Έρευνα κατά της κυβέρνησης Τραμπ για ασέβεια και περιφρόνηση προς το δικαστήριο απειλεί να ξεκινήσεις ομοσπονδιακός δικαστής, καθώς, όπως περιγράφει σε 46σέλιδη γνωμοδότηση, προκύπτει ότι «αγνόησε σκοπίμως» την απόφασή του της 15ης Μαρτίου, με την οποία απαγόρευε την απέλαση μεταναστών με βάση έναν νόμο του 18ου αιώνα.
«Το δικαστήριο συμπεραίνει ότι, με τις ενέργειές της εκείνη την ημέρα, η κυβέρνηση αγνόησε σκοπίμως την απόφασή του», ανέφερε ο δικαστής Τζέιμς Μπόσμπεργκ, διαπιστώνοντας ότι υπάρχει «εύλογη αιτία» για να κατηγορήσει την κυβέρνηση του μεγιστάνα.
Στα μέσα του περασμένου μήνα, ο Μπόσμπεργκ απαγόρευσε στην κυβέρνηση να απελάσει μετανάστες, κατ΄επίκληση – αποκλειστικά – του νόμου του 1798 περί «αλλοδαπών εχθρών». Εκείνη την ώρα, περισσότεροι από 200 άνθρωποι, τους οποίους η κυβέρνηση παρουσιάζει ως μέλη μιας βενεζουελάνικης συμμορίας, ήταν καθ’ οδόν για το Ελ Σαλβαδόρ, χωρίς να έχει προηγηθεί δικαστική απόφαση για την απέλασή τους. Όταν εκδόθηκε η απόφαση του δικαστή, δύο αεροπλάνα με μετανάστες κατευθύνονταν ήδη στο Ελ Σαλβαδόρ και δεν επέστρεψαν στις ΗΠΑ, παρά άδεια.
Ο Μπόσμπεργκ είπε σήμερα ότι υπάρχει «εύλογη αιτία» για να κρίνει ότι η κυβέρνηση επέδειξε περιφρόνηση έναντι του δικαστηρίου. «Το Δικαστήριο δεν καταλήγει σε αυτό το συμπέρασμα επιπόλαια ή βιαστικά. Πραγματικά, έδωσε στους εναγομένους πολλές ευκαιρίες για να διορθώσουν ή να εξηγήσουν τις πράξεις τους. Καμία από τις απαντήσεις τους δεν ήταν ικανοποιητική», γράφει στο σκεπτικό του.
Με βάση την απόφαση, ο κυβερνητικός αξιωματούχος, που αγνόησε τη δικαστική εντολή, μπορεί να διωχθεί ποινικά.
Ο δικαστής σημείωσε πάντως ότι θα δοθεί στην κυβέρνηση νέα ευκαιρία να επανορθώσει, πριν να εξετάσει την άσκηση διώξεων. Όπως είπε, ο «προφανέστερος» τρόπος είναι να επιτρέψει στους μετανάστες που απελάθηκαν κατά παράβαση της εντολής του να προσφύγουν στα δικαστήρια για να αμφισβητήσουν την απόφασή της. Ο Μπόσμπεργκ τόνισε ότι για να γίνει αυτό, δεν απαιτείται να επιστρέψουν οι μετανάστες στις ΗΠΑ και η κυβέρνηση θα μπορούσε να προτείνει «άλλους τρόπους συμμόρφωσής της».
Η κυβέρνηση Τραμπ δεν ανταποκρίθηκε αμέσως σε ένα αίτημα για κάποιο σχόλιο.