Δεν χωρά αμφιβολία στο ότι ο Ζαν Λυκ Γκοντάρ ανήκει στους καλλιτέχνες  που σφράγισαν τον κινηματογράφο του τελευταίου μισού του 20ου αιώνα. Στη δουλειά του Eλβετού σκηνοθέτη, την οποία το «ΒΗΜΑ» είχε στο παρελθόν τιμήσει με προσφορές έργων του σε ειδικές κασετίνες DVD, παρατηρούμε τρεις εποχές:

α) την περίοδο της ανανέωσης της κινηματογραφικής γραφής 1959-1969

β) την περίοδο της επαναστατικής κινηματογραφικής γραφής 1969-1972 και

γ) την περίοδο της ωριμότητας

Για να αναλύσει κανείς το έργο του Γκοντάρ (κάτι φύσει αδύνατον σε ένα κείμενο λίγων λέξεων), πρέπει οπωσδήποτε να σταθεί στη Nouvelle Vague. Σύμφωνα με τα Cahiers du Cinema αυτό το μυθικό ρεύμα χαρακτηριζόταν από ορισμένα πολύ συγκεκριμένα στοιχεία: «γύρισμα στους δρόμους και όχι στο στούντιο, αυτοσχεδιασμός τόσο στο γύρισμα όσο και στη διεύθυνση των ηθοποιών, πρωτότυπα σενάρια και όχι μεταφορές κλασικών της λογοτεχνίας. Δηλαδή μια καινούργια άποψη του ερασιτεχνισμού βασισμένη σε μια καινούργια καλλιτεχνική έμπνευση και σε μια γερή κριτική ματιά».

Εμβληματικές ταινίες

Η μεγάλη στιγμή για τη Nouvelle Vague έρχεται όταν τα «400 Χτυπήματα» του Φρανσουά Τριφό εκπροσωπούν τη Γαλλία στο Φεστιβάλ των Κανών το 1959. Όπως γράφει ο ίδιος ο Γκοντάρ, «η επιλογή της ταινίας υπήρξε μία νίκη για τον νέο γαλλικό κινηματογράφο». Ο «γκονταρικός» κινηματογράφος αναδείχθηκε από την πρώτη κιόλας μεγάλου μήκους ταινία του σκηνοθέτη, το «Με κομμένη την ανάσα», η οποία παραμένει ,η πιο «κλασικά βατή». Ο κακοποιός αντιήρωας που επρόκειτο να κάνει διάσημο τον Ζαν Πολ Μπελμοντό, αποτύπωσε ως παντελώς καινούργιο στην κινηματογραφική μυθολογία ήταν μια απέραντη αίσθηση ελευθερίας, σε συνάρτηση τόσο με την ιστορία της ταινίας όσο και με το ίδιο το κινηματογραφικό μέσον.

Ένας νέος κινηματογράφος έχει γεννηθεί μετέωρος ανάμεσα στη νεωτερικότητα και τον ρομαντισμό. Καρδιά της «Περιφρόνησης» (1963), όπου πρωταγωνιστεί η εκρηκτική Μπριζίτ Μπαρντό, είναι το ίδιο το σινεμά και η σύγκρουση του δημιουργού με το σύστημα των συμβιβασμών που επιβάλλει το εμπόριο (με αφορμή αυτήν την ταινία ο Γκοντάρ είπε για τον εαυτό του «είμαι μια πόρνη που αγωνίζεται εναντίον των μαστροπών του κινηματογράφου»). Και το βαθιά αριστερό πολιτικό προφίλ του Γκοντάρ αρχίζει να φαίνεται εντονότερο μετά από τον «Τρελό Πιερό» (1965) μια λυρική, σουρεαλιστική ταινία πάνω στο υπαρξιακό αδιέξοδο της νέας γενιάς του ’60. Σύντροφός του στα χρόνια του ’60 η ηθοποιός Ανα Καρίνα υπήρξε μια έξοχη μούσα του σε αρκετές ταινίες, κορωνίδα των οποίων το «Ζούσε τη ζωή της» (1962).

Στην δεκαετία του 1970, μαζί με την νέα σύντροφό του, Αν Μαρί Μιεβίλ ο Γκοντάρ αρχίζει να πειραματίζεται με τις κινηματογραφικές δυνατότητες του βίντεο και με το «Σώζων εαυτόν σωθείτο», αρχές της δεκαετίας του 1980, δείχνει ότι μπαίνει σε μια νέα φάση δημιουργίας. Ωστόσο ,παρά την παρουσία αστέρων όπως ο Ζεράρ Ντεπαρντιέ, ο Αλέν Ντελόν, η Ιζαμπέλ Υπέρ ,η Ιζαμπέλ Ατζανί και ο Τζόνι Χαλιντέι ,ταινίες του Γκοντάρ όπως «Ντετέκτιβ», «Χαίρε Μαρία», «Πάθος» και «Helas pour moi» δείχνουν πολύ εσωστρεφείς και ειδικού ενδιαφέροντος απευθυνόμενες αμιγώς στους κριτικούς ή τους μελετητές του.

Αιωνίως ανήσυχος

Τις τελευταίες δύο δεκαετίες, ο Ζαν Λυκ Γκοντάρ ήταν ένας από τους ελάχιστους σκηνοθέτες της παλαιάς φρουράς, που ακολουθούσε το δικό του, προσωπικό μονοπάτι. Μπορούσε να γυρίζει  μικρού μήκους ταινίες με το κινητό του και ακολουθούσε νέες μορφές της τεχνολογίας. Ομως η σκέψη του ήταν πάντοτε το κυρίαρχο όπλο του, πάντα παρούσα. Εξακολουθούσε να είναι ανήσυχος, να κάνει κινηματογράφο αναζήτησης, όπως στην «Ελεγεία του έρωτα» (2001), την «Δική μας μουσική» (2014), τον «Αποχαιρετισμό στη γλώσσα» (2014) ή το «Βιβλίο των εικόνων» (2018) που είναι η τελευταία ταινία του που είδαμε στην Ελλάδα.

«Το πρόβλημα με τους σημερινούς σκηνοθέτες» είχε πει ο ίδιος πριν από μερικά χρόνια ο σκηνοθέτης, «είναι ότι ενώ γνωρίζουν πολύ καλά πως να χειριστούν την κάμερα, δεν μπαίνουν στον κόπο να βάλουν τον εαυτό τους στην θέση της. Η κάμερα ζητά την ανεξαρτησία της. Οταν θέλεις να κάνεις μια ζωγραφιά και πάνεις στο χέρι σου το μολύβι, το μολύβι αποκτά αυτονομία. Αντιστέκεται, δεν κάνει οτιδήποτε και δεν ζωγραφίζει κάτι που δεν θέλει. Σήμερα, παίρνουμε στα χέρια μας τα μηχανήματα και οι ζωγραφιές βγαίνουν έτοιμες.»