Το 2023 υπήρξε χρονιά τριών εκλογικών αναμετρήσεων. Στις δύο πρώτες η ΝΔ του Κυριάκου Μητσοτάκη επιβεβαίωσε την πολιτική της κυριαρχία. Εξασφάλισε μια άνετη κυβερνητική πλειοψηφία και, παράλληλα, είδε την αντιπολίτευση είτε να εισέρχεται σε φάση αποσύνθεσης (ΣΥΡΙΖΑ) είτε να πραγματοποιεί χαμηλές πτήσεις ανόδου (ΠαΣοΚ) που δεν εκπέμπει μηνύματα άμεσης αμφισβήτησης της.  Το σκηνικό δεν άλλαξε, κατά τρόπο αξιοπρόσεχτο, ούτε στις τοπικές εκλογές που ακολούθησαν τρείς μήνες μετά. 

Η κυβέρνηση προσήλθε στις κάλπες με το τραγικό δυστύχημα στα Τέμπη να ρίχνει βαριά σκιά στο αφήγημα του εκσυγχρονισμού του κράτους και τις φυσικές καταστροφές με αποκορύφωμα τις βιβλικές εικόνες της Θεσσαλίας να θέτουν εν αμφιβόλω τη διαχειριστική ικανότητας της σημαίας της διακυβέρνησης Μητσοτάκη, του επιτελικού κράτους. Παρ όλα αυτά και παρά τις δηλώσεις υπουργών που εξέπεμπαν σημάδια αλαζονείας το κόστος ήταν μικρό. Δεν κερδήθηκαν, όπως θα ήθελε το επιτελείο του Μεγάρου Μαξίμου και οι 13 περιφέρειες, χάθηκε η μάχη της Θεσσαλίας και ο δήμος της Αθήνας αλλά εικόνα κλονισμού της πολιτικής κυριαρχίας της ΝΔ, δεν μεταδόθηκε.   

Το 2024 έχει μια εκλογική αναμέτρηση, τις Ευρωεκλογές, τον Ιούνιο, που εκ των πραγμάτων αναδεικνύονται σε πολιτικό ορόσημο. Και η κυβέρνηση και τα κόμματα της αντιπολίτευσης έχουν ήδη εκπονήσει  σχεδιασμό εξαμήνου. Στις ευρωπαϊκές κάλπες δεν θα κριθεί, όπως λανθασμένα πιστεύει η αντιπολίτευση ο συσχετισμός δυνάμεων στο χώρο της κεντροαριστεράς.

Θα κριθεί κάτι πολύ μεγαλύτερο. Το αν θα συνεχιστεί ανενόχλητη η κυριαρχία της ΝΔ και του Κυριάκου Μητσοτάκη. Γιατί αν τα αποτελέσματα είναι πάνω-κάτω αυτά που καταγράφονται στις δημοσκοπήσεις τότε η πορεία προς τις εκλογές, αν δεν υπάρξουν απρόβλεπτα γεγονότα, θα θυμίζει την πορεία προς τις κάλπες του 2023 και το αποτέλεσμα τους.

Οι άσοι και τα «μανίκια» της κυβέρνησης 

Η κυβέρνηση μπαίνει στη νέα χρονιά επιχειρώντας να πατήσει μεταρρυθμιστικό γκάζι. Ο Πρωθυπουργός έχει αναφερθεί σε ένα «ορμητικό κύμα αλλαγών» και εμφανίζεται έτοιμος να συγκρουστεί με «ριζωμένες παθογένειες και την αγκύλωση της γραφειοκρατίας». Τρία νομοσχέδια, για την ίδρυση των μη κρατικών ΑΕΙ, την επιστολική ψήφο και το νέο δικαστικό χάρτη, παίρνουν το δρόμο προς τη Βουλή για να εξυπηρετήσουν ένα διπλό στόχο. Να ενισχύσουν το μεταρρυθμιστικό προφίλ του Κυριάκου Μητσοτάκη. Και να αναδείξουν τις προγραμματικές αδυναμίες των αντιπάλων του.  Η μητέρα των μαχών αναμένεται να γίνει στο πεδίο της ίδρυσης των μη κρατικών ΑΕΙ.

Παρουσιάζεται, με μεγάλη επικοινωνιακή υποστήριξη που αγγίζει τα όρια της προπαγάνδας, ως η μεταρρύθμιση την οποία έχει απόλυτη ανάγκη η χώρα και μάλιστα άμεσα. Οποιαδήποτε υποσημείωση αντιμετωπίζεται ως προερχόμενη από την δεκαετία του 80, που δεν αντιλαμβάνεται ότι οι εποχές έχουν αλλάξει.

Η κυβέρνηση, στο πεδίο αυτό, εμφανίζεται αποφασισμένη για συγκρούσεις. Αντιθέτως η αντιπολίτευση μοιάζει να μην έχει χαράξει ξεκάθαρη γραμμή πλεύσης. Για παράδειγμα, το ΠαΣοΚ, εκπέμπει μια στάση «ναι μεν αλλά».  Η ηγεσία της Χαριλάου Τρικούπη δεν έχει εκφέρει κάποιες ζωηρές ενστάσεις. Αλλά ο αρμόδιος του τομέα Παιδείας, Στ. Παραστατίδης αρθρογραφεί κατακεραυνώνοντας την κυβερνητική πρωτοβουλία.

Η κυβέρνηση έχοντας ως όπλο την καλή, όπως λέγεται, πορεία της οικονομίας, που επιτρέπει λελογισμένες παροχές θεωρεί ότι θα δημιουργήσει ισχυρά αντίβαρα που θα εξισορροπήσουν τη δυσαρέσκεια που υπάρχει στην κοινωνία και καταγράφεται στις δημοσκοπήσεις για πτυχές της πολιτικής της που δεν έχουν αποδώσει τα αναμενόμενα και δείχνουν τα πολιτικά και διαχειριστικά της ελλείματα. Ο πόλεμος με την ακρίβεια συνοδεύεται από συνεχείς ήττες. Οι τιμές στα ράφια δείχνουν να συγκρατούνται αφού πρώτα ακολούθησαν μια πορεία ανόδου πολύ μεγαλύτερη από ότι σε άλλες χώρες, καταρρίπτοντάς το μύθο του εισαγόμενου προβλήματος. 

Πενιχρά είναι και τα αποτελέσματα στον τομέα της καταπολέμησης της μικροεγκληματικότητας που καταγράφεται ως ένα από τα σημαντικά αγκάθια της καθημερινότητας των πολιτών. Για την έκρηξη της βίας ούτε λόγος.  Για παράδειγμα, στο ζήτημα της καλούμενης οπαδικής βίας η κυβερνητική απάντηση ήταν μέτρα ξαναζεσταμένου φαγητού και άλλα στη λογική «πονάει κεφάλι, κόβει κεφάλι».

Στο κυβερνητικό στρατόπεδο εκφράζεται μια αισιοδοξία ότι οι κάλπες των ευρωεκλογών θα επιβεβαιώσουν την κυριαρχία της ΝΔ και θα ανοίξουν τον δρόμο για μια νέα εκλογική νίκη στις εθνικές εκλογές. Δεν είναι ένα απίθανο σενάριο αλλά, σε κάθε περίπτωση, ο δρόμος προς τις κάλπες του Ιουνίου δεν θα είναι στρωμένος με ροδοπέταλα. Η αλαζονεία που εξακολουθεί να μεταδίδεται από δηλώσεις και αποφάσεις (όπως αυτή η κυνική της απομάκρυνσης κάθε εκπροσώπησης του δήμου από την Ανάπλαση της Αθήνας) αλλά και το απρόβλεπτο φυσικών καταστροφών που θα δοκιμάσουν τα, μέχρι σήμερα αργά,  ανακλαστικά της είναι παράγοντες που δεν μπορεί να αγνοηθούν.

Η «μαύρη τρύπα» της Χαριλάου Τρικούπη

Στο ΠαΣοΚ προτάσσουν το αφήγημα της επιτυχημένης εκλογικής χρονιάς. Η Χαριλάου Τρικούπη επέστρεψε μετά από μια δεκαετία σε διψήφια ποσοστά και πλέον, μετά τις εσωκομματικές εξελίξεις και τη διάσπαση του ΣΥΡΙΖΑ, εμφανίζεται να κατοχυρώνει τη δεύτερη θέση στις δημοσκοπήσεις. Τα στελέχη του ΠαΣοΚ δηλώνουν, σε όλους τους τόνους, ότι θα αποτελέσουν τον στρατηγικό αντίπαλο της ΝΔ στις εθνικές εκλογές και ετοιμάζονται για μετωπική προγραμματική σύγκρουση με την κυβέρνηση με στόχο, εκτός των άλλων να αναδείξουν τη δική τους εναλλακτική πρόταση διακυβέρνησης.

Το αφήγημα του ΠαΣοΚ ακούγεται καλά στα αυτιά των στελεχών και της βάσης του, ωστόσο, όπως λέγεται, «μπάζει νερά». Ναι, το ΠαΣοΚ δείχνει να διεκδικεί με αξιώσεις τη δεύτερη θέση στις ευρωεκλογές και το ρόλο της πραγματικής αξιωματικής αντιπολίτευσης αλλά αυτό δείχνει να οφείλεται περσότερο στη δεινή θέση στην οποία έχει περιέλθει ο ΣΥΡΙΖΑ και λιγότερο στην ύπαρξη μιας δυναμικής ικανής να το επαναφέρει στη διακυβέρνηση στις επόμενες εκλογές.

Η άνοδος που παρουσιάζει δεν είναι ικανή να περάσει το μήνυμα μιας δυναμικά ανερχόμενης δύναμης εξουσίας. Το γνωρίζει αυτό η ηγεσία του και για αυτό κρατά χαμηλά τον πήχη του εκλογικού αποτελέσματος στις Ευρωεκλογές. Ο κ. Ανδρουλάκης κάνει λόγο για ένα 16-17%. Το ποσοστό αυτό είναι πολύ πιθανό να δώσει στο ΠαΣοΚ τη δεύτερη θέση. Είναι όμως αμφίβολο αν μπορεί να το καταστήσει «στρατηγικό αντίπαλο» της ΝΔ. Στρατηγικός αντίπαλος είναι αυτός που μπορεί άμεσα να αμφισβητήσει την κυριαρχία του άλλου. Πως θα γίνει αυτό με ένα 16% όταν η ΝΔ εκτός απροόπτου, δείχνει ότι θα κινηθεί με άνεση στο διπλάσιο ποσοστό;

Υπάρχει μια ακόμα σημαντική παράμετρος. Στις εκλογές παίζει μεγάλο ρόλο και ο δείκτης πρωθυπουργισιμότητας των πολιτικών αρχηγών. Σε αυτό το δείκτη ο κ. Ανδρουλάκης είναι, σε αυτή τη φάση, αρκετά πίσω από τον Κυριάκο Μητσοτάκη. Συνήθως οι πολιτικοί αρχηγοί κομμάτων εξουσίας εμφανίζουν αποτελέσματα αποδοχής μεγαλύτερα των κομμάτων τους. Ο αρχηγός του ΠαΣοΚ απολαμβάνει μιας αξιοπρόσεχτης δημοσφιλίας. Ωστόσο τα ηγετικά του χαρακτηριστικά χρειάζονται βελτίωση. Σε κάθε περίπτωση το ΠαΣοΚ, όπως όλα δείχνουν θα ενισχύσει η θέση του. Δεν αποτελεί όμως, από μόνο του, εκλογικό κίνδυνο για τη ΝΔ και τον Κυριάκο Μητσοτάκη. 

Το ερωτηματικό της αριστεράς

Στην Αριστερά το τοπίο θυμίζει κινούμενη άμμο, έτοιμη να καταπιεί πρόσωπα και καταστάσεις. Ο Στέφανος Κασσελάκης εμφανίστηκε στο πολιτικό σκηνικό ως ο άνθρωπος που θα μπορούσε να τον επαναφέρει στην εξουσία, να νικήσει τον Κυριάκο Μητσοτάκη. Λίγους μήνες μετά την θριαμβευτική του επικράτηση στις εσωκομματικές εκλογές του ΣΥΡΙΖΑ η οποία συνοδεύτηκε από μια πρωτοφανή επικοινωνιακή υποστήριξη, έχει προσγειωθεί με τρόπο οδυνηρό στην ελληνική πολιτική πραγματικότητα. Ο ΣΥΡΙΖΑ έχει διασπαστεί και ο ίδιος εμφανίζεται να είναι ένας από τους πολιτικούς αρχηγούς με τις περισσότερες αρνητικές γνώμες.

Οι Ευρωεκλογές για τον κ. Κασσελάκη είναι μια μάχη δίχως αύριο. Αν καταφέρει να διατηρήσει τον ΣΥΡΙΖΑ στη δεύτερη θέση θα έχει πετύχει έναν θρίαμβο. Αν οι επιδόσεις του κινηθούν στα επίπεδα που καταγράφονται στις δημοσκοπήσεις τότε είναι βέβαιο ότι θα αμφισβητηθεί ευθέως. Πάντως ο αρχηγός του ΣΥΡΙΖΑ δεν δείχνει διατεθειμένος να το βάλει κάτω.  Θεωρεί ότι υπάρχουν περιθώρια ανόδου.  Και δεν βλέπει το ΠαΣοΚ να αποκτά μια δυναμική που να του δημιουργεί την αίσθηση ότι είναι χαμένος από χέρι.

Βλέπει, επίσης, ο κ. Κασσελάκης ότι δεν έχει υποστεί μεγάλο πλήγμα από την παρουσία της «Νέας Αριστεράς» η οποία σε αυτή τη φάση δείχνει να αποτελεί ένα ενδιάμεσο σταθμό των ψηφοφόρων του ΣΥΡΙΖΑ που ίσως μεταπηδούσαν στο ΠαΣοΚ. Οι Ευρωεκλογές είναι ορόσημο, και για το νέο σχήμα που ξεπήδησε από τη διάσπαση του ΣΥΡΙΖΑ. Αν η «Νέα Αριστερά» καταφέρει να εκλέξει ευρωβουλευτή έχει καλώς. Αν όχι θα έχει πρόβλημα. Ο δρόμοι που θα ανοιχτούν μπροστά της θα είναι είτε της συνεργασίας με το ΠαΣοΚ, είτε της επανασυγκόλλησης με τον ΣΥΡΙΖΑ.