«Αυτό που ήδη γνωρίζουμε είναι η απάντηση στην εξής ερώτηση: Ποιος έβαλε το όπλο στο χέρι του δολοφόνου; Η πολιτική που ασκείται σε αυτή τη χώρα».

Με αυτά τα λόγια ο αρθρογράφος του «The Atlantic», Ντέιβιντ Φραμ, επιχειρεί να θέσει την πολιτική ηγεσία των Ηνωμένων Πολιτειών ενώπιον των ευθυνών της μετά το νέο μακελειό στο Τέξας. Τονίζοντας, παράλληλα, ότι ενώ «σε κάθε άλλη δημοκρατία καταβάλλεται κάποιου είδους σημαντική προσπάθεια να μείνουν τα όπλα μακριά από επικίνδυνους ανθρώπους και οι επικίνδυνοι άνθρωποι μακριά από τα όπλα», στις ΗΠΑ συμβαίνει κάτι διαφορετικό: Η αναλογία είναι 120 όπλα ανά 100 πολίτες, ενώ στη διάρκεια της πανδημίας καταγράφηκε η μεγαλύτερη αύξηση στις πωλήσεις – 20 εκατ. όπλα πουλήθηκαν το 2020 και άλλα 18,5 εκατ. το 2021.

Στο ίδιο μήκος κύματος και το γαλλικό «L’Obs» (διάδοχος του «Nouvel Observateur»), το οποίο σε ανάλυση του ανταποκριτή του από τη Νέα Υόρκη αναφέρεται στις «στενάχωρες αλήθειες για την Αμερική και τα Οπλα». Αλήθειες που, όπως σημειώνει, «αποτελούν τη ρίζα του προβλήματος μιας υπεροπλισμένης χώρας».

1. Οι «δειλοί Ρεπουμπλικανοί» και ο μύθος της προστασίας

Η πρώτη έχει να κάνει με το γεγονός ότι «οι Ρεπουμπλικανοί είναι μεγάλοι δειλοί». Κι αυτό διότι, όπως σημειώνει, αντί να ισχυριστούν πως «αυτό είναι το αντίτιμο για την ελευθερία του να φέρει κανείς όπλα», προβάλλουν κάθε φορά δύο δικαιολογίες: την κακή πνευματική υγεία των δραστών και την έλλειψη προστασίας σε χώρους που μπορεί να αποτελούν στόχους – όπως οι ένοπλοι δημόσιοι υπάλληλοι και εκπαιδευτικοί ή οι αστυνομικοί. Ωστόσο, αυτό είναι μάλλον ανέφικτο, καθώς, όπως έγραψε στο Twitter ο νομπελίστας Πολ Κρούγκμαν, η προστασία των 130.000 σχολείων και των 40.000 σουπερμάρκετ που υπάρχουν στην Αμερική θα απαιτούσε μια δύναμη πολλαπλάσια του σώματος των Πεζοναυτών, που αριθμεί σήμερα 180.000 μέλη.

2. Οι Δημοκρατικοί που πέφτουν στην παγίδα

Η δεύτερη αλήθεια αφορά τους Δημοκρατικούς, οι οποίοι «δεν θέλουν να κατάσχουν τα όπλα». Είναι κάτι που ισχυρίζονται οι αντίπαλοί τους, παραπέμποντας σε ευθεία παραβίαση του συντάγματος – και αυτοί πέφτουν στην παγίδα: «Αδυνατούν να εγγυηθούν, δυνατά και καθαρά, όλη μέρα και, εν ανάγκη, περνώντας και σχετικούς νόμους, ότι το δικαίωμα της οπλοκατοχής δεν αναιρείται – όχι όμως οποιοδήποτε τέτοιο δικαίωμα και άνευ όρων».

3. Η «δικτατορία μιας μειονότητας» και το Ανώτατο Δικαστήριο

Η τρίτη αλήθεια είναι ότι η Αμερική είναι όμηρος «της δικτατορίας μιας μειονότητας», με συνένοχο το Ανώτατο Δικαστήριο. Κι αυτό διότι ενώ η μεγάλη πλειοψηφία τάσσεται υπέρ των αυστηρότερων ελέγχων, υπάρχει η δυνατότητα 40 γερουσιαστές, από τους 100 συνολικά, να μπλοκάρουν κάθε αλλαγή (όπως αναμενόταν να γίνει και χθες με έναν νόμο για την καταπολέμηση της εσωτερικής τρομοκρατίας, που θα άνοιγε τον δρόμο και για συζήτηση αναφορικά με την οπλοκατοχή). Οσο για το Ανώτατο Δικαστήριο, η συντηρητική πλειοψηφία του αναμένεται να αποδείξει για μία ακόμα φορά τον ρόλο της, όταν θα εξετάζει την προσφυγή κατά της Πολιτείας της Νέας Υόρκης και του νόμου ο οποίος επιτρέπει σε κάποιον να φέρει όπλο (κρυμμένο) μόνο εάν αυτό δικαιολογείται από έναν σοβαρό λόγο ή απειλή -, με τους περισσότερους να δηλώνουν βέβαιοι ότι θα τον ακυρώσει.

4.  Η αντίδραση που δεν διαρκεί και τα μίντια

Η τέταρτη αλήθεια, πάντα σύμφωνα με το «L’Obs», είναι ότι, όπως έχουν αποδείξει οι αλλεπάλληλες ένοπλες επιθέσεις, «κάθε τραγωδία κάνει τα πράγματα χειρότερα». «Το μάθημα από το Σάντι Χουκ (2012), πιθανότατα δε και το Ουβάλντε, είναι ότι η όποια αντίδραση δεν διαρκεί. Οι υπόλοιπες ειδήσεις κυριαρχούν ή άλλες τραγωδίες και, τελικά, η αίσθηση της ανικανότητας καταλήγει στο να αμβλύνει την αγανάκτηση». Σε αυτό, φυσικά, φέρουν μεγάλο μερίδιο ευθύνης και τα ΜΜΕ, κάτι που σημαίνει ότι «ο κόσμος των μίντια οφείλει να επανεξετάσει πώς καλύπτει τέτοιου είδους μαζικές δολοφονίες».

5. Πολλά λόγια και προτροπές, καθόλου πράξεις

Η πέμπτη και τελευταία «άβολη αλήθεια» προκύπτει από τα όσα λέγονται ύστερα από κάθε τέτοια τραγωδία από τους προέδρους. «Εχουμε βρεθεί σε αυτό το σημείο πολλές φορές. Πρέπει να ανασυγκροτηθούμε και να αναλάβουμε ουσιαστική δράση για να αποτρέψουμε και άλλες τραγωδίες όπως αυτή» είχε πει το 2012 ο Μπαράκ Ομπάμα, μετά το μακελειό στο σχολείο Σάντι Χουκ. «Πρέπει να δράσουμε. Πότε, για όνομα του Θεού, θα σηκωθούμε και θα σταθούμε απέναντι στο λόμπι των όπλων;» είπε αυτή την εβδομάδα ο Τζο Μπάιντεν. Πολλά λόγια και εκκλήσεις αλλά ελάχιστη δράση – όπως προκύπτει και από το γεγονός ότι το τελευταίο ουσιαστικό μέτρο ελέγχου της οπλοκατοχής ψηφίστηκε πριν από 28 χρόνια και εξέπνευσε ύστερα από δέκα…