Ως βασικός υποστηρικτής της Ουκρανίας, αλλά και ως η μεγαλύτερη πρώην κομμουνιστική χώρα στην Ευρωπαϊκή Ένωση, και πιστός σύμμαχος των ΗΠΑ, η Πολωνία προσέρχεται την Κυριακή στις κάλπες, για τις «πιο κρίσιμες εκλογές από το 1989», με το διακύβευμα να είναι μεγάλο.

Οι Πολωνοί καλούνται να επιλέξουν ανάμεσα σε τέσσερα ακόμη χρόνια μιας λαϊκιστικής κυβέρνησης που κατηγορείται για πολλές παραβιάσεις του κράτους δικαίου, υπονόμευση της ΕΕ και ξενοφοβικές πολιτικές από τότε που ανέλαβε την εξουσία το 2015, ή τη μακροχρόνια αντιπολίτευση της, και την ευκαιρία για την Πολωνία να αποκαταστήσει τους δημοκρατικούς θεσμούς και τη διεθνή της φήμη.

Ο αρχισυντάκτης του Visegrad Insight, και πρόεδρος του Res Publica Foundation, Βόιτσεχ Ψιμπίλσκι, εξηγεί στο «Βήμα» πως το αποτέλεσμα που θα προκύψει σε αυτές τις κοινοβουλευτικές εκλογές, θα καθορίσει σε μεγάλο βαθμό το ευρωπαϊκό μέλλον της Πολωνίας, με ό,τι αυτό συνεπάγεται.

Η σύγκρουση με την Ε.Ε.

Πιο συγκεκριμένα, εάν το επί 8 χρόνια κυβερνών κόμμα Νόμος και Δικαιοσύνη (PiS), του εθνικιστή Γιάροσλαβ Κατσίνσκι, κερδίσει τις εκλογές, οι μακροπρόθεσμες συνέπειες σύμφωνα με τον κ. Ψιμπίλσκι, είναι πως «σταδιακά θα οδηγηθούμε σε μία απομόνωση της Πολωνίας και θα τολμήσω να πω ακόμα και σε έξοδο από το μπλοκ. Η Πολωνία πολύ απλά δεν θα αποτελεί μέλος της Ευρώπης, αφού δεν θα μπορεί να εναρμονιστεί με τις πολιτικές της αν το PiS συνεχίζει να καθορίζει την ατζέντα».

Βέβαια, το κόμμα αρνείται ότι θα επιδίωκε έξοδο από την ΕΕ -μιας και η ένταξη υποστηρίχθηκε από το 90% του πληθυσμού- ωστόσο θα είναι κάτι «αναπόφευκτο, καθώς απομακρυνόμαστε όλο και περισσότερο από την ευρωπαϊκή ενσωμάτωση».

Αυτό διότι το PiS έχει έρθει πολλές φορές σε ρήξη με την Ε.Ε., κυρίως για ζητήματα ανθρωπίνων δικαιωμάτων, μετανάστευσης και αδυναμία σύμπλευσης με τις ευρωπαϊκές νομοθεσίες.

Επιπλέον, με την ενδεχόμενη νίκη του ο Κατσίνσκι έχει δεσμευτεί να διπλασιάσει τη «μεταρρύθμισή» του στους δημοκρατικούς θεσμούς της Πολωνίας, επιμένοντας ότι «αυτή τη φορά, κανείς δεν θα μας σταματήσει», προκαλώντας έτσι ανησυχία στους αναλυτές για ακόμη βαθύτερες αλλαγές στο δικαστικό και εκλογικό σύστημα που θα μπορούσαν να καταστήσουν αδύνατη την ανατροπή τους. «Με μία τρίτη θητεία του PiS, η δημοκρατία στην Πολωνία πιθανότατα δεν θα επιβιώσει», αναφέρει ο κ. Ψιμπίλσκι.

Τα παραπάνω σχέδια θα εμβάθυναν περαιτέρω την αντιπάθεια μεταξύ Βαρσοβίας και Βρυξελλών, οι οποίες, μετά τη νίκη του Ρόμπερτ Φίτσο στις εκλογές της Σλοβακίας, φοβούνται ότι μια νίκη του PiS θα παγίωνε την επιστροφή της Κεντρικής Ευρώπης στον εθνικιστικό λαϊκισμό, ενώ θα περιέπλεκε περαιτέρω τις προσπάθειες για την προστασία της δημοκρατίας και την υποστήριξη της Ουκρανίας.

Πώς επηρεάζεται η Ουκρανία;

Ένας εκ των στενότερων συμμάχων της Ουκρανίας, η Πολωνία παρείχε στη γείτονα χώρα της στήριξη με τη μορφή χρημάτων, στρατιωτικού εξοπλισμού και φιλοξενία σε περισσότερους από 1 εκ. πρόσφυγες. Όμως, εδώ και ένα μήνα παρατηρείται μία μεταστροφή της Βαρσοβίας, κυρίως για ψηφοθηρικούς λόγους, αρχικά όσον αφορά τα σιτηρά, και έπειτα την παροχή όπλων.

«Ήδη βλέπουμε τη φθορά στις ρωσοουκρανικές σχέσεις, με ξεκάθαρη την ευθύνη του PiS, καθώς κατά τα άλλα οι δύο λαοί τα πάνε πολύ καλά και υπάρχει αλληλεγγύη. Και ναι, οι σχέσεις αυτές μπορούν να αποκατασταθούν εν μέρει αλλά όχι πλήρως. Μόνος χαμένος από αυτό είναι η Πολωνία, γιατί η υπόλοιπη Δύση θα συνεχίσει να στηρίζει την Ουκρανία. »

Πέντε κάλπες σε μία μέρα

Έτσι λοιπόν οι Βρυξέλλες θα παρακολουθούν πολύ στενά τις κοινοβουλευτικές εκλογές της Κυριακής, οι οποίες όμως θα συνοδεύονται και από 4 δημοψηφίσματα.

Συγκεκριμένα, θα τεθούν στους ψηφοφόρους τέσσερις ερωτήσεις, μία για το αν υποστηρίζουν την είσοδο αυτών που το PiS αποκαλεί «παράνομους μετανάστες» από τη Μέση Ανατολή και την Αφρική, σύμφωνα με τους κανόνες υποχρεωτικής μετεγκατάστασης της ΕΕ, που έχουν σχεδιαστεί για να ελαφρύνουν το βάρος που έχουν επωμιστεί οι χώρες υποδοχής του μπλοκ, όπως η Ελλάδα και η Ιταλία. Οι άλλες αφορούν την αύξηση της ηλικίας συνταξιοδότησης από τα 65 στα 67, το «ξεπούλημα» (όπως αναφέρεται) των κρατικών πολωνικών επιχειρήσεων σε «ξένους» και τον φράχτη στα σύνορα με τη Λευκορωσία.

Ο κ. Ψιμπίλσκι εξηγεί πως η πρώτη ερώτηση αποτελεί μία έμμεση αλλά ξεκάθαρη δήλωση του PiS προς την Ε.Ε. σχετικά με το μεταναστευτικό, ενώ η όλη διαδικασία -και μάλιστα την ημέρα των εκλογών- αποτελεί έναν υποδόριο τρόπο να περάσει και να νομιμοποιήσει την ατζέντα του.

«Οι ερωτήσεις είναι έτσι δοσμένες που είναι αδύνατο για κάποιον να απαντήσει ‘’ναι’’. Όχι, για κανέναν δεν είναι ιδανικό να δεχθούμε ξαφνικά χιλιάδες μετανάστες, ούτε κανείς θέλει να πάρει σύνταξη πιο μετά, προφανώς. Αλλά δεν υπάρχει πουθενά το πλαίσιο για το οποίο αυτές οι πολιτικές είναι αναγκαίες», εξηγεί ο αρχισυντάκτης.

Μάλιστα, η συγκεκριμένη τακτική, δηλαδή δημοψηφίσματα που εξυπηρετούν την ατζέντα του κυβερνώντος κόμματος την ίδια μέρα των εκλογών, είναι γνωστή από την γειτονική της Πολωνίας, Ουγγαρία και τον Βίκτορ Όρμπαν.

Η φιλοευρωπαϊκη αντιπολίτευση, τα εμπόδια και ο διχασμός

Στον αντίποδα, η αντιπολίτευση με τον Ντόνταλντ Τουσκ, πρώην πρωθυπουργό (2007-2014) και πρώην πρόεδρο του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου (2014-2019) έχει δεσμευτεί να βελτιώσει τις σχέσεις με τις Βρυξέλλες, να αυξήσει τα εισοδήματα και τις επενδύσεις στην εκπαίδευση και την υγειονομική περίθαλψη και χαρακτηρίζει τις εκλογές αυτές κρίσιμες για τα δικαιώματα των μειονοτήτων και των γυναικών.

Πράγματι, μια κυβέρνηση υπό την ηγεσία του Τουσκ αναμένεται να φέρει την Πολωνία πιο κοντά στους δυτικούς εταίρους και την Ουκρανία και να στηρίξει τους δημοκρατικούς θεσμούς. Ωστόσο, η προσπάθειά της να διαλύσει το σύστημα που έχει δημιουργήσει το PiS θα αντιμετωπίσει την αντίθεση ανώτερων αξιωματούχων σε κρατικές εταιρίες αλλά και του προέδρου Αντρέι Ντούντα, του οποίου η δεύτερη θητεία διαρκεί έως το 2025.

Για την ώρα η δημοσκοπήσεις δίνουν μικρό προβάδισμα στο κυβερνών PiS που φέρεται να συγκεντρώνει 36%, με τον Τουσκ να έρχεται δεύτερος με 30%. Ανεξαρτήτως πάντως του τελικού αποτελέσματος, ο κ. Ψιμπίλσκι επισημαίνει πως μετά από αυτή την «άσχημη προεκλογική εκστρατεία που λιγότερο είχε να κάνει με πολιτική και περισσότερο με την υπονόμευση του αντιπάλου με κάθε τρόπο», η Πολωνία θα παραμείνει διχασμένη. «Τουλάχιστον ας μείνει στον ευρωπαϊκό δρόμο», καταλήγει.