Το ραντεβού μας με τον Γιάννη Μπέζο δίνεται στις 5 το απόγευμα στο θέατρο Ζίνα. Εκεί πραγματοποιούνται οι πρόβες για την παράσταση «Θεσμοφοριάζουσες» του Αριστοφάνη, η οποία θα περιοδεύσει ανά την Ελλάδα. Ο Γιάννης Μπέζος σκηνοθετεί και πρωταγωνιστεί στην παράσταση, συναντώντας στη σκηνή τον Βλαδίμηρο Κυριακίδη, τη Φωτεινή Μπαξεβάνη, τον Λαέρτη Μαλκότση, τη Νίκη Σερέτη και άλλους καταξιωμένους ηθοποιούς, ενώ τη μουσική υπογράφει ο Φοίβος Δεληβοριάς.

Κύριε Μπέζο, γιατί αποφασίσατε να ανεβάσετε τις «Θεσμοφοριάζουσες»; Σχετίζεται αυτή η επιλογή σας με το γυναικείο ζήτημα που βρίσκεται στην επικαιρότητα;

«Πηγαίνω πάντα κόντρα στην επικαιρότητα. Εννοώ δηλαδή ότι δεν τη θεωρώ και τόσο σημαντική, με την έννοια ότι τα ζητήματα αυτά γύρω από την ανδρική και τη γυναικεία φύση έτσι κι αλλιώς ανέκαθεν μας απασχολούσαν και θα συνεχίσουν να απασχολούν. Το να ανεβάσω μάλιστα τις «Θεσμοφοριάζουσες» ήταν ένα σχέδιο παλιό, που για διάφορους λόγους πριν επτά-οκτώ χρόνια δεν ευοδώθηκε. Πρόκειται για ένα πολύ αστείο έργο. Μαζί με τη «Λυσιστράτη» και τις «Eκκλησιάζουσες» είναι ένα από τα τρία έργα του Αριστοφάνη που εστιάζουν στη γυναίκα.  Πραγματεύεται τη θέση της γυναίκας στην αρχαία Αθήνα. Δεν μιλάει για την πολιτική της θέση. Οι γυναίκες δεν είχαν πολιτικά δικαιώματα, είχαν όμως ατομικά. Βλέποντας λοιπόν το κείμενο πολύ προσεκτικά διαπιστώνεις ότι οι γυναίκες τότε και δυναμικές ήταν και πρωτοβουλίες έπαιρναν και ψέματα έλεγαν, όπως λένε και όλοι δηλαδή. Θα έλεγα πάντως ότι η κατάληξη αυτού του έργου μας δείχνει τελικά ότι άνδρες και γυναίκες είμαστε «καταδικασμένοι» και παράλληλα «ευλογημένοι» να συνυπάρχουμε. Γιατί η ανδρική και η γυναικεία φύση είναι δύο διαφορετικά πράγματα. Αλλο να τις εξισώσουμε και άλλο να εξομοιώσουμε. Γιατί η εξομοίωση είναι μια φρούδα ελπίδα».

Τι ανέβασμα θα ακολουθήσετε στην παράσταση;

«Στη δική μας παράσταση όλα γίνονται με μία παιχνιδιάρικη διάθεση. Θα έλεγα ότι πρόκειται για ένα ανέβασμα αρκετά εξωστρεφές. Δεν μας ταλαιπωρούν «ψευδοατμόσφαιρες». Kαι πιστεύω γενικά ότι αυτό που πρέπει να μας προβληματίζει σε κάθε έργο είναι το τι ώθησε τον συγγραφέα του να το γράψει, αλλά και το τι ώθησε εμάς να το ανεβάσουμε. Αυτά τα έργα που ανάγονται πλέον σε αυτό που ονομάζουμε κλασικό δείχνουν ότι οι άνθρωποι τελικά δεν αλλάζουν, ότι το μεγαλείο τους και οι μικρότητές τους παραμένουν οι ίδιες. Οι «παππούδες» μας δεν διέφεραν πολλοί από εμάς. Είμαστε τρομακτικά ίδιοι».

Ο Αριστοφάνης σατιρίζοντας στο έργο την υποτιθέμενη διαμάχη μεταξύ Ευριπίδη και γυναικών, επειδή ο μεγάλος τραγικός τις «κακοχαρακτήριζε» στα έργα του, υπογράφει ένα «κείμενο #MeToo» της αρχαιότητας;

«Οχι. Και ξέρετε κάτι; Με την ευκαιρία, η λέξη #MeToo μου φαίνεται μια ανοησία από μόνη της. Λες και χάθηκαν οι ελληνικές λέξεις για να περιγράψουμε το φαινόμενο».

Κύριε Μπέζο, αποδεχόμαστε πλέον το διαφορετικό;

«Οχι, είμαστε ακόμη στο στάδιο της ανοχής δυστυχώς, όχι της αποδοχής. Και αυτά τα θέματα ξέρετε δεν λύνονται ούτε με κινήματα, που καλώς υπάρχουν, ούτε με νομοθεσία, που καλώς επίσης υπάρχει. Η αποδοχή του διαφορετικού πρέπει να γίνει βίωμά μας. Δεν φτάνει να το λέμε, πρέπει και να το εννοούμε».

Δεν αισθάνεστε όμως ότι κάτι αλλάζει σήμερα; Δεν είναι μεγάλο βήμα ότι συζητούμε για τη διαφορετικότητα, για το #MeToo στη δημόσια σφαίρα;

«Δεν αρκεί αυτό. Συνήθως παγιδευόμαστε σε συνθήματα και εύκολες λύσεις. Φοβάμαι ότι μόλις περάσει λίγος χρόνος τα θέματα αυτά θα αρχίσουν να υποχωρούν. Δεν πρέπει κάτι απλά να μας απασχολεί. Πρέπει να γίνει δεύτερη φύση μας. Νομίζω ότι όλα καταλήγουν σε αυτό: οφείλουμε να σεβόμαστε την αξιοπρέπεια τη δική μας και του άλλου. Και αυτοί οι άνθρωποι που αποφάσισαν να μιλήσουν αυτό το διάστημα για ό,τι βίωσαν δήλωσαν τελικά ένα πράγμα: ότι δεν θέλουν να τους μειώνει κανείς την αξιοπρέπειά τους. Εγώ το λέω χρόνια στους νεότερους ότι πρέπει να σηκώνουν ανάστημα. Το θέμα είναι ότι φοβούνται».

Εσείς, στα πρώτα σας βήματα δεν φοβηθήκατε;

«Οχι. Γενικώς δεν φοβάμαι».

Από την αρχή διεκδικούσατε πράγματα λοιπόν;

«Φυσικά».

Και δεν σας έκλεισε κανείς την πόρτα;

«Την πόρτα ούτε σου την ανοίγει κανείς ούτε σου την κλείνει. Μόνος σου θα την ανοίξεις και όταν έρθει η ώρα μόνος σου θα την κλείσεις. Και πρέπει να καταλάβουμε κάτι: αυτός ο χώρος δεν είναι αγγελικά πλασμένος. Κανείς δεν μας εγγυήθηκε την προσωπική μας ευτυχία, σε έναν χώρο τόσο ανταγωνιστικό που η ανεργία καλπάζει. Επίσης δεν κάνουν όλοι για αυτή τη δουλειά. Μην κοιτάτε που κάθε σπίτι έχει πλέον τρεις ηθοποιούς και έναν σκηνοθέτη. Είναι μια δουλειά δύσκολη και πρέπει να είσαι έτοιμος και για τη δόξα και για τη χλεύη, όπως έλεγε ο Μολιέρος».

Είστε από τους λίγους ηθοποιούς που λένε «τόπο στα νιάτα»…

«Ασφαλώς. Ετσι πρέπει να γίνει. Γιατί οι νέοι κουβαλούν δύο σημαντικά πράγματα: το μέλλον και τον ενθουσιασμό. Δεν ζητάμε τόσο την άποψή τους όσο τον ενθουσιασμό τους. Πιο ισχυρή άποψη μπορούν να έχουν οι μεγαλύτεροι. Χρειαζόμαστε τον ενθουσιασμό τους. Γιατί στους μεγαλύτερους ο ενθουσιασμός υποχωρεί. Το να καταντήσει η δουλειά μας ρουτίνα είναι ό,τι χειρότερο. Δεν πρέπει να ξεχνάμε γιατί ξεκινήσαμε να κάνουμε αυτή τη δουλειά. Εγώ το υπενθυμίζω συνέχεια στον εαυτό μου».

Εγινε για εσάς ποτέ το θέατρο ρουτίνα;

«Ποτέ. Οτιδήποτε έκανα, θέατρο, τηλεόραση, σινεμά, το έκανα με πολύ πάθος. Δεν ήταν το κίνητρο το χρήμα – όχι ότι δεν έβγαλα χρήματα, έβγαλα και μάλιστα καλά – αλλά ό,τι έκανα ήθελα πολύ να το κάνω. Για εμάς τους παλαιότερους πλέον καθήκον μας είναι να δημιουργήσουμε ένα γήπεδο καλύτερο από αυτό που βρήκαμε για να ανθίσουν οι νέοι. Το να στυλώνεις τα πόδια και να παραμένεις αμετακίνητος υποδυόμενος τον νέο ή να νομίζεις ότι δεν υπάρχει κάτι πέρα από εσένα δεν οδηγεί πουθενά. Μόνο στην απομόνωση και στην ανοησία».

Κύριε Μπέζο, βάλατε πρώτα τη ζωή σας ή το θέατρο;

«Η ζωή πάντα υπερέχει. Εγώ λέω πάντα στους θιάσους ότι ο ηθοποιός δεν έχει καμία δικαιολογία να λείψει από πρόβα, εκτός και αν έχει ερωτικό ραντεβού. Σιγά μην αφήσεις το ερωτικό ραντεβού για να έρθεις στην πρόβα. Νομίζω ότι αν ζεις καλά τη ζωή σου αυτό σε ακολουθεί και στη σκηνή. Διαφορετικά πάσχεις από μιζέρια και μόνιμα συμπλέγματα. Γιατί υπάρχουν και τέτοιοι καλλιτέχνες. Και αυτός ο χώρος τα δικαιολογεί αυτά. Τα βλέπει με γοητεία, αισθάνεται μια συμπάθεια. Λέει «α τον καημένο», «την καημένη». O φίλος μου ο Βασίλης Παπαβασιλείου λέει «καλά, τις πέντε ώρες έχεις πρόβα, τις υπόλοιπες 19 όμως τι κάνεις;»».

«Θεσμοφοριάζουσες»: Πρεμιέρα στις 30 Ιουνίου στο Κηποθέατρο Παπάγου. Θα ακολουθήσει περιοδεία σε όλη την Ελλάδα.