Ήταν 24 Μαρτίου του 1934, όταν έφυγε από τη ζωή ο εμβληματικός έλληνας λαϊκός ζωγράφος, Θεόφιλος.

Το σπάνιο ταλέντο του αναγνωρίστηκε, στον βαθμό που του άξιζε, μετά θάνατον. Όσο ζούσε ο Θεόφιλος, πολλοί ήταν αυτοί, στην Σμύρνη, τον Βόλο και τη Λέσβο όπου γεννήθηκε και επέστρεψε κάποια χρόνια πριν τον θάνατό του, που τον αντιμετώπιζαν ως έναν τρελό καλλιτέχνη.

Ο Περικλής από της Πνυκός Δικαιολογών χάριν της Ακροπόλεως δαπάνας, Μουσείο Θεόφιλου, Μυτιλήνη. Θεόφιλος

Λίγους μήνες μετά τον θάνατό του, στο φύλλο της 25ης Σεπτεμβρίου 1935, ο «Φουρτούνιο» γράφει στην στήλη του στο «ΕΛΕΥΘΕΡΟΝ ΒΗΜΑ», «για το μεγάλο λαϊκό μας ζωγράφο Θεόφιλο, που η πρόσφατη ανακάλυψί του συγκινεί το φιλότεχνο ελληνικό κοινό».

Ο «Φορτούνιο» δημοσιεύει την ημέρα εκείνη επιστολή ενός κατοίκου του Βόλου, του Δαυίδ Λεβή που είχε ζήσει για χρόνια τον Θεόφιλο.

Ο Αυτοκράτορας Κωνσταντίνος Παλαιολόγος. Θεόφιλος

Γράφει λοιπόν ο Λεβής για τον φουστανελοφόρο ζωγράφο.

«Αν θυμούμαι καλά, πέρασε απάνω από είκοσι χρόνια στο Βόλο. Και μόνο μεταξύ του 1924 και 1925 εχάσαμε οριστικά τα ίχνη του.

»Εδώ τον γνωρίσαμε κυρίως ως ζωγράφο της εποποιΐας του εικοσιένα και των ελληνοτουρκοβουλγαρικών πολέμων.

»Δεν έμεινε μπακαλικάκι, μανάβικο, καφενείο χωριού, παράγκα, να μη διακοσμηθή με τις ηρωικές μορφές της παλιάς και της νέας ελληνικής ιστορίας.

»Ως τα σήμερα σώζονται στα χωριά μας πλείστες συνθέσεις μαχών [και] μορφές ηρώων. Κι αν πάτε στον Άνω Βόλο, στην Ανακωσιά, στον Άγιον Ονούφριο κι αλλού θα βρήτε άφθονα ίχνη της ιδιόρρυθμης τέχνης του.

Ὁ Γεώργιος Καραϊσκάκης καταδιώκων τὸν Ρεσὶτ πασὰ ἡ Κιούταχη ἐν ξυφήρης τὸ 1826. Θεόφιλος

Επί το έργον

»Η εργασία του, πούχε πάντα τη σφραγίδα ενός εντόνου αυθορμητισμού ήτανε καταπληκτικά γρήγορη κι απίστευτα αποδοτική. Ζωγράφιζε δημοσία, επί παρουσία ακροατηρίου, που κατέφθανε να τον θαυμάση.

»Από το φαρδύ, δερμάτινο σελάχι του τραβούσε τα πινέλα, τα χρώματά του, τα σύνεργά του κι άρχιζε τη δουλειά, μιλώντας κι αστειευόμενος μ’ αυτούς που τον παρακολουθούσαν.

»Κάποτε, εκεί που ζωγράφιζε στον τοίχο καφενείου ένα επεισόδιο του εικοσιένα, οι διάφοροι αργόσχολοι που είχαν μαζευθή, ζητούσαν να μάθουν το όνομα του αρχηγού, που οδηγούσε τα παλληκάρια.

«ΕΛΕΥΘΕΡΟΝ ΒΗΜΑ», 25.9.1935, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» | «ΤΑ ΝΕΑ»

»Γιατί αυτός ο αρχηγός ξεχώριζε, δεδομένου, ότι ο Θεόφιλος, που περιφρονούσε και κανόνες σχεδίου και προοπτική, στα έργα του, ζωγράφιζε πάντα ψηλότερο πολύ από τ’ άλλα πρόσωπα της συνθέσεως την κυρία μορφή του επεισοδίου. Τον ρωτούσαν λοιπόν:

–       Ποιος είνε ο αρχηγός;

Κι αυτός τούς απαντούσε στερεότυπα:

–       Το μουστάκι θα το δείξη!

Κι επειδή το ακροατήριο του ζητούσε εξηγήσεις, γι’ αυτή την απόκρισι, τούς είπε:

–       Αν το μουστάκι είνε παχύ και κοντό θάνε ο Μάρκος Μπότσαρης. Αν είνε μακρύ και στριφτό θάνε ο Οδυσσέας Ανδρούτσος!

»Όλη η διαφορά της φυσιογνωμίας συνωψίζετο άραγε στο μουστάκι γι’ αυτόν; Δεν ξέρω. Ίσως χωράτευε. Για τους Βολιώτες και τους χωριάτες ήταν ένας “τύπος” πολύ συμπαθητικός, μ’ όλη τη λερή φουστανέλλα του, που άλλαζε μια φορά το χρόνο».

Ο Κατσαντώνης στα Τζουμέρκα. Θεόφιλος

Με τα παληκάρια του

»Κάθε καθαρή Δευτέρα γύριζε από μαγαζί σε μαγαζί με μια παράξενη κουστωδία από παιδιά, ντυμένα με φουστανέλλες. Οι χαζοί κι η μαρίδα τον παρακολουθούσε σ’ αυτό το γύρο. Έπαιζε φυσαρμόνικα, έβαζε τα παιδιά και χόρευαν, και στο τέλος έβγαζε δίσκο για τα “παληκάρια” του.

(…)

»Κυκλοφορεί ακόμα εδώ ένα του ανέκδοτο, που το φόρτωσαν αργότερα στην καμπούρα του Θεοδοσίου, είναι όμως δικό του. Ένας μπακάλης, λένε, θέλησε να του ζωγραφίση στην πόρτα του μαγαζιού του δυό λεοντάρια.

Ο Θεόφιλος με τη μητέρα του

»Ο Θεόφιλος τον ρώτησε:

–       Πώς τα θέλεις; Λυτά ή δεμένα;

–       Γιατί; Τι είνε τα λυτά και τι τα δεμένα;

–       Τα λυτά έχουν φτηνότερα.

–       Ε, λυτά να μου τα φτιάσης!

Ο Θεόφιλος τού ζωγράφισε με απλή νερομπογιά δυό λεοντάρια, που σβύσανε, σαρωθήκανε απ’ τον τοίχο με την πρώτη μπόρα. Ο μπακάλης τον έβαλε μπροστά:

–       Ψευτοδουλειά μούκαμες!

–       Τι σου φταίω, άνθρωπε, του είπε ο Θεόφιλος. Λυτά δεν τάθελες; Φύγανε!

Αγαθός άνθρωπος, άκακος σαν παιδί, που ζούσε για το πινέλο κι από το πινέλο. Φαντάζομαι πως πέθανε ζωγραφίζοντας».

Αρτοποιείο. Θεόφιλος