Με φόντο την επανεκλογή Τραμπ, αναζήτησα σε ένα οδοιπορικό 22 ημερών Έλληνες της διασποράς στη Φιλαδέλφεια, στη Νέα Υόρκη και στη Βοστώνη για μια ελεύθερη συζήτηση για τον τρόπο ζωής, τα αίτια της μετανάστευσής και τους λόγους παραμονής τους στις ΗΠΑ.

Άνοιξαν τα σπίτια τους, τα ντουλαπάκια της μνήμης τους, τις καρδιές τους και μετέτρεψαν σε λόγο σκέψεις -άλλοτε ήδη κατασταλαγμένες και άλλοτε υπό σχηματοποίηση.

Το οδοιπορικό αυτό πήρε την ονομασία Homeland και επιχειρεί να φωτίσει την ελληνική διασπορά μακριά από κλισέ.

Ως μετανάστης και ο ίδιος, μου είναι δυσδιάκριτη πλέον η διαφορά του μετανάστη από τον expat, τον εργαζόμενο σε μια άλλη χώρα, μέσα στο πλαίσιο της παγκοσμιοποίησης και της εκπληκτικής ταχύτητας της πληροφορίας.

Μέσα από τις αφηγήσεις και τις προσωπικές του ιστορίες διακρίνονται οι έννοιες της πατρίδας, της προόδου, της κοινωνικής ζωής, της πολιτικής της καθημερινότητας, της πολιτικής της ψήφου.

Ακολουθεί η συνάντηση με την οικογένεια Χαραλαμπίδη.

***

Κάτω από τη σκιά των επιβλητικών τριών πύργων του Society Hill, όλοι τους έργο του του διάσημου Αμερικανοκινέζου αρχιτέκτονα Ι.Μ. Πέι, συνταντώ σε ένα από τα τούβλινα κτίρια των «δρόμων των δέντρων» Walnut, Chestnut, Locust & Spruce την οικογένεια Χαραλαμπίδη.

Ημέρες Χάλογουιν και οι είσοδοι των κατοικιών είναι στολισμένες με χαμογελαστές, ξεδοντιασμένες κολοκύθες, καλαθάκια με σοκολάτες για τους περαστικούς, απομιμήσεις ανθρώπινων σκελετών που σκαρφαλώνουν στα χαμηλά μπαλκόνια και πολλά κιτρινωπά και πορτοκαλί φύλλα πεσμένα στα λιθόστρωτα. Όλα αυτά αναμιγμένα με λιτές πινακίδες υποστήριξης των υποψηφίων στις επερχόμενες προεδρικές εκλογές. (σ.σ. Η συνάντησή μας γίνεται στα τέλη Οκτωβρίου 2024).

Ο Κολτρέιν και η νέα γενιά Ελληνοαμερικανών

Ο Γιώργος Χαραλαμπίδης μόλις έχει επιστρέψει από μια ωριαία γρήγορη ποδηλασία δίπλα στον ποταμό Σκούλκιλ, τα παιδιά, ο Λέανδρος (14) και ο Θαλής (11) από τις προπονήσεις τους στην κωπηλασία, ενώ η Χριστίνα κανονίζει την παραγγελία για delivery για όλους μας. Η συζήτηση ξεκινά υπό τους ήχους του Τζον Κολτρέιν στο ηχείο, απολαμβάνοντας απίθανες κορεάτικες γεύσεις. Μιλάμε κυρίως στα αγγλικά αλλά με μεγάλα διαλείμματα στα ελληνικά ενδιάμεσα.

Η Χριστίνα γεννήθηκε στη Φιλαδέλφεια, στην περιοχή του Άπερ Ντάρμπι, γειτονιά η οποία κατοικήθηκε από πολύ μεγάλο κομμάτι της Ελληνικής Κοινότητας μεταναστών, όταν πρωτοήρθαν στην Αμερική. Η μητέρα της ζούσε εδώ, αλλά τα πρώτα 19 χρόνια της ζωής της, η Χριστίνα τα έζησε στην περιοχή όπου ζούσε η οικογένεια του πατέρα της, στο Σικάγο. Σπούδασε Επικοινωνία στο πανεπιστήμιο της Φιλαδέλφεια, όπου γνωρίστηκε με το Γιώργο. Ωστόσο, πλέον δραστηριοποιείται στο χώρο του graphic design και του branding, μετά τη φοίτησή της στη Σχολή Καλών Τεχνών στη Νέα Υόρκη.

Ο Γιώργος, αφού πέρασε ένα μεγάλο διάστημα ως οικονομικός αναλυτής σε σημαντικό τραπεζικό όμιλο στην καρδιά της αμερικανικής οικονομίας στη «μύτη» του Μανχάταν, εργάζεται ως free lance οικονομικός σύμβουλος σε μικρές και νεοφυείς εταιρίες, βοηθώντας τις να βρίσκουν κεφάλαια χρηματοδότησης και να αναπτύσσουν επιχειρηματικά σχέδια.

«Το 2005 – 2006 έκανα μια προσπάθεια να επιστρέψω στην Ελλάδα. Αυτή η “δοκιμή” μού έδειξε πολύ γρήγορα ότι, σε παρόμοιο εργασιακό περιβάλλον με τη Νέα Υόρκη, από άποψη ωραρίου και ρυθμών, με παρόμοια δουλειά, το αποτέλεσμα ήταν πολύ μικρότερο. Δεν ήταν το οικονομικό τόσο το πρόβλημα», συνεχίζει ο Γιώργος, «όσο ότι δε μπορούσες να δεις που οδηγεί όλο αυτό στο μέλλον».

Ο ίδιος έζησε μέχρι τα 19 του στην Ελλάδα, όπου είχε φοιτήσει σε αγγλικό σχολείο, επομένως δεν ήρθε στην Αμερική με σκοπό να μείνει με κάθε τρόπο. «Αυτό που κρατώ κυρίως από αυτά τα δύο χρόνια στην Ελλάδα, είναι το αισιόδοξο στοιχείο των πολύ ικανών συνεργατών, απλώς το πλαίσιο δε λειτουργούσε», καταλήγει.

H Gen Z της Ομογένειας

Τα παιδιά, ο Λέανδρος και ο Θαλής πηγαίνουν σε δυο από τα καλύτερα και πιο ιστορικά δημόσια σχολεία της Ανατολικής Ακτής, αφού ένα από τα βασικά κριτήρια για πολλές οικογένειες στην Αμερική είναι να βρίσκουν σπίτια σε περιοχές ανάλογα με την ποιότητα των σχολείων για τα παιδιά τους, «αλλά και πάλι, η εμπειρία μας με τα δημόσια σχολεία, ακόμη και με αυτά που πηγαίνουν τα παιδιά τώρα, δεν είναι η καλύτερη», συμφωνούν και οι δυο τους.

«Η ζωή στην Αμερική είναι “pretty cool”, αν εξαιρέσεις κάποια τραγικά γεγονότα, όπως τους πυροβολισμούς στα σχολεία», τονίζει ο 11χρονος Θαλής και ο 14χρονος Λέανδρος τον συμπληρώνει λέγοντας ότι «εκτός από το χόμπι του κυνηγιού, ίσως, δε βρίσκει κανέναν άλλο λόγο για την οπλοκατοχή και ότι οι έλεγχοι για αυτήν θα πρέπει να δυσκολέψουν πολύ περισσότερο, ιδιαίτερα στο κομμάτι της ψυχολογικής αξιολόγησης. Δεν είναι εύκολο το θέμα των όπλων και στο σχολείο δεν επιτρέπονται τέτοιες συζητήσεις», συμπληρώνει ο Λέανδρος.

Μία μεγάλη διαφορά που βλέπουν και τα δυο αδέρφια μεταξύ του δικού τους τρόπου σκέψης και των Αμερικανών συμμαθητών τους, είναι στα αθλήματα, όπου οι δυο τους υποστηρίζουν τη δύναμη της συμμετοχής, της αθλητικής αλληλεγγύης ενώ οι Αμερικανοί έχουν ως κίνητρο μόνο τη νίκη “no matter what”». Επίσης και οι δύο συμφωνούν ότι θα πρέπει να εξαλειφθούν οι φυλετικές διακρίσεις, τις οποίες βλέπουν να εξακολουθούν να υπάρχουν στην κοινωνία και στην αστυνομία της Φιλαδέλφεια.

Μόνο ως digital nomads στην Ελλλαδα

Η συζήτηση, μοιραία, στρέφεται προς την πολιτική αλλά και τις εξελίξεις και στις δύο χώρες. Η Χριστίνα βλέπει μια σχετική σταθερότητα στην Ελλάδα τα τελευταία χρόνια, ενώ ο Γιώργος παρατηρεί ότι οι δύο δημοκρατίες, η ελληνική και η αμερικάνικη, από πλευράς αρχών, λειτουργικότητας, σταθερότητας, μοιάζουν και έχουν πολλά κοινά στοιχεία, «δεν είναι σαν να έχεις έναν “αυτοκράτορα” που θα σου πει τι να κάνεις» και προσθέτει ότι «στην Αμερική υπάρχει μια αίσθηση ελευθερίας, ναι μεν δημοκρατία, αλλά ταυτόχρονα “…δε θα μου πεις εμένα πώς θα ζω”. Οι συνειδητοποιημένοι Αμερικανοί αποδέχονται το γεγονός όπου για να έχεις μια ισχυρή οικονομία, μπορεί να μειωθούν κάπως κάποιες ελευθερίες», καταλήγει.

Ως οικογένεια, βλέπουν μια προοπτική μόνιμης ζωής στην Ελλάδα ως digital nomads, στο παγκοσμιοποιημένο περιβάλλον αλλά περισσότερο για το λόγο του τρόπου ζωής, του ελληνικού και του ευρωπαϊκού συνολικά, όπου «η ευρωπαϊκή κουλτούρα φέρνει τους ανθρώπους πιο κοντά, δε ζουν τόσο απομονωμένοι», συμπληρώνει η Χριστίνα χαμογελώντας.