Τις βάσεις για την επιτάχυνση της διαδικασίας μετασχηματισμού της ελληνικής οικονομίας διά της αύξησης των παραγωγικών επενδύσεων θέτει η επιστροφή της στην επενδυτική βαθμίδα. Τούτο επισημαίνουν μιλώντας στο «Βήμα» οι CEOs τριών συστημικών ομίλων, οι οποίοι υπογραμμίζουν τις σημαντικές προοπτικές μεγέθυνσης της οικονομικής δραστηριότητας προς όφελος των εγχώριων επιχειρήσεων και των νοικοκυριών.

Τονίζουν ωστόσο ότι ιδιαίτερα στο σημερινό απαιτητικό διεθνές περιβάλλον είναι αναγκαίες η συνέχιση των διαρθρωτικών αλλαγών και η διασφάλιση δημοσιονομικής ισορροπίας.

Οπως επισημαίνουν, η επίτευξη αυτών των στόχων θα ανοίξει τον δρόμο για περαιτέρω αναβαθμίσεις στο αξιόχρεο της χώρας τα επόμενα χρόνια και για διατήρηση υψηλών ρυθμών ανάπτυξης.

Φωκίων Καραβίας, CEO Eurobank

«Ανάπτυξη με όχημα την επενδυτική δραστηριότητα»

«Η ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας και η σταδιακή αποεπένδυση του ΤΧΣ από τις ελληνικές τράπεζες επισφραγίζουν την έξοδο της Ελλάδας από τον κύκλο της κρίσης. Σήμερα πια μπορεί να προσελκύσει μείζονες ξένες επενδύσεις, υψηλής ποιότητας, με μακροπρόθεσμη στρατηγική. Είναι η στιγμή να θέσουμε τον επόμενο στόχο μας για την οικονομία μας. Η Ελλάδα πετυχαίνει ρυθμούς ανάπτυξης υψηλότερους από τον μέσο όρο της ευρωζώνης. Οι επενδύσεις ως ποσοστό του ΑΕΠ, όμως, απέχουν ακόμη 10 ποσοστιαίες μονάδες από το αντίστοιχο ευρωπαϊκό. Χρειάζεται να διατηρήσουμε για αρκετά χρόνια τη θετική διαφορά στην ανάπτυξη και αυτό μπορεί να επιτευχθεί μόνο με όχημα την επενδυτική δραστηριότητα – ιδιωτική και δημόσια, με εγχώρια και ξένα κεφάλαια, αξιοποιώντας πλήρως και τους διαθέσιμους ευρωπαϊκούς πόρους. Η κάλυψη του επενδυτικού κενού δεν είναι μόνο το επόμενο ορόσημο για την ελληνική οικονομία αλλά και αναγκαία προϋπόθεση για τη μακροπρόθεσμη βιωσιμότητά της».

Xρήστος Μεγάλου, Διευθύνων σύμβουλος Τράπεζας Πειραιώς

«Οι θετικές συνέπειες θα είναι σύντομα ορατές»

«Η επιστροφή της χώρας στην ομάδα των χωρών που αποτελούν ασφαλή και άρα ελκυστικό επενδυτικό προορισμό κλείνει, πιστεύω οριστικά μια εξαιρετικά δύσκολη περίοδο οικονομικής και κοινωνικής κρίσης και ταυτόχρονα ανοίγει τεράστιες προοπτικές ανάπτυξης για το μέλλον.

Η ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας, παρά τις προκλήσεις που παραμένουν έντονες στο διεθνές περιβάλλον, έρχεται να επιβεβαιώσει την ορθή κατεύθυνση του ασκούμενου μείγματος οικονομικής πολιτικής. Ενός μείγματος που στηρίζεται στην αναγκαία διατήρηση δημοσιονομικής σταθερότητας, την περαιτέρω διεύρυνση των μεταρρυθμίσεων και την ενίσχυση των επενδύσεων σε ένα περιβάλλον πολιτικής σταθερότητας.

Οι θετικές συνέπειες θα είναι σύντομα ορατές, καθώς αναμένεται σημαντική εισροή κεφαλαίων στα ελληνικά ομόλογα και τις μετοχές από μακροπρόθεσμους πλέον επενδυτές. Αυτό σηματοδοτεί πολύ ευνοϊκότερες συνθήκες δανεισμού για το Ελληνικό Δημόσιο, καλύτερες συνθήκες χρηματοδότησης και ρευστότητας για τις τράπεζες και σταδιακά θα οδηγήσει σε μείωση του κόστους δανεισμού για επιχειρήσεις και νοικοκυριά. Παράλληλα, αναμένουμε επιτάχυνση των ιδιωτικών επενδύσεων που θα συμβάλουν θετικά στην περαιτέρω αύξηση του ΑΕΠ, διατηρώντας τη χώρα μεταξύ των χωρών της ΕΕ με την υψηλότερη ανάπτυξη».

Παύλος Μυλωνάς, CEO Εθνικής Τράπεζας

«Αφετηρία προς ένα νέο μοντέλο ανάπτυξης»

«Οι αναβαθμίσεις της ελληνικής οικονομίας στην επενδυτική βαθμίδα από 4 αξιολογικούς οίκους το τελευταίο 4μηνο πιστοποιούν την εντυπωσιακή πρόοδο στη δημοσιονομική και τραπεζική εξυγίανση και την αντοχή της ελληνικής οικονομίας σε αλλεπάλληλες κρίσεις. Συνιστούν αφετηρία – και όχι κατάληξη – σε μία δύσκολη πορεία μετάβασης προς ένα νέο μοντέλο ανάπτυξης με υψηλότερη ανταγωνιστικότητα, μικρότερες ανισότητες και έμφαση στη βιωσιμότητα.
Οι αυξανόμενες γεωπολιτικές και κλιματικές προκλήσεις και η αναστροφή του πλήγματος στο ανθρώπινο (brain regain) και παραγωγικό κεφάλαιο (κάλυψη του επενδυτικού κενού) από την πολυετή κρίση απαιτούν συνέπεια, μεταρρυθμίσεις και αποτελεσματική συνεργασία κράτους, θεσμών, επιχειρήσεων, τραπεζών. Η απόσταση που μας χωρίζει από την υψηλότερη αξιολόγηση που έχει επιτύχει ιστορικά η χώρα μας, πριν από 15 περίπου χρόνια, υποδηλώνει ότι απομένει ακόμη πολλή προσπάθεια μέσα σε ένα απαιτητικό διεθνές περιβάλλον».