«Η μεγαλύτερη αποκάλυψη είναι η σιωπή», Lao Tzu, κινέζος φιλόσοφος

Οι σχέσεις εξουσίας και η κυρίαρχη κουλτούρα υφαίνουν και καθορίζουν τις κοινωνικές σχέσεις. Στην περίπτωση βιασμών και κακοποίησης έχει καταλυτική σημασία να καταλάβουμε ποιοι είναι οι παράγοντες που ανατροφοδοτούν τη σιωπή των θυμάτων και πώς αυτή η σιωπή και η ομερτά της κοινότητας συχνά οδηγεί στην αντιστροφή των ρόλων θύτη – θύματος.

Τα στερεότυπα μιας πατριαρχικής κοινωνίας, με κυρίαρχο τον επιθετικό φαλλικό αντρικό ναρκισσισμό και την a priori ενοχοποίηση της γυναίκας ως αυτής που προκαλεί τη σεξουαλική βία, το έλλειμμα εκπαίδευσης, πρόληψης και ευαισθητοποίησης στα σχολεία, η διάχυση στο Διαδίκτυο κάθε μορφής πορνογραφικού σεναρίου, διαμορφώνουν υπέδαφος γόνιμο για τον στιγματισμό και την παθητικότητα των θυμάτων.

Τα ερευνητικά δεδομένα δείχνουν ότι μία πράξη σεξουαλικής κακοποίησης, η οποία δεν ρηματοποιείται ούτε καταγγέλλεται, αποτελεί τον σημαντικότερο παράγοντα επανάληψης του συμβάντος.

Στην εποχή μας ο βιαστής δεν είναι ο άγνωστος καλυμμένος με κουκούλα δράκος στον σκοτεινό και ερημικό δρόμο. Σε περισσότερο από 85% των περιπτώσεων είναι άτομο από το περιβάλλον του θύματος: συγγενής, γείτονας, φίλος, καθηγητής, συνεργάτης.

Σύμφωνα με τα πιο πρόσφατα στατιστικά στοιχεία (ΕΛ.ΑΣ.) την περίοδο 2010-2020 κατεγράφησαν 1.781 περιστατικά βιασμών και 792 απόπειρες, ενώ εκτιμάται ότι μόνο 7%-9% των περιπτώσεων καταγγέλλονται, ποσοστό εξαιρετικά χαμηλό σε σχέση με άλλες χώρες της ΕΕ.

Οι λόγοι που εξηγούν αυτή την εκκωφαντική σιωπή είναι, σχηματικά, οι εξής:

  • Η ντροπή και η ενοχή ακινητοποιούν τα θύματα. Η ντροπή συνδέεται με την ευάλωτη κοινωνική εικόνα του θύματος και τα στιγματιστικά σχόλια από το περιβάλλον, ενώ η ενοχή συνδέεται, συνήθως ασυνείδητα, με την υφέρπουσα αγωνία της διάπραξης ενός λάθους, που προκάλεσε τον βιασμό. Το θύμα έχει την τάση να συγχέει την ίδια τη βία με την απαγορευμένη σεξουαλικότητα που μπορεί να προέρχεται ως εσωτερικευμένη εντολή από την οικογένεια. Η εγκύστωση της ενοχής και της ντροπής αποτελούν μείζονα εμπόδια και στη διαδικασία επούλωσης του τραύματος μέσα από την αφηγηματική ανακατασκευή των γεγονότων και των συναισθημάτων.
  • Ο στιγματισμός που συνδέεται άρρηκτα με τα έμφυλα στερεότυπα και τη σεξιστική νοοτροπία μπορεί να καταλήξει σε διαπόμπευση του θύματος.
  • Ο φόβος των αντιποίνων μετά την καταγγελία από τον ίδιο τον βιαστή.
  • Το έλλειμμα γνώσης των δικαστικών διαδικασιών και εμπιστοσύνης στους θεσμούς. Οι ανεκπαίδευτοι αστυνομικοί που θα υποδεχτούν την καταγγελία μπορεί να αμφισβητήσουν τη μαρτυρία ή και να υπονοήσουν υπαιτιότητα του θύματος.
  • Ο δεσμός που ενώνει το θύμα με τον βιαστή. Γίνεται ακόμη πιο δύσκολο για το θύμα να μιλήσει, όταν ο δράστης είναι οικείο πρόσωπο.

Η υπόθεση Γεωργούλη προσφέρεται ως μια οθόνη προβολής της ψυχοπαθολογίας και των κυρίαρχων στερεοτύπων της ελληνικής κοινωνίας και ως αφετηρία αναστοχασμού για την αναδόμηση τόσο του εκπαιδευτικού συστήματος όσο και των μηχανισμών ψυχοκοινωνικής και νομικής υποστήριξης των θυμάτων.

Ο κ. Στέλιος Στυλιανίδης είναι ομότιμος καθηγητής Κοινωνικής Ψυχιατρικής, ψυχαναλυτής.