Στην αρμόδια εισαγγελική Αρχή οδηγήθηκαν οι συλληφθέντες για τη φερόμενη εμπλοκή τους στον θάνατο του αρχιφύλακα Γιώργου Λυγγερίδη, ο οποίος έχασε τη ζωή του από ναυτική φωτοβολίδα μετά από συμπλοκών που σημειώθηκαν με οπαδούς έξω από το κλειστό γυμναστήριο του Ρέντη.

Από την Υποδιεύθυνση Αντιμετώπισης Βίας στους Αθλητικούς Χώρους της Διεύθυνσης Ασφάλειας Αττικής ανακοινώθηκε ότι «ολοκληρώθηκε η έρευνα στο πλαίσιο της οποίας διακριβώθηκε η δράση εγκληματικής οργάνωσης, τα μέλη της οποίας προέβαιναν σε εγκληματικές πράξεις με αθλητικό υπόβαθρο, μεταξύ των οποίων και η επίθεση σε βάρος αστυνομικών της Υ.Α.Τ. στις 7 Δεκεμβρίου 2023 στο Ρέντη, με αποτέλεσμα το θάνατο του Αρχιφύλακα Γεώργιου Λυγγερίδη.

Για τον τερματισμό της δράσης τους οργανώθηκε και υλοποιήθηκε, τη Δευτέρα 22 Απριλίου 2024, αστυνομική επιχείρηση με την κωδική ονομασία «ΔΑΜΟΚΛΕΙΟΣ ΣΠΑΘΗ», στο πλαίσιο της οποίας συνελήφθησαν-63- μέλη της οργάνωσης, που συνολικά απαρτίζεται από -160- άτομα, τα οποία κατηγορούνται για –κατά περίπτωση- εγκληματική οργάνωση, ανθρωποκτονία από πρόθεση, επικίνδυνες σωματικές βλάβες, διατάραξη κοινής ειρήνης, έκρηξη, ληστεία, εκβίαση, εμπρησμό, κλοπή, φθορά ξένης ιδιοκτησίας και για παραβάσεις σχετικές με τις εκρηκτικές ύλες, τις φωτοβολίδες, τα βεγγαλικά, τα όπλα σε συνδυασμό με τη νομοθεσία περί αθλητισμού.

Οι συλλήψεις

Στο πλαίσιο των ερευνών συνελήφθησαν επιπλέον -4- άτομα που κατηγορούνται για παράβαση των νόμων περί ναρκωτικών , περί όπλων και περί φωτοβολίδων και βεγγαλικών.

Η έρευνα, που διεξήχθη υπό άκρα μυστικότητα τους τελευταίους -4- μήνες, ξεκίνησε αμέσως μετά την επίθεση στου Ρέντη και από την εξέλιξή της διαπιστώθηκε ότι αυτή δεν αποτελούσε ένα μεμονωμένο περιστατικό, αλλά προέκυψε ότι διαπράχθηκε από οπαδούς ομάδας, οι οποίοι τουλάχιστον από το 2019 είχαν συγκροτήσει επιχειρησιακά δομημένη και με διαρκή δράση εγκληματική οργάνωση, με σκοπό την τέλεση κακουργημάτων και πλημμελημάτων σε βάρος αστυνομικών και αντίπαλων οπαδών.

Το συμπέρασμα αυτό ήταν αποτέλεσμα ενδελεχούς και σε βάθος έρευνας, στο πλαίσιο της οποίας αξιοποιήθηκαν προανακριτικά στοιχεία και δεδομένα, ειδικές ανακριτικές τεχνικές και δικονομικά μέσα ενώ καίριο ρόλο διαδραμάτισε και η συνδρομή του επιστημονικού προσωπικού της Διεύθυνσης Εγκληματολογικών Ερευνών, που κλήθηκε να εξετάσει και να διενεργήσει συγκριτικές εξετάσεις σε πλήθος πειστηρίων και ευρημάτων.