Μπορεί τα στοιχεία πωλήσεων στην Ελλάδα και αλλού να καταδεικνύουν αύξηση της διείσδυσης των ηλεκτρικών οχημάτων, ωστόσο οι ταξινομήσεις που καταγράφονται αφορούν παραγγελίες προηγούμενων μηνών που δεν αποτυπώνουν την ανάσχεση του ενδιαφέροντος γι’ αυτά.

Οι λόγοι είναι προφανείς: αφενός η κατάργηση των επιδοτήσεων για την απόκτησή τους στις περισσότερες ευρωπαϊκές αγορές (η χώρα μας αποτελεί φωτεινή εξαίρεση καθώς εφάρμοσε αργότερα από άλλους αυτή τη στρατηγική), αφετέρου ο υψηλός πληθωρισμός των τελευταίων μηνών αποθαρρύνουν υποψήφιους αγοραστές οι οποίοι αναβάλλουν την απόκτηση αυτοκινήτου.

Προφανείς όμως είναι και οι συνέπειες προς κάθε κατεύθυνση: η μειωμένη ζήτηση οδηγεί τις αυτοκινητοβιομηχανίες είτε σε διαδοχικές μειώσεις τιμών ώστε να προωθήσουν τα αδιάθετα μοντέλα τους (το παράδειγμα της Tesla είναι το χαρακτηριστικότερο διεθνώς χωρίς να είναι το μόνο) είτε σε μείωση της παραγωγής ώστε να αποφευχθεί η δημιουργία στοκ που επιβαρύνει χρηματοοικονομικά κάθε αυτοκινητοβιομηχανία.

Η δεύτερη πρακτική, την οποία εφαρμόζει ο όμιλος VW σε επιλεγμένα εργοστάσια συναρμολόγησης ηλεκτρικών οχημάτων, προκαλεί μειώσεις προσωπικού και αναστάτωση στην εφοδιαστική αλυσίδα, καθώς η μη ζήτηση μπαταριών σε συνδυασμό με την αποκλιμάκωση των τιμών των πρώτων υλών για την κατασκευή τους -κατά μέσο όρο 10% μέσα στο 2023- δημιουργεί ένα νέο τοπίο.

Αισθητή η πτώση τιμών το 2024

Στελέχη αυτοκινητοβιομηχανιών σε Ευρώπη και ΗΠΑ ισχυρίζονται ότι η επίδραση της πτώσης των τιμών των μπαταριών θα γίνει αισθητή το τελευταίο τρίμηνο του χρόνου και σίγουρα μέσα στο 2024, στοιχείο που μπορεί να ενισχύσει την κερδοφορία τους ή να ενθαρρύνει ακόμη περισσότερο τους κινέζους κατασκευαστές να μειώσουν τις τιμές των μοντέλων τους σε διάφορες αγορές, ανάμεσά τους και η ευρωπαϊκή.

Από την άλλη πλευρά, η αποκλιμάκωση των τιμών των πρώτων υλών για την κατασκευή μπαταριών μπορεί να επιταχύνει το μεγάλο ζητούμενο: την εξίσωση των τιμών πώλησης ηλεκτρικών και συμβατικών οχημάτων διευκολύνοντας τις αυτοκινητοβιομηχανίες οι οποίες σταδιακά καταργούν εκδόσεις μοντέλων τους και γραμμές παραγωγής κινητήρων εσωτερικής καύσης, μια πρακτική που μειώνει σημαντικά το ανθρακικό αποτύπωμα του στόλου τους, ενισχύει το «πράσινο προφίλ» τους και δεν απαιτεί παράλληλες επενδύσεις.

Τελευταίο παράδειγμα αποτελεί η Volvo, η οποία τις προηγούμενες ημέρες ανακοίνωσε την πλήρη διακοπή παραγωγής πετρελαιοκινητήρων από τις αρχές του 2024 επιλέγοντας – και λόγω του μικρότερου μεγέθους της, με μόλις 615.121 πωλήσεις το 2022 – τον μονόδρομο της ηλεκτροκίνησης και της κερδοφορίας.

Άλλοι προηγήθηκαν, κάποιοι θα ακολουθήσουν, ο πόλεμος συνεχίζεται.