Πόσο εύκολο είναι να συνδέσουμε στην πάροδο του χρόνου τον πρωτοεμφανιζόμενο Γιώργο Λάνθιμο της (κάποτε άσημης) Κινέττας (2005) με τον αναγνωρισμένο διεθνώς Yorgos Lanthimos του διάσημου και υποψήφιου για 11 Όσκαρ Poor Things (2023); Τον Λάνθιμο της ελληνικής κινηματογραφίας με τον Λάνθιμο της διεθνούς κινηματογραφίας που μετρά συνολικά οκτώ μεγάλου μήκους ταινίες συν δύο μικρού μήκους; Πρώτα από όλα ανακατεύουμε γερά ορισμένα από τα καλύτερα στοιχεία της ποπ κουλτούρας, απομακρυνόμαστε από την παραδοσιακή «νορμάλ» κινηματογραφική αφήγηση και ξεκινάμε…

Στον δρόμο για τα Όσκαρ

Αν δούμε τι άλλαξε μέσα σε αυτά τα περίπου είκοσι χρόνια που έχουν μεσολαβήσει από εκείνη την πρώτη μεγάλου μήκους ταινία του Έλληνα δημιουργού και το DIY σινεμά του, μέχρι σήμερα που μεσουρανεί στην κατηγορία των σημαντικότερων δημιουργών του παγκόσμιου σινεμά, θα βρούμε μόνο επιτυχίες-σταθμούς, ταινίες-σκαλοπάτια προς μία θετική, ανοδική πορεία. Από τη μία ταινία στην άλλη, η γενική διαπίστωση είναι ότι η εξέλιξη του Γιώργου Λάνθιμου δεν έχει στραβοπατήματα, ταινίες που απογοήτευσαν και δεν στάθηκαν στο ύψος των προσδοκιών, ακόμα και η μετοίκιση του στο ξενόγλωσσο σινεμά έγινε με επιτυχημένο οργανικά τρόπο στη φιλμογραφία του, εμπλούτισε το δημιουργικό του όραμα, του έδωσε ώθηση μόνο προς τα εμπρός.

Ας σημειώσουμε για την ιστορία και την σωστή τοποθέτηση τούτου του κειμένου ότι φέτος ο Γιώργος Λάνθιμος διεκδικεί τη 2η οσκαρική υποψηφιότητά του στη Σκηνοθεσία μέτα την «Ευνοούμενη» για την οποία ήταν υποψήφιος το 2019, ενώ συγκεντρώνει 6 οσκαρικές υποψηφιότητες στην καριέρα του συμπεριλαμβανομένου αυτών που διαθέτει ως παραγωγός αλλά και του υποψήφιου για Ξενόγλωσσο Οσκαρ «Κυνόδοντα» το 2009.

«…το «Poor Things» «μεγάλωσε», έγινε η ταινία του Γιώργου Λάνθιμου για την οποία συζητούν όλοι…»

Καθόλου τυχαία τη σεζόν 2023-2024 παρατηρήσαμε την απαρχή μιας νέας σχέσης των Ελλήνων σινεφίλ και μη με τον διεθνή Έλληνα σκηνοθέτη, καθώς για πρώτη φορά τόσοι πολλοί θεατές στην Ελλάδα στήθηκαν υπομονετικά στην ουρά για να δουν Poor Things. Η ταινία συγκέντρωσε πάνω από 400.000 εισιτήρια, νούμερο που πιστοποιεί την αλματώδη επιρροή του προφίλ του Λάνθιμου στο εγχώριο box office αν θυμηθεί κανείς τα 40.000 εισιτήρια στα ελληνικά ταμεία τη σεζόν 2009-2010. Μέσα από ένα πολύ δυναμικό λέγε-λέγε, που έδειξε την προτίμηση του κόσμου να σχολιάζει και να αναλύει αδιαλλείπτως, το «Poor Things» «μεγάλωσε», έγινε η ταινία του Γιώργου Λάνθιμου για την οποία συζητούν όλοι και την συγκρίνουν ταυτόχρονα με τον «Κυνόδοντα».

Εν μέρει αυτή η επιτυχία της ταινίας, απέναντι στο δύσπιστο εντός ελληνικών συνόρων κοινό οφείλεται και στη ‘’mainstream μαγιά’’ της. Εντυπωσιακά σετ σε στούντιο με επιρροές κυρίως από τον «Δράκουλα» του Φράνσις Φορντ Κόπολα, εξίσου εντυπωσιακά εφέ, ζηλευτά κοστούμια για την πανέμορφη Μπέλα Μπάξτερ, τρεις εξαιρετικοί ηθοποιοί για τους βασικούς ρόλους – οι Έμα Στόουν, Μαρκ Ράφαλο και Γουίλεμ Νταφόε σε ερμηνευτικό κρεσέντο -, παιχνίδια με τις ευρυγώνιες φωτογραφικές λήψεις και μια ιστορία οικεία στον μέσο θεατή, όπως ο μύθος του Φρανκενστάιν, αυτή τη φορά μέσα από τη φεμινιστική και σουρεαλιστική οπτική των Γιώργου Λάνθιμου και Τόνι ΜακΝαμάρα, με τον τελευταίο να διασκευάζει το μυθιστόρημα «Poor Things» του Άλασντερ Γκρέι.

Κινέττα

Μέχρι αυτή την πλούσια σε εικόνες, συμβολισμούς και ιδέες, παραγωγή του Έλληνα σκηνοθέτη, που επιβραβεύτηκε μεταξύ άλλων με τον Χρυσό Λέοντα του Φεστιβάλ Βενετίας, βραβείο- προάγγελο οσκαρικής διαδρομής, ο Λάνθιμος διένυσε πολλές κινηματογραφικές διαδρομές. Η Κινέττα (2005) πρωτοσύστησε έναν εκκολαπτόμενο δημιουργό, τότε 32 ετών, με πρωταγωνιστές μια χούφτα εκκεντρικούς χαρακτήρες, πολλές σιωπές και παράξενες συμπεριφορές να τέμνουν τις διαδρομές τους σε μια αρκούντως παράδοξη γωνιά της Ελλάδος.

Ο Λάνθιμος είχε ήδη μέχρι τότε πίσω του προϋπηρεσία στο χώρο της διαφήμισης και των βιντεοκλίπ, στη δημιουργική ομάδα των τελετών έναρξης και λήξης των Ολυμπιακών Αγώνων της Αθήνας, ενώ είχε συν-σκηνοθετήσει την ταινία «Ο καλύτερος μου φίλος» (2001) με τον Λάκη Λαζόπουλο. Σε σενάριο του Γιώργου Κακανάκη, η ταινία προβλήθηκε στο διαγωνιστικό τμήμα του Διεθνούς Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Θεσσαλονίκης, πέρασε από τα φεστιβάλ του Τορόντο και της γερμανικής Μπερλινάλε, για να θέσει τους σπόρους του λεγόμενου Greek Weird Wave. Fast forward μερικά χρόνια μετά, σημειώνουμε ότι η «Κινέττα» προβάλλεται σήμερα συνήθως μαζί με τον «Κυνόδοντα» σε αφιερώματα στο δημιουργικό σύμπαν του Γιώργου Λάνθιμου, ενώ έχει προβληθεί και στην Αμερική.

Κυνόδοντας

Ο «Κυνόδοντας» (2009) στη συνέχεια, στηρίχθηκε εν τη γενέσει του ως σενάριο από το Ελληνικό Κέντρο Κινηματογράφου για να κάνει τα πρώτα του βήματα και να σκάσει σαν κεραυνός εν αιθρία την άνοιξη του 2009 στο τμήμα Ένα Κάποιο Βλέμμα του Φεστιβάλ Καννών, κερδίζοντας το πρώτο βραβείο του εν λόγω τμήματος. Το λεγόμενο Greek Weird Wave γεννήθηκε μια άνοιξη πριν από 15 ακριβώς χρόνια και αποτελούσε μια ατόφια πρωτοποριακή ματιά εστιάζοντας στην ελληνική οικογένεια. Ευφυώς δομημένη σαν αλληγορία πάνω στον αυταρχισμό όχι μόνο της πατροπαράδοτης ελληνικής οικογένειας αλλά και ευρύτερα πάνω στο καταπιεστικό εκ φύσεως «σύστημα» οποιασδήποτε σύγχρονης κοινωνίας, η ταινία του Γιώργου Λάνθιμου εξελίχθηκε σε σημείο αναφοράς όχι μόνο για το ελληνικό αλλά και για το ευρωπαϊκό σινεμά.

Για τις αρετές της στη σκηνοθεσία αλλά και στο σενάριο του Ευθύμη Φιλίππου, ο οποίος συνδέθηκε ανεπιστρεπτί με τον Λάνθιμο από εδώ και στο εξής, όπως και στις τέλεια εναρμονισμένες με την υπερρεαλιστική της αισθητική ερμηνείες των ηθοποιών, ο «Κυνόδοντας« έφθασε μέχρι τις υποψηφιότητες των Ξενόγλωσσων Όσκαρ το 2011. Χρειάστηκαν γι’ αυτό εξωστρεφή βήματα, προβολές στο εξωτερικό και η ανάδειξη της ταινίας ως φαινομένου στα ευρωπαϊκά κινηματογραφικά πράγματα. Όσο οι εγχώριοι κριτικοί έριζαν πάνω στο νέο αυτό φαινόμενο και το ελληνικό κοινό βίωνε αμηχανία και σοκ θεωρώντας το φιλμ εξωγήινο σώμα σε σχέση με το εγχώριο σινεμά (ή με την εγχώρια τηλεόραση), ο Λάνθιμος ξεμάκραινε προς μια διαφορετική πορεία. Σήμερα, ο «Κυνόδοντας» παραμένει η ταινία που άνοιξε έναν νέο δρόμο για τον ελληνικό κινηματογράφο ως ό,τι πιο πρωτοποριακό έχει γεννήσει αυτό εδώ και μία 15ετία.

Αλπεις

Οι «Άλπεις» που ακολούθησαν το 2011, χάρισαν το Βραβείο Σεναρίου του 68ου Φεστιβάλ Κινηματογράφου Βενετίας στους Λάνθιμο και Φιλίππου, για την πρωτοτυπία της ιδέας τους, αλλά η αποδοχή της ταινίας απήχε μακράν από εκείνη του «Κυνόδοντα». Πολύ πιο «κλινική» και περιγραφική στο περιεχόμενο του δράματος, η δεύτερη ταινία του Λάνθιμου ακολουθεί μια ομάδα, που αποτελείται από ένα τραυματιοφορέα, μια νοσοκόμα, μια αθλήτρια γυμναστικής και τον προπονητή της, που υπό την ονομασία «Άλπεις», αναλαμβάνει να αντικαθιστά νεκρούς για λογαριασμό φίλων και συγγενών, ώσπου μια πρωτοβουλία της νοσοκόμας ανατρέπει τις ισορροπίες.

Αστακός

Ωστόσο, η πορεία του έλληνα σκηνοθέτη προς το εξωτερικό είχε ξεκινήσει. Η μεταπήδηση στο αγγλόφωνο σινεμά έγινε με τον «Αστακό» (The Lobster, 2015), ευρωπαϊκή συμπαραγωγή με την ελληνική Faliro House να συμμετέχει στην παραγωγή. Οι Λάνθιμος και Φιλίππου συνέγραψαν μια χιουμοριστική…δυστοπία και ταυτόχρονα μια ιστορία αγάπης που γυρίστηκε στην Ιρλανδία με τους Κόλιν Φάρελ, Ρέιτσελ Βάις, Ολίβια Κόλμαν, Λεά Σεϊντού, Αριάν Λαμπέντ, Τομ Γουίσο και την Αγγελική Παπούλια του «Κυνόδοντα» και των «Άλπεων»  σε έναν μικρό ρόλο.

«Μια αντισυμβατική ιστορία αγάπης, τοποθετημένη σε ένα δυστοπικό, κοντινό μέλλον, οι μοναχικοί άνθρωποι, σύμφωνα με τους κανόνες της Πόλης, συλλαμβάνονται και μεταφέρονται στο Ξενοδοχείο. Εκεί είναι υποχρεωμένοι να βρουν έναν ταιριαστό σύντροφο μέσα σε 45 μέρες. Αν αποτύχουν μεταμορφώνονται σε ένα ζώο της επιλογής τους κι απελευθερώνονται στο Δάσος». Αυτούσια η πρώτη ανακοίνωση της ταινίας συνόδεψε την έκπληξη πολλών, μαζί και την πρώτη διαπίστωση ότι ο Λάνθιμος είχε μπει στα διεθνή του μονοπάτια με όρους διεθνών παραγωγών. Τέλος τα μικρά budget για κινηματογραφικές παραγωγές, με τον δημιουργό να εξελίσσει το ταλέντο του στο πλαίσιο μιας κινηματογραφικής βιομηχανίας και όχι ενός χειροποίητου σινεμά.  Το αποτέλεσμα ήταν ένα αγγλόφωνο ντεμπούτο με τον ιδιοσυγκρασιακό χαρακτήρα του Λάνθιμου διατηρημένο στο ακέραιο. Ο «Αστακός» κέρδισε μια υποψηφιότητα για Όσκαρ Πρωτότυπου Σεναρίου για τους Λάνθιμο-Φιλίππου, ενώ με μια σειρά επιπλέον βραβείων από το Φεστιβάλ Καννών και από αλλού διευκολύνθηκε η πραγμάτωση του επόμενου πρότζεκτ, υπό τον τίτλο «Ο Θάνατος του Ιερού Ελαφιού» (2017).

Ο Θάνατος του Ιερού Ελαφιού

Με το «Ιερό Ελάφι» (2017) ο Γιώργος Λάνθιμος, ξανά με τον Ευθύμη Φιλίππου ως συνσεναριογράφο, δρασκέλισε πιο μακάβρια μονοπάτια αλλά και τον μακρύ δρόμο του Χόλιγουντ. Τούτη η αμερικανοβρετανική συμπαραγωγή τον έφερε για τα καλά στο προσκήνιο ως σκηνοθέτη ηθοποιών για τον οποίο αναγνωρισμένοι σταρ ήταν διατεθιμένοι να δοκιμάσουν τη φημισμένη του αποστασιοποίηση από τους χαρακτήρες, το κλινικό περίγραμμα της σκηνογραφίας, το απροειδοποίητο ξέσπασμα της βίας. Μπροστά από την κάμερα μπήκαν η Νικόλ Κίντμαν, ο Κόλιν Φάρελ (ξανά), η Αλίσια Σίλβερστοουν, ο Μπάρι Κίογκαν, με όχημα το είδος του ψυχολογικού θρίλερ και βάση του Σεναρίου, που πήρε βραβείο στις Κάννες εξ ημισείας με το «Δεν ήσουν ποτέ εδώ» της Λιν Ράμσεϊ, την Ιφιγένεια εν Αυλίδι του Ευριπίδη να υφαίνεται στο άδυτο της οικογένειας ενός καρδιοχειρούργου, αντιμέτωπου με τη μεταφυσική και την εκδίκηση.

Η Ευνοούμενη

Την τραγικωμική φιγούρα του Φάρελ και τα πάθη του στις ταινίες του Λάνθιμου διαδέχθηκε η σκαμπρόζικη «Ευνοούμενη» (2018), πιο mainstream, δηλαδή πιο ‘’βατή’’ ταινία του, με απεύθυνση σε μεγαλύτερο κοινό απ’ ότι οι προηγούμενες ταινίες. Η πρώτη ταινία εποχής του Γιώργου Λάνθιμου σηματοδότησε διάφορες πρωτιές, με προεξέχουσα την πρώτη του συνεργασία με τον βρετανό σεναριογράφο Τόνι ΜακΝαμάρα, ο οποίος μαζί με την Ντέμπορα Ντέιβις βούτηξε με σαρκαστική ειρωνεία στις έριδες, στα πάθη και στις φιλοδοξίες στη βασιλική αυλή της Βασίλισσας Άννας, στην Αγγλία του 18ου αιώνα και κυρίως του τριγώνου των Ολίβια Κόλμαν, Έμα Στόουν και Ρέιτσελ Βάις. Το οξύ κωμικοτραγικό αφήγημα των Ντέιβις -Τόνι ΜακΝαμάρα, συνάντησε το σύμπαν του Λάνθιμου, που  για πρώτη φορά εκτός σεναρίου, προσέδωσε καφκικό παραλογισμό σε μια ιστορία εξουσίας και δράματος.

Η ασθενική βασίλισσα της Ολίβια Κόλμαν με τις πολλές μεταπτώσεις και αντικείμενο του πόθου την Έμα Στόουν, βρέθηκε στην πρώτη γραμμή του Φεστιβάλ Βενετίας παίρνοντας το καθοριστικό Βραβείο Γυναικείας Ερμηνείας (Κύπελο Volpi). Η ταινία κατέκτησε και το Μεγάλο Ειδικό Βραβείο της Επιτροπής της Μπιενάλε και μερικούς μήνες μετά, σάρωσε στα BAFTA με 7 σημαντικά βραβεία, για να πάει στην απονομή της Αμερικανικής Ακαδημίας Κινηματογράφου και να κερδίσει το Όσκαρ Α΄ Γυναικείου Ρόλου, το μοναδικό χρυσό αγαλματίδιο από τα συνολικά 10 για τα οποία ήταν υποψήφια η ταινία (ανάμεσά τους και αυτά της καλύτερης ταινίας, της σκηνοθεσίας, του πρωτότυπου σεναρίου και των β΄ γυναικείων ρόλων για τις Βάις και Στόουν). Με αυτή την ταινία ο Λάνθιμος εδραιώθηκε ως σκηνοθέτης ηθοποιών, «κοίταξε» για πρώτη φορά μέσα από το φακό του χαρακτήρες με έκδηλα συναισθήματα, ξεκινώντας ταυτόχρονα την κοινή καλλιτεχνική του πορεία με την Έμα Στόουν ως δίδυμο.

Nimic

Την οσκαρική «Ευνοούμενη» ακολουθεί η μικρού μήκους ταινία «Nimic» (2019), διάρκειας 12 λεπτών, μια σχετικά ανάλαφρη δυστοπική αλληγορία σε σενάριο ξανά των Λάνθιμου και Φιλίππου με πρωταγωνιστές τους Ματ Ντίλον και Δάφνη Πατακιά. Η ταινία έκανε πρεμιέρα εκτός συναγωνισμού στο Φεστιβάλ του Λοκάρνο, εξιστορώντας πώς η συνάντηση ενός επαγγελματία βιολοντσελίστα με μια άγνωστη γυναίκα στο μετρό έχει απροσδόκητες συνέπειες στη ζωή του.

Βληχή

Ο Yorgos Lanthimos και η Έμα Στόουν ήρθαν τον Φεβρουάριο του 2020, λίγο πριν το ξέσπασμα της πανδημίας του κορονοϊού στην Τήνο, για να γυρίσουν τη μαυρόασπρη μικρού μήκους ταινία «Βληχή», ανάθεση της Εθνικής Λυρικής Σκηνής και του οργανισμού NEON στον Γιώργο Λάνθιμο για το πρόγραμμα «The Artist on the Composer». Λόγω της πανδημίας, η παγκόσμια πρεμιέρα της «Βληχής» στην ΕΛΣ πραγματοποιήθηκε τον Μάιο του 2022, παρουσία του σκηνοθέτη και της μούσας του. Συνοδεία ζωντανής μουσικής με έργα των Τόσιο Χοσοκάβα και Κνουτ Νίστεντ, η «Βληχή», έγινε η πρώτη καλλιτεχνική δουλειά του Λάνθιμου με ελληνική σφραγίδα από την εποχή των «Άλπεων». Σε 30 λεπτά η αφήγηση συστήνει ένα βωβό δράμα στην οθόνη, μια ιστορία θανάτου και ανάστασης στην ερημιά ενός άχρονου, σκληρού τοπίου που χωνεύει τον ρεαλισμό, το όνειρο, το φολκλόρ, την πολιτισμική κληρονομιά, τον έρωτα,το πάθος, την όπερα, το σινεμά.

Poor Things

Το «Poor Things» έκανε την πρεμιέρα του ενάμισι χρόνο μετά τη «Βληχή», το 2023, επανασυστήνοντας τον έλληνα σκηνοθέτη σε γοτθικό σκηνικό, άχρονο (επίσης) κατά βάση, με ένταση και ζωηράδα στα χρώματα όπου η ηρωίδα Μπέλα Μπάξτερ νεκρανασταίνεται (όπως και στη «Βληχή») από την ανορθόδοξη χειρουργική επέμβαση του τρελού επιστήμονα Δρ. Γκόντγουιν Μπάξτερ και μαθαίνει να ξαναζεί βήμα βήμα, αφήνοντας μέχρι και την πατρική εστία για να γυρίσει τον κόσμο στην αγκαλιά ενός ασύδοτου μπον βιβέρ δικηγόρου.

Μετά-φεμινιστική, απλώς φεμινιστική ή οτιδήποτε άλλο απελευθερωμένο από ταμπέλες, σίγουρα, ταιριαστή στις Χρυσές Σφαίρες όπου απέσπασε δύο (Καλύτερης Ταινίας και Α΄ Γυναικείου Ρόλου στις κατηγορίες Κωμωδία ή Μιούζικαλ) και οσκαρική με 11 υποψηφιότητες, (μεταξύ των οποίων καλύτερης ταινίας, σκηνοθεσίας, α΄ γυναικείου ρόλου, διασκευασμένου σεναρίου για τον Τόνι ΜακΝαμάρα στη δεύτερή του συνεργασία με τον Γιώργο Λάνθιμο), η ταινία, ξεδιπλώνει κατά βάση τη διαδρομή ενηλικίωσης μιας γυναίκας.

Αισίως, στις 10 Μαρτίου, στην απονομή των Όσκαρ, η Έμα Στόουν, φαβορί για το «χρυσό», θα το κρατήσει στα χέρια της για δεύτερη φορά –η βραδιά για το «Poor Things» από πλευράς βραβεύσεων προβλέπεται ταπεινή σε συγκομιδή βραβείων απέναντι στον σίφουνα «Οπενχάιμερ».

Τα επόμενα σχέδια

Αμέσως μετά, όταν τα λαμπερά φώτα των Όσκαρ σβήσουν, ο Γιώργος Λάνθιμος θα επιστρέψει στα επόμενα πρότζεκτ που πρέπει να φροντίσει: το Kinds of Kindness που έχει ήδη γυριστεί πάνω σε ένα σενάριο που συνέγραψε με τον Ευθύμη Φιλίππου και έχει στο καστ μεταξύ άλλων τους Έμα Στόουν, Μάργκαρετ Κουόλεϊ, Τζέσι Πλέμονς και Γουίλεμ Νταφόε, καθώς και το ριμέικ της νοτιοκορεάτικης κωμωδίας Save the Green Planet, πάλι με τον Φιλίππου στο σενάριο και την Στόουν μπροστά από την κάμερα.

Όπως και ο ίδιος επισημαίνει, ο Λάνθιμος δεν είναι πρεσβευτής του ελληνικού σινεμά στο εξωτερικό. Οι παραγωγές που υπογράφει ως δημιουργός είναι αγγλόφωνες, αμερικανοβρετανικές και έχουν την ιδιοσυγκρασιακή του σφραγίδα, η οποία διαρκώς εξελίσσεται. Από ταινία σε ταινία, ο Λάνθιμος έχει κοινή διαδρομή εδώ και χρόνια με τον σεναριογράφο Ευθύμη Φιλίππου, τον μοντέρ Γιώργο Μαυροψαρίδη, που είναι για δεύτερη φορά φέτος υποψήφιος για Όσκαρ με το «Poor Things» μετά την «Ευνοούμενη», τον διευθυντή φωτογραφίας Θύμιο Μπακατάκη («Κυνόδοντας», «Ο Αστακός», «Ο θάνατος ενός Ιερού Ελαφιού»), τους ηθοποιούς με τους οποίους βρίσκει σημείο επαφής.

Την ελληνική του ρίζα θα τη βρούμε στα σενάρια του, σε τυχαίες ή φανερές αναφορές στον κινηματογράφο του Νίκου Παπατάκη και του Τάκη Κανελλόπουλου, στη μελωδία του «Τι είναι αυτό που το λένε αγάπη» του Τώνη Μαρούδα…Ανάμεσα σε Ευρώπη και Αμερική, όλα αυτά συνθέτουν το δικό του σινεμά, σταυροδρόμι πολλών ιδέων και προσωπικών καταβολών που εξελίσσονται από τη μία ταινία στην άλλη, προσδιορίζοντας το «λανθιμικό» σύμπαν.