Μπορεί να ακούγεται κάπως παράδοξο να προτείνεται τώρα ένα νέο «Ελσίνκι» – ένα πακέτο δηλαδή ρυθμίσεων για τις ευρωτουρκικές και ελληνοτουρκικές σχέσεις παρεμφερές με αυτό που συμφωνήθηκε  τον Δεκέμβριο του 1999 στην πρωτεύουσα της Φινλανδίας. Παράδοξο δεδομένης της αλλαγής των συνθηκών που έχουν υπάρξει από τότε τόσο σε ό,τι αφορά την Τουρκία όσο και την Ευρωπαϊκή Ενωση αυτή καθ’ εαυτή. Η Τουρκία υπό τον Ταγίπ Ερντογάν φαίνεται να έχει εγκαταλείψει τον «ευρωπαϊκό δρόμο» και τον δρόμο του εκδημοκρατισμού που ακολουθούσε στην περίοδο του πρώτου «Ελσίνκι» (1999), όταν υπήρχε η προοπτική της ένταξής της στην Ενωση. Αντίθετα, επιδιώκει τώρα να αναδειχθεί με μία επεκτατική  πολιτική σε περιφερειακή δύναμη ασκώντας επιρροή σε όλες τις πρώην κτήσεις της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και του κόσμου του σουνιτικού Ισλάμ. Ενώ στο εσωτερικό της έχει πάψει εδώ και αρκετό καιρό (και κυρίως μετά το αποτυχημένο πραξικόπημα του 2016) να ανταποκρίνεται στους στοιχειώδεις κανόνες δημοκρατικής πολιτείας. Εχει περάσει στην κατηγορία των «ανελεύθερων αυταρχικών καθεστώτων» που ως τέτοιο δεν έχει θέση ως πλήρες μέλος στην Ευρωπαϊκή Ενωση. Και ο άμεσος αποδέκτης της επεκτατικής πολιτικής είναι βεβαίως η Ελλάδα με την αυξημένη επιθετικότητα της Τουρκίας σε ένα ευρύ μέτωπο ζητημάτων. Ωστόσο η ζοφερή αυτή πραγματικότητα δεν θα πρέπει να συσκοτίσει κάποια άλλα δεδομένα που μπορούν να συγκροτήσουν μια προσέγγιση προς την Τουρκία που να οδηγεί σε ένα νέο «Ελσίνκι».

Ποια είναι αυτά τα δεδομένα; Πρώτον, η Ευρώπη/ΕΕ ενώ κατανοεί το πρόβλημα που θέτει η πολιτική Ερντογάν, αναγνωρίζει παράλληλα ότι έχει ανάγκη την Τουρκία για τη διαχείριση μιας μεγάλης δέσμης προβλημάτων γεωπολιτικής μορφής στην ευρύτερη περιφέρειά της. Στα προβλήματα αυτά περιλαμβάνεται πρώτα απ’ όλα το Προσφυγικό-Μεταναστευτικό που για την Ευρώπη, κυρίως τη Γερμανία, παραμένει μια μεγάλη «απειλή». Και χωρίς τη σύμπραξη της Τουρκίας οι προσφυγικές, μεταναστευτικές ροές από τη Μ. Ανατολή (Συρία κ.λπ.) δεν είναι εύκολο να ελεγχθούν ή να αναχαιτισθούν. Δεύτερον, η διαχείριση των συγκρούσεων στη Μ. Ανατολή και Αν. Μεσόγειο προϋποθέτει επίσης τη σύμπραξη της Τουρκίας, είτε πρόκειται για τη Συρία, το Ιράκ και πολύ περισσότερο για τη Λιβύη, στην οποία η Τουρκία έχει καταφέρει να εγκαταστήσει ισχυρή παρουσία και επιρροή. Το τρίτο δεδομένο συνδέεται με τη διαπίστωση ότι η Ευρώπη δεν έχει άλλες δυνατότητες να επηρεάσει τη συμπεριφορά της Τουρκίας πέρα από τη σύμπραξη (engagement). Η προσέγγιση της πίεσης ή τιμωρίας της Τουρκίας μέσω κυρώσεων εκτιμάται ότι δεν δουλεύει. Από την άλλη μεριά, η Αγκυρα κατανοεί ότι για πολλούς λόγους, πρωτίστως οικονομικούς, δεν μπορεί να αποκοπεί πλήρως από την Ευρώπη. Την έχει ανάγκη. Μάλιστα η Τουρκία ρητορικά τουλάχιστον παραμένει προσανατολισμένη στον στόχο της… πλήρους ένταξης στην ΕΕ. Ετσι κάπου φαίνεται, παρά την αμοιβαία αντιπάθεια και το αξιακό χάσμα που χωρίζει τις δύο πλευρές, να υπάρχει ένας κοινός παρονομαστής αμοιβαίων συμφερόντων. Αυτός ακριβώς ο παρονομαστής δημιουργεί το παράθυρο ευκαιρίας μέσα στη δίνη της σημερινής όξυνσης και κλιμάκωσης της επιθετικής συμπεριφοράς της Τουρκίας για ένα νέο «Ελσίνκι».

Περιεχόμενο για συνδρομητές

Το παρόν άρθρο, όπως κι ένα μέρος του περιεχομένου από tovima.gr, είναι διαθέσιμο μόνο σε συνδρομητές.

Έχετε ήδη
συνδρομή;

Μπορείτε να συνδεθείτε από εδω

Θέλετε να γίνετε συνδρομητής;

Μπορείτε να αποκτήσετε την συνδρομή σας από εδω