Βαθμολογία

5: εξαιρετική

4: πολύ καλή

3: καλή

2: ενδιαφέρουσα

1: μέτρια

0: απαράδεκτη

«Ο αντικαταστάτης» («El Sustituto», Iσπανία/ Βέλγιο, 2021)

Το ζήτημα της αστυνομικής διαφθοράς σε συνδυασμό με την προστασία των ναζί που διέφυγαν στην Ισπανία μετά το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, απασχολεί τον σκηνοθέτη Οσκαρ Αϊμπάρ σε αυτή την ταινία που τοποθετείται σε μια μικρή, παραθαλάσσια πόλη της Ανατολικής πλευράς της χώρας στα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του 1980.

Η άφιξη στην πόλη ενός νέου, φιλόδοξου, οικογενειάρχη αστυνομικού (Ρικάρντο Γκόμεζ), θα προκαλέσει αναταραχή στην τοπική κοινωνία η οποία επί χρόνια λειτουργούσε με τους δικούς της κώδικες κάνοντας τα στραβά μάτια μπροστά σε μικρά και μεγάλα προβλήματα. Όταν ο αστυνομικός αρχίζει να ερευνά όλο και πιο βαθιά την υπόθεση δολοφονίας του συναδέλφου του (του οποίου την θέση πήρε ο ίδιος), έρχεται αντιμέτωπος με σκοτεινά μυστικά τα οποία σε αντίθεση με την υπόλοιπη αστυνομία, ο ίδιος θέλει να φέρει στο φως.

Ο Αϊμπάρ έχει στα χέρια του μια κατάμαυρη σελίδα της σύγχρονης ισπανικής Ιστορίας (μια από τις πολλές σκοτεινές σελίδες της Ιστορίας αυτής της χώρας) σύμφωνα με την οποία χιλιάδες Γερμανοί ναζί, μετά το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου (στον οποίο η Ισπανία δεν είχε λάβει η ίδια μέρος) βρήκαν προσωρινά καταφύγιο σε διάφορες περιοχές της, προκειμένου από εκεί να διαφύγουν για την Λατινική Αμερική. Το γεγονός αυτό ήταν κοινό μυστικό στις περιοχές που οι ναζιστές κρύβονταν, όμως ακόμα και μετά την πτώση της δικτατορίας του Φράνκο και την υποτιθέμενη επιστροφή της δημοκρατίας, οι ναζιστές εξακολουθούσαν να παραμένουν στην Ισπανία, χωρίς κανείς να τους πειράζει.

Όλα τα παραπάνω στοιχεία αποτελούν πρόσφορο έδαφος για την δημιουργία ενός σφιχτοδεμένου αστυνομικού θρίλερ με έντονο πολιτικό χαρακτήρα, η δύναμη του οποίου βρίσκεται στο γεγονός ότι οι μεγάλες αλλαγές μπορούν να γίνουν μόνο μέσα από τον αγώνα του ενός ατόμου, εκείνου που έχει τα κότσια και το σθένος να σταθεί όρθιος μπροστά στο «σύστημα». Ο ίδιος ακριβώς προβληματισμός βρίσκεται και στην διαφορετικού περιεχομένου μεν αλλά παρόμοιας λογικής ισπανική ταινία του Ινιάκι Σάντσεθ Αριέτα «Υγρή γη» που παίζεται ακόμα στις αίθουσες όπου διανεμήθηκε πριν από λίγο καιρό.

Βαθμολογία: 2 ½

ΑΘΗΝΑ: ΔΙΟΝΥΣΙΑ – ΑΕΛΛΩ – ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ – ΛΙΛΑ – ΜΙΜΗΣ ΦΩΤΟΠΟΥΛΟΣ – ΑΡΓΥΡΟΥΠΟΛΗ – ΧΛΟΗ (από Κυριακή) κ.α. ΘΕΣ/ΚΗ: ΕΛΛΗΝΙΣ

————————————————————

«Το μικρό βιβλιοπωλείο στο Παρίσι» («Il materiale emotivo», Ιταλία/ Γαλλία/ ΗΠΑ, 2021)

Απολύτως πιστή στον ελληνικό της τίτλο, η τελευταία ταινία του ηθοποιού και σκηνοθέτη Σέρτζιο Καστελίτο διαδραματίζεται σε ένα παλαιού τύπου βιβλιοπωλείο της γαλλικής πρωτεύουσας το οποίο διευθύνει ο Βιντσέντζο, ένας μοναχικός, αξιοπρεπής, ευγενής αλλά και κάπως μυστηριωδώς «στον κόσμο» του εξηντάρης, «καταδικασμένος» να κουβαλά στους ώμους του ένα δυσβάσταχτο ανθρώπινο δράμα που βρίσκεται στον πρώτο όροφο του χώρου. Μια κόρη σε αναπηρικό καροτσάκι που δεν βγαίνει ποτέ από το σπίτι είναι τελικά η ζωή του, μαζί με τις σελίδες των λατρεμενων βιβλίων του τα οποία γνωρίζει απ’ έξω και ανακατωτά.

Πουθενά φως, πουθενά χαμόγελο, μονάχα μούχλα και πίκρα, ο Βιντσέντζο είναι ένας «μεγάλος χαμένος» και το προτιμά από το να είναι ένας «μέτριος νικητής» όπως λέει και ο ίδιος. Αλλά όλα αυτά τελικά θα αρχίζουν να αλλάζουν όταν λιγο φως θα αρχισει να μπαίνει στην ζωή του μέσω της γνωριμιας του με μια όχι και τόσο νέα ηθοποιό που κουβαλά τόνους «τρέλας» πάνω της αλλά προτιμά να βλέπει το ποτήρι μισογεμάτο αντί μισοάδειο.

Με οδηγό του ένα σχέδιο σεναρίου του δασκάλου και φίλου του Ετορε Σκόλα, το οποίο ο τελευταίος δεν υλοποίησε ποτέ καθότι πέθανε το 2016 σε ηλικία 84 ετών, ο ηθοποιός και σκηνοθέτης Σέρτζιο Καστελίτο, έφτιαξε μια εξαιρετικά τρυφερή, ήρεμη, αγαπησιάρικη ταινία, κρατώντας ο ίδιος τον ρόλο του Βιντσέντζο. Ολη η εικόνα του «Μικρού βιβλιοπωλείου στο Παρίσι» έχει κάτι το «εξωπραγματικό», μια Παριζιάνικη γειτονιά που θυμίζει κόσμο παρμένο από παραμύθι και έτσι φαίνεται ότι ο Καστελίτο θέλησε να τον αντιμετωπίσει.

Διατηρεί την δράση κυρίως μέσα στο βιβλιοπωλείο, το μικρό βασίλειο του Βιντσέντζο αλλά και το μεγάλο φορτίο της ζωης του με το δράμα του πρώτου ορόφου που κρατά μυστικό να τον έχει παγιδεύσει εκτός πραγματικότητας, στην οποία η ηθοποιός (Μπερενίς Μπεζό) θέλει να τον επαναφέρει. Ο ίδιος ο σκηνοθέτης ταιριάζει πέρα για πέρα στον ρόλο του παλιομοδίτη βιβλιοπώλη, μια ανθρώπινη αντανάκλαση των αξιών που βρίσκονται κρυμμένες μέσα στις σελίδες των «ιερών» βιβλίων που εμπορεύεται, χρησιμοποιώντας συνέχεια φράσεις τους. Οσκαρ Γουάιλντ, Ερνεστ Χέμινγκουεϊ ,Μαργκερίτ Γιουρσενάρ, οι «Λευκές νύχτες» του Ντοστογιέφσκι…

Βαθμολογία: 2 ½

ΑΘΗΝΑ: ΨΥΧΙΚΟ – ΜΑΡΓΑΡΙΤΑ – ΑΡΤΕΜΙΣ – ΑΝΟΙΞΙΣ (από Δευτέρα) – ΣΠΟΡΤΙΝΓΚ – ΠΑΡΑΔΕΙΣΟΣ (από Δευτέρα) κ.α. ΘΕΣ/ΚΗ: ΑΛΕΞ

————————————————————

«Περιμένοντας τον Μποτζάνγκλς» («En attendant Bojangles», Γαλλία, 2022)

Μια ταινία εποχής που αρχίζει στα τέλη της δεκαετίας του 1950 ως πολύ ελαφριά, screwball φάρσα για να καταλήξει μερικά χρόνια αργότερα σε πολύ βαρύ ψυχολογικό δράμα, προϋποθέτει ρίσκο και θα πρέπει να αποφύγει αρκετές παγίδες για να αποκτήσει την ταυτότητά της κάτι που δεν καταφέρνει πλήρως αυτή η δραματική κομεντί του Ρεζί Ρουανσάρ, στην οποία συμπρωταγωνιστούν η Βιρζινί Εφιρά (την είδαμε προσφάτως στο «Μυστικό της Μαντλίν Κόλινς») και ο Ρομέν Ντουρίς (τον είδαμε προσφάτως στον «Αϊφελ»).

Δυο άνθρωποι που μοιάζουν να υπηρετούν με πάθος τον αλλοπρόσαλλο κόσμο τους, λόγος για τον οποίο τα βρίσκουν μεταξύ τους και παντρεύονται. Σαν να λέμε κύλησε ο τζέτζερης και βρήκε το καπάκι. Όμως η ζωή κρύβει δυσάρεστες εκπλήξεις και σε μια μονομαχία χαριτωμένης τρέλας – σκληρής πραγματικότητας η πραγματικότητα είναι αυτή που θα κερδίσει. Ο Ρουανσάρ ακολουθεί με αγάπη την τρέλα των δύο κεντρικών ηρώων (οι οποίοι εμφανίζονται για πρώτη φορά στο μυθιστόρημα του Ολιβιέ Μπουρντό στο οποίο στηρίζεται το σενάριο), υπερασπίζεται την αγνοτητα τους, σέβεται την εναντιωση τους προς το πολιτικά ορθό.

Ακόμα και το παιδί τους (Σολάν Ματσάντο Γκρανέρ) θα γίνει σαν τους γονείς του, όμως όταν τα πράγματα αρχίζουν και σκουραίνουν, όταν τα πραγματικά προβλήματα μυαλού προαναγγέλλουν ιδρύματα και θεραπείες, τότε η χαριτωμένη τρέλα δύσκολα μπορεί να αντικατασταθεί πειστικά από την επιστημονική προσέγγιση (ο τίτλος είναι εμπνευσμένος από το τραγούδι της Νίνα Σιμόν «Mr Bojangles» το οποίο παίζει σημαντικό ρόλο στην ταινία).

Βαθμολογία: 2

ΑΘΗΝΑ: ΔΑΦΝΗ – ΚΑΡΜΕΝ – ΣΤΕΛΛΑ κ.α.

————————————————-

EΠΙΣΗΣ

H αδρεναλίνη κτυπά κόκκινο στην στρατιωτική περιπέτεια «SAS Ειδικές Δυνάμεις: Κόκκινος συναργερμός» («SAS: Red Notice», Αγγλία, 2021) του Μάγκνους Μάρτενς στην οποία ένας στρατιωτικός της βρετανικής SAS (Σαμ Χον), προσπαθεί μόνος να αντιμετωπίσει τους τρομοκράτες που απειλούν να ανατινάξουν ένα τρένο σταματημένο στη σήραγγα της Μάγχης. Γιατί; Επειδη η βρετανική κυβέρνηση που τους είχε χρησιμοποιήσει για τις βρώμικες δουλειές της, στην συνέχεια τους πούλησε (στην πραγματικότητα οι τρομοκράτες έχουν δίκιο). Μάλιστα, αρχηγος των τρομοκρατών και ο πιο αδίστακτος χαρακτήρας της ταινίας είναι γυναίκα, η Ρούμπι Ρόουζ, ένας ρόλος που στα χρόνια της δεκαετίας του 1990 θα είχε δοθεί με κλειστά μάτια στον Γκάρι Ολντμαν (να όμως που οι εποχές έχουν αλλάξει και οι γυναίκες δικαιωματικά πλέον μπορούν να είναι και αρχηγοί τρομοκρατών). Καλογυρισμένη μεν, αν και άχρωμη η ταινία δεν μοιάζει να έχει και τόσο θέση στις αίθουσες αλλά στις διαδικτυακές πλατφόρμες.

Βαθμολογία: 1 ½

(δεν υπήρξε ενημέρωση αιθουσών από την εταιρία διανομής)

————————————————-

ΕΠΑΝΕΚΔΟΣΗ

«Μπαραβέντο» («Barravento», Βραζιλία, 1962). Η πρώτη ταινία του Γκλάουμπερ Ρόχα, ηγετικής μορφής του βραζιλιάνικου cinema nuovo που αναπτύχηκε στην δεκαετία του 1960 ακολουθώντας τα βήματα που είχε χαράξει ο ιταλικός νεορεαλσιμός, τοποθετείται σε ένα ψαροχώρι όπου ένας άντρας (Αντόνιο Πιτάνγκα) θα γίνει ο οδηγός της εξέγερσης κατά του τοπικού προύχοντα ο οποίος εκμεταλλεύεται τους χωριανούς καθότι σε αυτόν ανήκουν τα δίχτυα του ψαρέματος. Αξίζει να σημειωθεί ότι ο ίδιος ο Ρόχα,σε ένα από τα γραπτά του, είχε αναφερθεί στην αισθητική του cinema nuovo ως «αισθητική της πείνας», λέγοντας πως «η πείνα δεν είναι σύμπτωμα της κοινωνικής φτώχειας, αλλά η ουσία της λατινοαμερικάνικης κοινωνίας». Eχει επίσης γράψει ότι «ο κινηματογραφικός δημιουργός του Τρίτου Κόσμου, πρέπει να δίνει το προβάδισμα στη δράση και όχι στη σκέψη, ο δε κινηματογράφος του, οφείλει πρωτίστως να είναι όργανο εξέγερσης, δηλαδή ένας κινηματογράφος του ανταρτοπολέμου».

Βαθμολογία: 3

ΑΘΗΝΑ: ΣΤΟΥΝΤΙΟ