Πώς ήταν το καλοκαίρι στην Ελλάδα πριν από ακριβώς 50 χρόνια;

Βρισκόμαστε στον Αύγουστο του 1973, η Ελλάδα βρίσκεται ακόμα στον «γύψο» της δικτατορίας και λίγες ημέρες πριν έχει εγκριθεί με νόθο δημοψηφισμα το δεύτερο Σύνταγμα της Χούντας. Πέραν της πολιτικής τι άλλο απασχολούσε την καλοκαιρινή επικαιρότητα;

Μέσα από τις σελίδες του περιοδικού «ΤΑΧΥΔΡΟΜΟΣ» και συγκεκριμένα μέσα από το τεύχος της 3ης Αυγούστου 1973, θα δούμε πώς περνούσε το καλοκαίρι της η ελληνική κοινωνία μισό αιώνα πριν.

«ΤΑΧΥΔΡΟΜΟΣ», 3.8.1973, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» Ι «ΤΑ ΝΕΑ»

Φωτιές

Βασικό καλοκαιρινό θέμα, από τότε, ήταν οι δασικές πυρκαγιές καθώς και τα καναδικά πυροσβεστικά αεροσκάφη Canadair που τότε πρωτοαγόρασε η Ελλάδα.

Γράφει ο «ΤΑΧΥΔΡΟΜΟΣ» της 3ης Αυγούστου 1973:

«Δύο χρόνια χρειάσθηκαν για να αγορασθή το ειδικό αεροσκάφος ένα από τα δέκα που προγραμματίσαμε ν’ αγοράσουμε – για να χρησιμοποιήται για την κατάσβεση των πυρκαϊών στα δάση μας.(…)

»Αλλά τα δάση μας δεν καίγονται μόνα τους. Τα καίμε εμείς. Με την αδιαφορία μας, με την ανευθυνότητά μας πολλές φορές, με την απροσεξία μας και την επιπολαιότητά μας κατορθώνουμε κάθε χρόνο να μεταβάλλουμε τεράστιες δασωμένες εκτάσεις σε νεκρότοπους.

«ΤΑΧΥΔΡΟΜΟΣ», 3.8.1973, Ιστορικό Αρχείο 

»Κάθε χρόνο τέτοια εποχή αρχίζει ο θρήνος. Κάθε χρόνο τέτοια εποχή η Ελλάδα μεταβάλλεται σε φλεγόμενη βάτο από το ένα άκρο της ως το άλλο. (…) Οι ειδικοί μιλούν για μια μορφή «εθνικής συμφοράς». Και δεν είναι υπερβολή, αν αναλογισθούμε τις καταστροφές που έγιναν όλα τα προηγούμενα χρόνια και τις πρώτες του εφετεινού καλοκαιριού, που αλλοίμονο δεν θα είναι οι τελευταίες.

»Είκοσι εκατομμύρια στρέμματα έχουν παραδοθή στην διάβρωση, σε όλη τη χώρα κι απ’ αυτά τα 15% περίπου έχουν τελείως αποβραχωθή.(…) Ο άνθρωπος, λοιπόν, είναι η κυρία αιτία της καταστροφής. Την εποχή αυτή που τόσα πολλά λέγονται για τη διάσωση του περιβάλλοντος στην Ελλάδα και σε ολόκληρο τον κόσμο, είναι απαράδεκτο να φτάνουμε στο σημείο να κάνουμε την απογραφή των χαμένων μας δασών».

Τουρισμός

«Ο τουρισμός έχει εξελιχθή διεθνώς σε μία γιγαντιαία βιομηχανία, η οποία απασχολεί σήμερα τις κυβερνήσεις όλων των χωρών ανεξάρτητα πού βρίσκονται. Πλούσια ή φτωχή, καπιταλιστική ή κομμουνιστική, καμμία χώρα δεν μένει πίσω από τις μπίζνες του τουρισμού.

»(…) Στον δρόμο αυτό βρίσκεται και η δική μας χώρα. (…) Τα δάνεια βοήθησαν πολλούς να ξυπνήσουν και να θυμηθούν ότι κάπου στην επαρχία, έχουν ένα οικόπεδο και επιστρέφουν εκεί για να το αξιοποιήσουν».

Το τηλεοπτικό πρόγραμμα από 3 έως 9 Αυγούστου. «ΤΑΧΥΔΡΟΜΟΣ», 3.8.1973, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» Ι «ΤΑ ΝΕΑ»

Πώς υποδεχόταν η ελληνική κοινωνία του 1973 τα κύματα των αλλοδαπών τουριστών που έφταναν στην Ελλάδα;

Από τις τοποθετήσεις του ψυχίατρου Άρη Σιμόπουλου και του κοινωνιολόγου Δημήτρη Τσαούση αντιλαμβάνεται κανείς ότι υπήρξε μερίδα της κοινώνιας που τούς αντιμετώπισε ως απειλή για τις αξίες, τα ήθη και τα έθιμα της, μην ξεχνάμε εξάλλου ότι την εξουσία νέμεται η δικτατορία με μότο το «πατρίς, θρησκεία, οικογένεια».

Γράφει ο Άρης Σιμόπουλος:

«Δεχόμενοι τους ξένους δεν θα πρέπει να προσαρμοζώμαστε απόλυτα με την νοοτροπία, τις τάσεις και τις συνήθειές τους, βρίσκοντας πώς μόνο ο δίκος τους τρόπος ζωής είναι ο καλύτερος.

»Συναντάμε τουρίστες αξύριστους, ξυπόλητους, ακάθαρτους, ημίγυμνους, εύκολους στις γνωριμίες, με μεγάλη ελευθερία στο σεξ, που ζουν ξέγνοιαστα. Ποτέ, όμως, δεν θα τους βλέπαμε να ζουν έτσι στον τόπο τους. Η συμεριφορά τους εκεί είναι πολύ διαφορετική.

»Όχι γιατί στην πατρίδα τους τούς βλέπουν οι γνωστοί τους, και γιατί ζουν σ’ ένα περιβάλλον αυστηρό, αλλά γιατί ο άνθρωπος, ψυχολογικά έχει την τάση να τηρή της αρχές με τις οποίες έχει ζυμωθή εκεί που τις έμαθε.

»Δεν βλέπουμε, λοιπόν, στους ξένους όπως είναι στην πατρίδα τους. Βλέπουμε ανθρώπους ξετραχηλωμένους κάπως που περνούν ξέγνοιαστα τις διακοπές τους. Επομένως δεν πρέπει να βγάλουμε το συμπέρασμα ότι γυρίζουν ξυπόλητοι και στον τόπο τους.

»Οι λαοί ούτως ή άλλως ανακατεύωνται μεταξύ τους, θα γίνωνται περισσότεροι όμοιοι, λιγώτερο άκαμπτοι και επίμονοι στην ιδέα ότι μόνο ο δικός τους τρόπος ζωής είναι ο σωστός».

«ΤΑΧΥΔΡΟΜΟΣ», 3.8.1973, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» Ι «ΤΑ ΝΕΑ»

Στο ίδιο μήκος κύματος, ο Δημήτρης Τσαούσης δηλώνει πως «αυτοί που έρχονται σε επαφή με τους τουριστές, δεν μπορούν να δουν τον τουρίστα σαν εκπρόσωπο της νοοτροπίας και του τρόπου ζωής της χώρας του. Διότι τον βλέπουν σαν άτομο που έρχεται εδώ για να περάση ξέγνοιαστα τις διακοπές του, να ξεσκάση για λίγο.

»Αντίθετα, περισσότερο εκτίθεται σε επιδράσεις ο δικός μας τουρίστας, που πηγαίνει στο εξωτερικό, ή ο ναυτικός ή ο μετανάστης και βλέπει τον τρόπο ζωής των ξένων, μέσα στην ίδια τους την χώρα. (…)

»Δεν νομίζω ότι θα υπάρξει άμεσος κίνδυνος μεταβολής των ηθών και παραδοσιακών αξιών της χώρας μας. Πιθανόν, όμως, να δημιουρηθή έμμεσος κίνδυνος μεταβολής των ηθών, εκ του γεγονότος ότι, ο τουρισμός, συνίσταται σε συνεχή παροχή υπηρεσιών έναντι ανταλλαγμάτων.

»Φοβάμαι μήπως τούτο οδηγήση σε μία υλιστική θεώρηση των σχέσεων και των συναισθηματικών δεσμών που συνέχουν τα μέλη ενός κοινωνικού συνόλου. Μήπως, δηλαδή, φθάσουμε κάποτε στο σημείο εκείνο που ένα σημαντικό μέρος του πληθυσμού, θα βλέπη τα πάντα σαν προσφορά υπηρεσιών έναντι ανταλλαγμάτων και όλα τα μετράη σε χρήμα».