Το αποτυχημένο τουρκικό στρατιωτικό πραξικόπημα της 15ης Ιουλίου 2016 αποτελεί ήδη ιστορικό σταθμό στο τουρκικό πολιτικό γίγνεσθαι. Τα αίτια, ο τρόπος και το timing εκδήλωσής του, σε συνδυασμό με το βάθος και την έκταση των αναταράξεων που προκάλεσε στο τουρκικό εσωτερικό σκηνικό, συγκέντρωσαν αμέσως το διεθνές ενδιαφέρον, που σίγουρα θα έχει διάρκεια και επιπτώσεις στην εικόνα και στις σχέσεις της σύγχρονης Τουρκίας με τον έξω κόσμο. Τούτο ισχύει ειδικότερα στο ευρωατλαντικό, ευρωπαϊκό και περιφερειακό επίπεδο.
Οι γραμμές που ακολουθούν θα αποπειραθούν να προσεγγίσουν την ελληνοτουρκική πτυχή των εν λόγω επιπτώσεων στον βαθμό του πολιτικά ρεαλιστικού και τεχνικά εφικτού, μολονότι ο ελάχιστος χρόνος που μεσολάβησε από την εκδήλωση του πραξικοπήματος και την αποτυχία του δεν είναι επιβοηθητικός παράγων στην προσπάθειά μας.
Ας πάρουμε τα ζητήματα κατά τρόπο μεθοδολογικό αρχίζοντας από τα γενικότερα:
Ξεκινώντας από τη γεωπολιτική και τη γεωστρατηγική, η πρώτη εκτίμηση είναι ότι η Ελλάδα και η Τουρκία δεν γειτνιάζουν απλώς σε ένα ουδέτερο, ίσως και αδιάφορο γεωγραφικά χώρο αλλά σε έναν χώρο μεγίστης στρατηγικής αξίας, που ιστορικά παράγει διενέξεις, εντάσεις, συγκρούσεις, αστάθεια και εξαγωγή προβλημάτων στο περιφερειακό αλλά και στο ευρύτερο επίπεδο.
Οι δύο χώρες ατομικά αλλά και ως μέλη των διεθνών σχηματισμών στους οποίους μετέχουν ή φιλοδοξούν να μετάσχουν δεν είναι απλώς παίκτες για την προώθηση των εθνικών τους συμφερόντων (μονίμων ή εφήμερων αδιάφορο) αλλά ουσιαστικοί συνδιαμορφωτές και παράγοντες που έχουν λόγο, ρόλο και ευθύνη στην εξέλιξη των καταστάσεων που προαναφέρθηκαν.
Αν οι πρώτες αυτές εκτιμήσεις έχουν έναν βαθμό παραδοχής, το δεύτερο ζήτημα που ανακύπτει είναι αν ο τρόπος συμπεριφοράς και εμπλοκής τους στη βαθμιαία αντιμετώπιση των καταστάσεων που προαναφέρθηκαν είναι επιβοηθητικός ή όχι και, στην τελευταία περίπτωση, ποιοι οι παράγοντες που τις επηρεάζουν.
Ο κύριος λόγος που η πολιτική και οι συμπεριφορές των δύο χωρών στον υπόψη γεωπολιτικό χώρο είναι συνήθως αντιθετικές, αντίρροπες ή και ασύμβατες είναι οι ελλείψεις κοινού οράματος, στρατηγικής, συναντίληψης και ακολουθητέας μεθοδολογίας στην αντιμετώπιση των μεγάλων ζητημάτων/προκλήσεων που και οι δύο αντιμετωπίζουν στον χώρο του γεωστρατηγικού και γεωπολιτικού τους ενδιαφέροντος.
Οι δεδομένες αυτές εξελίξεις είναι βεβαίως αυτοτελείς και αυτοπαραγόμενες από τα ίδια τα μεγάλα ζητήματα αλλά, και το κυριότερο, αυτοτροφοδοτούμενες από τα μεγάλα εκκρεμή διμερή προβλήματα των δύο χωρών μας. Με αυτά, δυστυχώς, μάθαμε να ζούμε τα τελευταία 40-50 χρόνια, ασκούμενοι και αρκούμενοι στην επαγγελματική θα έλεγε κανείς (δεν εννοείται και αποτελεσματική) διαχείρισή τους, στον συνεχή έλεγχο της θερμοκρασίας τους και βεβαίως στον βαθμό του πολιτικού κόστους που αυτό συνεπάγεται για τις ηγεσίες και των δύο χωρών, σε μια ενδεχόμενη προσπάθεια μεθοδικής επιλύσεώς τους.
Τα χρόνια της ουσιαστικής στασιμότητας στις ελληνοτουρκικές σχέσεις είναι χρόνια μεγάλων κινδύνων αλλά και απωλειών και για τις δύο χώρες. Αντί λύσεων στα ελληνοτουρκικά προβλήματα οι δύο χώρες αναλίσκονται σε πολιτικές αναλύσεις εσωτερικών παραγόντων ισχύος η μία και σε παγίωση μονομερών στοχεύσεων η άλλη. Οι πρακτικές αυτές, βολικές για δεκαετίες, δοκιμάζονται σήμερα από την παρατεταμένη οικονομική κρίση στην Ελλάδα και τη βαθιά εθνική, πολιτική και κοινωνική κρίση στην Τουρκία.
Ειδικά για την Τουρκία, την επαύριο του αποτυχημένου πραξικοπήματος, σε αναφορά με τον τρόπο, ακόμη και την αισθητική της καταστολής του και των απολύτως εύλογων αντιδράσεων που προκλήθησαν στο ευρωατλαντικό και ευρωπαϊκό επίπεδο σε σχέση με τα γεγονότα, είναι αναμενόμενη, στο διεθνές πεδίο, η εκδήλωση τάσεων αποκαταστάσεως των διαρραγεισών σχέσεων της χώρας με τη Ρωσία και το Ισραήλ.
Και αξίζει κανείς να διερωτηθεί, με κέντρο πάντα την τουρκική οπτική των πραγμάτων, αν οι ελληνοτουρκικές σχέσεις θα πρέπει να παραμείνουν κατά περιεχόμενο και έκφραση, στο πλαίσιο του «business as usual», με το Προσφυγικό να αποτελεί ένα ακόμη πιόνι στο διμερές ζατρίκιο.
Οψόμεθα εάν τα προσημειωθέντα αποτελούν εκτιμήσεις ή απλώς ελπίδες ή χίμαιρες. Ο χρόνος θα το δείξει. Πάντως η μπάλα είναι στο κέντρο του γηπέδου και αναμένει το εναρκτήριο λάκτισμα για έναν (δύσκολο αλλά αναγκαίο) αγώνα μεσοπρόθεσμου ορίζοντα. Δεν θα πρέπει να αναζητούμε νικητές και ηττημένους αλλά αμοιβαία επωφελούμενους. Και είναι βεβαίως αυτονόητο ότι τα οφέλη δεν θα υπάρξουν μόνο στο διεθνές (ανταγωνιστικό) πεδίο αλλά και στο εσωτερικό με κύριους άξονες την πολιτική σταθερότητα, την οικονομία, την ανάπτυξη και τους θεσμούς.
Ο κ. Γεώργιος Σαββαΐδης είναι πρέσβης ε.τ., πρώην γενικός γραμματέας του υπουργείου Εξωτερικών.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ