Υπήρχε πάντα ένας «αστικός μύθος» στην εκπαιδευτική κοινότητα της χώρας, που ήθελε τους θεματοδότες των πανελλαδικών εξετάσεων να μετακινούνται κατά καιρούς ομαδικά (και ανάλογα με τα δεδομένα της κάθε περιόδου), στις άκρες του πολιτικού εκκρεμούς «εύκολα» ή «δύσκολα» θέματα.

Δηλαδή, ανάλογα με το τι απαιτούσε η «στιγμή», να κινούνται ελαφρώς προς τη μια ή την άλλη πλευρά. Αν κάποιος έπαιρνε αυτό τον μύθο σοβαρά, (που κανείς δεν θα ήθελε να το κάνει), θα σήμαινε ότι οι αγωνίες, οι κόποι και οι ζωές χιλιάδων παιδιών θα ήταν το αντικείμενο εκμετάλλευσης για άλλους λόγους.

Βγαίνουμε από μια περίοδο δυο ετών καραντίνας και τα παιδιά φτάνουν στα εξεταστικά κέντρα για να δώσουν εξετάσεις σε συνέχεια μιας κάθε άλλο παρά κανονικής χρονιάς (τα σχολεία δεν έκλειναν μεν, αλλά υπήρχαν συνεχόμενες διακοπές της καθημερινότητας των μελών τους, rapid tests, κάποιοι έλειπαν μεγάλα χρονικά διαστήματα, οι καθηγητές κουρασμένοι από την γραφειοκρατία, πολλοί μαθητές και μαθήτριες δεν μπορούσαν να κάτσουν στιγμή στις αίθουσες από την ανησυχία και την δύσκολη επαναπροσαρμογή).

Και μην ξεχνάμε εδώ την πίεση της ογκώδους εξεταστέας ύλης, η οποία καθόλου δεν περιορίστηκε φέτος, φέροντας εντός της τραγικές υπερβολές, όπως αυτή των Λατινικών όπου εξετάζεται πανελλαδικά η πλήρης ονομάτων και ημερομηνιών εισαγωγή του σχολικού εγχειριδίου, που μοιάζει σχεδόν σαν… τηλεφωνικός κατάλογος.

Υπάρχει άραγε κάποιος λόγος για τον οποίο όλα τα μαθήματα που έχουν εξεταστεί ως σήμερα στις πανελλαδικές εξετάσεις (με κυρίαρχα αυτά των Μαθηματικών αλλά και των Αρχαίων Ελληνικών), έχουν τέτοιο βαθμό δυσκολίας που ξεπερνάει κατά πολύ εκείνο των προηγούμενων ετών;

Γιατί δεν ήταν ένα ούτε δυο τα παιδιά που έκλαιγαν χθες έξω από τα εξεταστικά κέντρα.

Δεν πρέπει να αγνοήσουμε εδώ το γεγονός ότι οι πανελλαδικές εξετάσεις είναι ένας διαγωνισμός κατάταξης των υποψηφίων και υπό την έννοια αυτή η θεματοδοσία κρίνεται επιτυχής όταν οι βαθμολογίες εμφανίζονται σε όλο το βαθμολογικό εύρος: από το 0 έως το 100.

Κατά συνέπεια, ένα διαγώνισμα στο οποίο, ελάχιστοι γράφουν πάνω από το 16, προφανώς δεν επιτυγχάνει τη διαβάθμιση και την αξιοκρατική κατάταξη των υποψηφίων.

Το επίπεδο των εξετάσεων της παιδείας μας λοιπόν, δεν κρίνεται από το πόσο δύσκολα είναι τα θέματα, αλλά το κατά πόσο οι διαγωνιζόμενοι μπορούν να ανταποκριθούν σ αυτά.

Σε συνέχεια των παραπάνω η καλοπροαίρετη ερώτηση: Εάν οι βάσεις «πέσουν» τον Αύγουστο στις Σχολές των ΑΕΙ (σε συνέπεια των δύσκολων θεμάτων), θα ήταν αυτό μια εικόνα που θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί επικοινωνιακά; Γιατί όλοι ξέρουμε ότι επί της ουσίας δεν αλλάζει τίποτα, καθώς η Ελάχιστη Βάση Εισαγωγής (ΕΒΕ) κάθε χρόνο επαναδιαμορφώνεται ετησίως με βάση των γενικό μέσο όρο των  πανελλαδικών επιδόσεων των υποψηφίων.

Θα δούμε εξαιρετικά δύσκολα θέματα και τις δυο επόμενες ημέρες των πανελλαδικών εξετάσεων; Γιατί κάτι τέτοιο θα απομάκρυνε στατιστικά την πιθανότητα να είναι τυχαίο το ότι το «εκκρεμές» τις πρώτες δυο ημέρες των πανελλαδικών εξετάσεων για τα Γενικά Λύκεια, κόλλησε στο…«δύσκολα».