Με φόντο την επανεκλογή Τραμπ, αναζήτησα σε ένα οδοιπορικό 22 ημερών Έλληνες της διασποράς στη Φιλαδέλφεια, στη Νέα Υόρκη και στη Βοστώνη για μια ελεύθερη συζήτηση για τον τρόπο ζωής, τα αίτια της μετανάστευσής και τους λόγους παραμονής τους στις ΗΠΑ.
Άνοιξαν τα σπίτια τους, τα ντουλαπάκια της μνήμης τους, τις καρδιές τους και μετέτρεψαν σε λόγο σκέψεις -άλλοτε ήδη κατασταλαγμένες και άλλοτε υπό σχηματοποίηση.
Το οδοιπορικό αυτό πήρε την ονομασία Homeland και επιχειρεί να φωτίσει την ελληνική διασπορά μακριά από κλισέ.
Ως μετανάστης και ο ίδιος, μου είναι δυσδιάκριτη πλέον η διαφορά του μετανάστη από τον expat, τον εργαζόμενο σε μια άλλη χώρα, μέσα στο πλαίσιο της παγκοσμιοποίησης και της εκπληκτικής ταχύτητας της πληροφορίας.
Μέσα από τις αφηγήσεις και τις προσωπικές του ιστορίες διακρίνονται οι έννοιες της πατρίδας, της προόδου, της κοινωνικής ζωής, της πολιτικής της καθημερινότητας, της πολιτικής της ψήφου.
Ακολουθεί η συνάντηση με την οικογένεια Καλιαμπάκου.
***
Φτάσαμε με αυτοκίνητο, απόγευμα, λίγο αφότου είχε σκοτεινιάσει, μία ημέρα μετά τις προεδρικές εκλογές. Κουίνς και πιο συγκεκριμένα στην Αστόρια, σε ένα κομμάτι όπου τα σπίτια είναι διώροφα, με περιποιημένους κήπους και χαμηλές καγκελωτές αυλόπορτες. Η περιοχή φωτίζεται δυνατά και από τους προβολείς του διπλανού γηπέδου όπου δύο ομάδες παίζουν ποδόσφαιρο, όχι το αμερικάνικο, το άλλο.
Η οικογένεια Καλιαμπάκου μας περιμένει, έτοιμη για την απρόσμενη επιθυμία μου για τη γνωριμία μας. Το σπίτι είναι ζεστό, η διακόσμηση στα θερμά χρώματα και σε αποχρώσεις γήινες, χωρίς έντονα στοιχεία της ελληνικής καταγωγής, εκτός, ίσως, από έναν διακοσμητικό αμφορέα στο πάτωμα του σαλονιού και ένα σύνθετο έπιπλο με γυάλινες πόρτες με ιδιαίτερα σερβίτσια αλλά και κάποιες οικογενειακές φωτογραφίες.
Ο πατριάρχης της οικογένειας, ο Ανδρέας Καλιαμπάκος δίνει την πρώτη γερή χειραψία και με συστήνει στη νύφη του, Πολυξένη, το γένος Μερτσάρη, στο γιό του Ιωάννη και στην εγγονή του Αναστασία, ή Στέισι, όπως τη φωνάζουν, η οποία κρατά αγκαλιά τη λαμπερή, σαν ψεύτικη, σκυλίτσα τους, την Ηλέκτρα.
Από τη Ναύπακτο στο Κουίνς
Ο Ανδρέας ήρθε το 1969 από τη Ναύπακτο, «σώγαμπρος» και κατόπιν πρόσκλησης της γυναίκας του η οποία ήταν κάτοικος Νέας Υόρκης. Τα επόμενα λίγα χρόνια ακολούθησαν σιγά-σιγά και άλλα μέλη της οικογένειας από την ίδια περιοχή. Στην αρχή εργάστηκε στο δρόμο, πουλώντας χοτ-ντογκ με ένα μικρό καρότσι, μια εικόνα τόσο οικεία σε όποιον έχει επισκεφτεί την πόλη.
Με μεγάλη αγάπη για το ποδόσφαιρο, έπαιζε και ο ίδιος σε ομάδα, ήρθε στην Αμερική για λίγα χρόνια, «για να δει», όπως λέει ο ίδιος, όπως έχουν πει χιλιάδες μετανάστες στην αρχή της περιπέτειάς τους μακριά από την Ελλάδα. Αργότερα έγινε οδηγός ταξί, «yellow cab driver» για μερικά χρόνια, μέχρι που κατάφερε και μπήκε σε υπηρεσίες λιμουζίνας, ιδιωτικών αποκλειστικών διαδρομών, δουλειά από την οποία συνταξιοδοτήθηκε στα 62 του. Τώρα ασχολείται φανατικά με το ποδόσφαιρο, ως θεατής και φίλαθλος και «φιλο – Ολυμπιακός», όπως παραδέχεται.

Ο Ανδρέας Καλαμπιάκος εργάστηκε για κάποια χρόνια πουλώντας χοτ ντογκ και κρατά στην αγκαλιά του τον γιο του Γιάννη.
Η Πολυξένη με το Γιάννη είναι φαρμακοποιοί. Γνωρίστηκαν στο σχολικό λεωφορείο στα χρόνια της εφηβείας τους και έκτοτε είναι μαζί. Κοιτώντας τους μαζί με τον Ανδρέα και την 22χρονη κόρη τους Αναστασία, δεν είναι δύσκολο να καταλάβει κανείς την τεράστια δύναμη της ελληνικής οικογένειας που απλώνεται με αυτοπεποίθηση στο χώρο.
«Η δύναμη της ελληνικής κουλτούρας είναι πολύ ισχυρή», περιγράφει η Πολυξένη. «Λέμε σε φίλες “παντρέψου εσύ όποιον θέλεις ο οποίος δεν είναι Έλληνας και θα αναλάβουμε εμείς να τον κάνουμε”, λέει γελώντας. Μιλούν για την πορεία τους στην Αμερική με υπερηφάνεια και με μια μόνιμη ανεπαίσθητη συγκίνηση που τα μοιράζονται με κάποιον από την Ελλάδα.
Ο ακτιβιστής φαρμακοποιός
Η Πολυξένη εργάστηκε κυρίως σε νοσοκομείο ως φαρμακοποιός μέχρι που σταμάτησε, ενώ ο Γιάννης είναι από το 1994 ενεργός φαρμακοποιός και, κατά κάποιον τρόπο, ακτιβιστής σε ένα φαρμακείο του Γουέστ Βίλατζ το οποίο έγινε διάσημο για την υποστήριξη, φαρμακευτική, κοινωνική αλλά και οικονομική σε ασθενείς με HIV/AIDS, ακόμη από τις ημέρες όπου δεν υπήρχε φαρμακευτική αγωγή.
Το φαρμακείο ιδρύθηκε το 1983 από τον ελληνικής καταγωγής φαρμακοποιό και ακτιβιστή Μάικλ Κόνον, ο οποίος θεώρησε πως πρέπει να βοηθήσει με όποιο τρόπο μπορούσε την πληθυσμιακή ομάδα των ασθενών με HIV/AIDS οι οποίοι στις αρχές της δεκαετίας του 1980 πέθαιναν κατά εκατοντάδες.
Το φαρμακείο ακολουθεί από τότε την ίδια τακτική, να έχει σε στοκ τα πολύ ακριβά αντιρετροϊκά φάρμακα, να προσφέρει ψυχολογική υποστήριξη, να στέκεται δίπλα στους ασθενείς οι οποίοι ήταν αντιμέτωποι με το στίγμα, ακόμη και να ανοίγει λογαριασμούς σε αυτούς που δεν είχαν χρήματα, με την προοπτική να αποπληρώσουν κάποια στιγμή στο μέλλον.
Τα περίπου 20 χάπια την ημέρα είναι σήμερα μόνο ένα, η ασθένεια μπορεί να βρίσκεται σε σταθερή ύπνωση, αλλά το φαρμακείο εξακολουθεί με ανθρωπιά και εχεμύθεια να φροντίζει τους συγκεκριμένους ασθενείς. Και αυτοί είναι διάσημοι μουσικοί, πολιτικοί, δημοσιογράφοι, καλλιτέχνες και άνθρωποι πιο ανώνυμοι.
Ο Γιάννης Καλιαμπάκος έχει βραβευτεί πολλές φορές με διάφορα βραβεία για τις υπηρεσίες του στο κοινωνικό σύνολο, από τοπικές αλλά και εθνικές οργανώσεις αλλά ο ίδιος δεν μιλάει σχεδόν ποτέ για αυτά. «Ίσως κάποια στιγμή, αργότερα, καθίσω να γράψω ένα βιβλίο για όλη αυτή την εποχή που ζήσαμε τότε, επειδή είναι μια ιστορία που πρέπει να ειπωθεί», λέει ο ίδιος, «…ίσως σε λίγα χρόνια να το κάνω», συμπληρώνει.
Η κόρη του Γιάννη και της Πολυξένης, η Αναστασία, 22 ετών σήμερα, έχει τελειώσει το κολλέγιο με πτυχίο στις κλασικές σπουδές και τη φιλοσοφία, μόλις ξεκίνησε τις σπουδές στα νομικά. Επιθυμεί να θητεύσει δίπλα σε κάποιο δικαστή, έχει ασχοληθεί με την ιππασία, σε ομαδικό επίπεδο, μαθαίνει ελληνικούς χορούς στον κοντινό ποντιακό σύλλογο, διαβάζει ελληνική ιστορία και μυθολογία. Η Αναστασία μιλάει ήσυχα, χαμηλόφωνα, σχεδόν τραγουδιστά, με μια ελαφριά ντροπαλότητα. Λατρεύει την Ελλάδα, αλλά δεν την έχει επισκεφθεί ακόμη.
Υποστηρικτές Τραμπ
Δοκιμάζοντας τα καταπληκτικά σάντουιτς με χταπόδι που ετοίμασε η Πολυξένη για την επίσκεψη από την Ελλάδα, η συζήτηση φτάνει, μοιραία, στην πολιτική. Η οικογένεια Καλιαμπάκου είναι υποστηρικτές του Ντόναλντ Τραμπ. Μία ημέρα μετά τις εκλογές και με καθαρό το αποτέλεσμα, μου μιλούν με κάποια ανακούφιση για την κατάληξη αυτής της μακράς προεκλογικής περιόδου.
«Όταν ήμασταν νέοι, ζήσαμε τη “γκρίζα εποχή” της Νέας Υόρκης, με την εγκληματικότητα, τη βρωμιά και τις επικίνδυνες περιοχές», περιγράφει η Πολυξένη. «Μετά, με τα χρόνια, η πόλη καθάρισε, πλούτισε, αλλά τα λίγα τελευταία χρόνια η εγκληματικότητα έχει αυξηθεί και πάλι δραματικά, ακόμη και εδώ στη γειτονιά μας». Μου εξηγεί πως έχει μια εφαρμογή στο κινητό της με τα περιστατικά βίας που συμβαίνουν στη Νέα Υόρκη «…και μεγαλώνοντας ένα παιδί, καταλαβαίνεις πόσο ανησυχητικό είναι», συμπληρώνει.
«Έχουν γίνει πολλές κακές αλλαγές από τη διακυβέρνηση Μπάιντεν για τη μεσαία τάξη και για τα ανώτερα στρώματά της, γενικά, για όλους τους Αμερικάνους», συμφωνούν η Πολυξένη με το Γιάννη. «Πιστεύω ότι οι περισσότεροι πολιτικοί, είτε Δημοκρατικοί είτε Ρεπουμπλικάνοι έχουν φροντίσει για τον προσωπικό τους πλουτισμό και έχουν ξεπουληθεί, με εξαίρεση τον Τράμπ, ο οποίος πολεμήθηκε από όλα τα μέρη, αλλά ο ίδιος είναι πατριώτης και αγαπάει την Αμερική», καταλήγει η Πολυξένη, η οποία εκφράζει τις θέσεις και τις απόψεις της με όλο το ελληνικό ταμπεραμέντο που κυλάει στις φλέβες της.



