Και η πολιτική θέλει τους αριθμολάγνους της. Τι θα μετρήσουν όμως ακριβώς; Πρώτα, ασφαλώς, το «πακέτο» που εξήγγειλε ο Κυριάκος Μητσοτάκης στη Διεθνή Εκθεση Θεσσαλονίκης. Μα έπειτα το «αποτύπωμα» των εξαγγελιών στις δημοσκοπήσεις.

Αυτό είναι και το κρίσιμο μέγεθος. Είναι το μέγεθος της πολυθρύλητης «επανεκκίνησης», της δεύτερης το τελευταίο διάστημα εάν λάβει υπόψη του κανείς πως ο ανασχηματισμός του περασμένου Μαρτίου συνδέθηκε με την ίδια φιλοδοξία.

Αν εκείνο ήταν ένα restart, έγινε κατά τα φαινόμενα με την όπισθεν. Η κυβέρνηση χάνει συνεχώς δυνάμεις, μοιάζει να βαδίζει στην οδό της απωλείας. Ο ίδιος ο Πρωθυπουργός δεν εμφανίζεται πια ως εγγυητής της κανονικότητας, ή τέλος πάντων της επιστροφής σε μια κάποια κανονικότητα που στις εκλογές τού 2023 τού εξασφάλισε το 40% των ψήφων, την ισχύ της πολιτικής κυριαρχίας και το στάτους τού αναντικατάστατου. Απέναντι σε μια κυβέρνηση που αδυνατεί πλέον να διαμορφώσει την ατζέντα, η μεσαία τάξη έχει αρχίσει να κοιτάζει αλλού.

Πού; Δεν είναι απολύτως σαφές. Αν πάντως σε αυτά τα έξι χρόνια το εκλογικό σώμα έδινε μια μάλλον ευδιάκριτη απάντηση στο δίλημμα «Μητσοτάκης ή χάος», τώρα οι απαντήσεις αλλάζουν περιεχόμενο. Από τη μία πλευρά προβάλλει το σενάριο μιας εσωκομματικής διαδοχής που μπορεί να έχει τη μορφή της αλλαγής σκυτάλης εν κινήσει και προσωποποιείται στον Νίκο Δένδια. Από την άλλη πλευρά, απέναντι στη ματαίωση του restart, προβάλλει η φιλοδοξία ενός rebranding και η επιστροφή του Αλέξη Τσίπρα σε αυτό που ο ίδιος όρισε ως «ενεργό πολιτική».

Είτε έτσι είτε αλλιώς, το πολιτικό σύστημα αποκτά πλέον μεταβλητές, στις οποίες περιλαμβάνεται και το κυοφορούμενο «κόμμα Σαμαρά». Ή, πιο απλά, παίκτες που βγαίνουν από τη σκιά της απομόνωσης για να προσφέρουν εναλλακτικές μορφές διακυβέρνησης. Δημιουργείται έτσι ένα προεκλογικό περιβάλλον πολύ πριν ολοκληρωθεί ο εκλογικός κύκλος με το τέλος της τετραετίας.

Ενα βασικό χαρακτηριστικό αυτού του υπό διαμόρφωση συστήματος είναι ότι οι βασικές του συνιστώσες απευθύνονται στο ίδιο ακροατήριο. Η μεσαία τάξη, ως βασική δεξαμενή νομιμοποίησης των κυβερνήσεων, αποκτά και πάλι μνηστήρες που προθυμοποιούνται να αντικαταστήσουν τις τελευταίες της απογοητεύσεις με νέες ελπίδες.

Δεν είναι η πρώτη φορά που συμβαίνει. Στην πρώτη θητεία της κυβέρνησης Μητσοτάκη, ο Αλέξης Τσίπρας ως αρχηγός της αντιπολίτευσης είχε επιχειρήσει και πάλι ένα rebranding, ανομολόγητο τότε αλλά πάντως μακριά από τις λαϊκιστικές εφόδους στην οικονομική κρίση. Ο ίδιος εντόπιζε την εκλογική του αποτυχία στην εγκατάλειψη των μεσαίων κατά την περίοδο της πρωθυπουργίας του. Στην αντιπολίτευση ήταν πολύ νωρίς – ή πολύ αργά – για να πείσει, ούτως ή άλλως η «στροφή» δεν είναι αυτοκριτική.

Το ομολογημένο rebranding είναι από αυτή την άποψη μια πιο επίσημη απόπειρα επανασύνδεσης με το κοινό που συνιστά την πιο κρίσιμη μάζα των ψηφοφόρων. Ποιος από τους μνηστήρες και πώς θα κερδίσει τη μεσαία τάξη; Η μάχη είναι για τα μάτια της μόνο.

Στις μάχες μέχρις εσχάτων το σύστημα επιλέγει παραδοσιακά τη μέθοδο της πόλωσης. Η διαφθορά, η αδιαφάνεια, η ακρίβεια είναι εδώ για να προσφέρουν την καύσιμη ύλη. Και τα εθνικά;

Αν το εσωτερικό σκηνικό σε συνθήκες πόλωσης επιτρέπει μη θανατηφόρες δόσεις λαϊκισμού και λελογισμένη τοξικότητα, το διεθνές περιβάλλον, ασταθές όσο ποτέ άλλοτε στον μεταπολεμικό κόσμο, θέτει αυστηρά όρια. Επιβάλλει συνεπώς και μια καθαρή εθνική γραμμή, την οποία δεν θα θολώσουν χίμαιρες, μεγαλοϊδεατισμοί περί «πολυδιάστατης εξωτερικής πολιτικής» που θα πηγαίνει όπου φυσάει ο άνεμος και η εγκατάλειψη ενός συστήματος αρχών και αξιών που αποτελεί ένα είδος εθνικής πυξίδας.

Οχι μόνο για τα μάτια της μεσαίας τάξης. Αλλά και για την ασφάλειά της.