«Είναι ο πιο συναρπαστικός Αμερικανός ηθοποιός της οθόνης» έγραψε κάποτε για τον Μάρλον Μπράντο η διάσημη Αμερικανίδα κριτικός κινηματογράφου Πολίν Καέλ. Αυτή η λέξη, «συναρπαστικός», καλύπτει όλο το φάσμα ενός ανθρώπου που μέσα σε τόσο σύντομο χρονικό διάστημα και για πάντα, θρύλος. Ένας μεγάλος ηθοποιός αλλά ταυτόχρονα ένας σταρ πρώτου μεγέθους, του οποίου η προσωπικότητα και το στυλ ερμηνείας όχι μόνο θέσπισαν νέα σχολή αλλά διαμόρφωσαν ριζικά τον τρόπο υποκριτικής στο θέατρο και τον κινηματογράφο.

Η πρώτη εμφάνιση στο θέατρο του γεννημένου στις 3 Απριλίου του 1924 στην Ομαχα της Νεμπράσκα ηθοποιού, έγινε στο έργο «Θυμάμαι τη μητέρα», διασκευή του Τζον Βαν Ντρουτεν από το «Οι καταθέσεις της μητέρας» της Κάθριν Φορμπς. Είκοσι μόλις χρονών τότε, ο Μπράντο, γιός πωλητή εταιρείας ζωοτροφών με τον οποίο δεν είχε καθόλου καλές σχέσεις (λέγεται ότι τον κακοποιούσε), έπαιξε ένα δεκαπεντάχρονο αγόρι.

«Λεωφορείο ο πόθος»

Ηταν η αρχή μιας σπουδαίας καριέρας. Ο Μπράντο βρήκε τον δρόμο του στη Νέα Υόρκη όπου μαθήτευσε δίπλα στην θρυλική Στέλλα Αντλερ η οποία είδε πάνω του «τον καλύτερο ηθοποιό της Αμερικής» όπως θα έλεγε αργότερα η ίδια. Το 1947 το άστρο του Μπράντο άρχισε να λάμπει όταν για πρώτη φορά στο θέατρο φόρεσε το βρώμικο φανελάκι του Στάνλεϊ Κοβάλσκι στο «Λεωφορείο ο πόθος», την πρωτη συνεργασία του, με τον Ελία Καζάν. Το έργο του Τενεσί Ουίλιαμς ανέβηκε στις 3 Δεκεμβρίου του 1947 στο Μπρόντγουεϊ και η παράσταση ήταν μια από τις καλύτερες εκείνης της χρονιάς και η πιο πρωτοποριακή.

Από το θέατρο στον κινηματογράφο

O ρόλος του Στάνλεϊ Κοβάλσκι στο «Λιμάνι της αγωνίας» του Ελία Καζάν, πρώτα στο θέατρο και αργότερα στον κινηματογράφο, ήταν εκείνος που τον καθιέρωσε

Η κινηματογραφική «εισβολή» του Μπράντο έγινε το 1951 με την ταινία «Το κορμί μου σου ανήκει» («The men») ένα αντιπολεμικό δράμα του Φρεντ Τσίνεμαν στο οποίο ο ηθοποιός έπαιξε έναν παράλυτο βετεράνο πολέμου. Ο Μπράντο χρειάστηκε να πειστεί για να παίξει στην ταινία γιατί η σχέση του με τον κινηματογράφο δεν ήταν καλή. Αργότερα άλλαξε γνώμη έχοντας αντιληφθεί ότι ο κινηματογράφος ,ιδιαίτερα σε ότι αφορά την πρακτική του, ήταν κάτι το εντελώς διαφορετικό από το θέατρο, απαιτώντας διαφορετική αντιμετώπιση. «Σε καμία περίπτωση η εκπαίδευση ενός θεατρικού ηθοποιού δεν μπορεί να θεωρηθεί ολοκληρωμένη, αν ο ηθοποιός δεν έχει αποκτήσει την εμπειρία του γυρίσματος μιας ταινίας» θα έλεγε αργότερα.

Το πρώτο Οσκαρ

Η δεύτερη ταινία του ήταν η κινηματογραφική διασκευή του «Λεωφορείον ο πόθος» και το φιλμ που τον οδήγησε για πρώτη φορά στα Οσκαρ. Δεν κέρδισε τότε το βραβείο αλλά πέντε χρόνια αργότερα το κέρδισε έχοντας παίξει τον πρώην μποξέρ, νυν άνθρωπο των συνδικάτων στα οποία και τελικά αντιστέκεται στο «Λιμάνι της αγωνίας», επίσης του Καζάν. Ο Μπράντο παρέλαβε το βραβείο σε εκείνη την απονομή, κάτι που δεν έκανε πολλά χρόνια αργότερα, το 1973, όταν το κέρδισε για δεύτερη φορά παίζοντας τον ρόλο του ήρωα του τίτλου στον «Νονό» του Φράνσις Κόπολα, που κατέκτησε μια θέση ανάμεσα στις σημαντικότερες ταινίες στην ιστορία του αμερικανικού κινηματογράφου.

Μαζί με την Γκρέις Κέλι στην απονομή των Οσκαρ του 1956 όταν απέσπασε το Οσκαρ Α ρόλου για το «Λιμάνι της αγωνίας»

Οι κοινωνικές ευαισθησίες

Στην δεκαετία του 1960 οι κοινωνικές ευαισθησίες του Μπράντο, ιδιαίτερα στα ζητήματα που αφορούσαν τους Αμερικανούς Ινδιάνους, βρίσκονταν στις προτεραιότητές του. Αποίος απέρριπτε πια το Χόλιγουντ και τους «ηλίθιους θεσμούς του» όπως τους αποκαλούσε. Επίσης, στα sixties οι ταινίες του δεν είχαν την επιτυχία και απήχηση εκείνων στην αμέσως προηγούμενη δεκαετία. Ανάμεσά τους οι «Ανταρσία του Μπάουντι», «Απαλούζα», «Quemada» και «Ανταύγειες σε χρυσό μάτι».

Η ανάκαμψη της δεκαετίας του 1970

Στην δεκαετία του 1970 και χάρη τόσο στον «Νονό» όσο και στο «Τελευταίο τανγκό στο Παρίσι» (1973) του Μπερνάρντο Μπερτολούτσι η καριέρα του Μπράντο αρχίσει να ανακάμπτει. Ωστόσο, προτού ακόμη εμφανιστεί στο «Σούπερμαν» (για το οποίο πληρώθηκε με το αμύθητο για το 1978 ποσό των τεσσάρων εκατομμυρίων δολαρίων) ο Μπράντο δήλωνε ότι εγκαταλείπει τον κινηματογράφο. Η τελευταία μεγάλη του ταινία και επίσης μια από τις πιο σημαντικές στην Ιστορία του σινεμά είναι η «Αποκάλυψη Τώρα!» (1979) του Φράνσις Κόπολα που γυρίστηκε υπό εφιαλτικές συνθήκες στις Φιλιππίνες.

Σκηνή από τον «Νονό» όπου ο Μάρλον Μπράντο στον ρόλο του ντον Βίτο Κορλεόνε δέχεται το χειροφίλημα του Μπονασέρα (Σαλβατόρε Κορσίτο) υπό το βλέμμα του Σόνι Κορλεόνε (Τζέιμς Κάαν)

Οταν ο Μπράντο γύριζε την ταινία «Η ανταρσία του Μπάουντι» στη Γαλλική Πολυνησία ερωτεύτηκε την ατόλη Τετιαρία, 56 χιλιόμετρα από την Ταϊτή και μερικά χρόνια αργότερα την αγόρασε για να την μετατρέψει σε προσωπικό του παράδεισο. Για τον ίδιο ένα λιτό σπίτι ήταν αρκετό στις επισκέψεις του όμως το νησί μετατράπηκε σε τουριστικό θέρετρο. Στα τελευταία χρόνια της ζωής του είχε αποτραβηχτεί εκεί.

Η «Αποκάλυψη τώρα!» (1979) του Φράνσις Κόπολα είναι η τελευταία, πραγματικά μεγάλη ταινία του

Το σινεμά που δεν εγκατέλειψε ποτέ

Από την δεκαετία του 1980 μέχρι το τέλος της ζωής του, ο Μπράντο, όλο και πιο συχνά δήλωνε ότι εγκαταλείπει το σινεμά κάτι που πάντα διέψευδε κάνοντας μικρές ή μεγάλες εμφανίσεις σε μέτριες ως επί το πλείστον ταινίες. Βασικό κίνητρο του εκκεντρικού ηθοποιού ήταν τα χρήματα που ανέκαθεν χρειαζόταν για τα χρέη του. Τα χρέη του είχαν αρχίσει να διογκώνονται επικίνδυνα ύστερα από το σκάνδαλο της υπόθεσης δολοφονίας στην οποία είχε εμπλακεί ο γιος του Κρίστιαν το 1990. Μάλιστα, λίγο πριν τον θάνατό του, η πρώην οικιακή βοηθός του Κριστίνα Ρουίζ είχε απειλήσει να κινήσει εκ νέου δικαστική μάχη ζητώντας από τον Μπράντο να καταθέσει 82,5 εκατ. ευρώ σε διατροφή.

Αλλαξε δια παντός την έννοια της υποκριτικής

Είχε αποκαλέσει τον εαυτό του μηχανοράφο, πλακατζή, ψεύτη και απατεώνα και είχε πει «ο ηθοποιός δεν είναι επάγγελμα ο υδραυλικός είναι». Στις δεκάδες βιογραφίες που κυκλοφορούν για αυτόν, ξεχωριστή θέση κρατούν τα περιστατικά που αναφέρονται στα τερτίπια και τις παραξενιές του, στην δυσκολία συνεννόησης με συναδέλφους, σκηνοθέτες, τεχνικούς εν’ ολίγοις με τους πάντες.

Όμως ο Μάρλον Μπράντο ήταν, είναι και πάντα θα είναι ο άνθρωπος που μια φορά και έναν καιρό άλλαξε διά παντός την έννοια της υποκριτικής.