγή αποτυχίας επειδή απλούστατα η περιορισμένη αποτελεσματικότητά της θα αποκαλυφθεί και θα φανερώσει εν καιρώ ότι το συγκεντρωθέν πολιτικό κεφάλαιο ξοδεύθηκε αφειδώς.