Τη θέση της Ελλάδας στο νέο γεωπολιτικό περιβάλλον, τους στόχους του με ορίζοντα δεκαετίας και τις προσδοκίες του από το συνέδριο της ΝΔ, το οποίο ολοκληρώνεται σήμερα, περιγράφει ο πρωθυπουργός κ. Κυριάκος Μητσοτάκης στη συνέντευξή του στο «Βήμα της Κυριακής».

Λέει απερίφραστα ότι η ΝΔ «δεν είναι πλέον το συντηρητικό κόμμα το οποίο θυμόμαστε», τονίζει ότι η μάχη των εκλογών δίνεται και κερδίζεται στον χώρο του Κέντρου και δηλώνει εμφατικά ότι η Ελλάδα έχει πολλά να προσφέρει στον παγκόσμιο δημόσιο διάλογο για τη σύγχρονη, ανθεκτική δημοκρατία. Οπως αποκαλύπτει, αυτή θα είναι και μία από τις θεματικές ενότητες της ομιλίας του στο Αμερικανικό Κογκρέσο.

Ο Πρωθυπουργός παίρνει αποστάσεις από τις λογικές διαιώνισης του πολέμου και αλλαγής του συστήματος διακυβέρνησης στη Ρωσία και δεν κρύβει τη δυσαρέσκειά του για την ευρωπαϊκή δυσκαμψία στο ενεργειακό.

Ο Κυριάκος Μητσοτάκης σημειώνει ότι οι ευρωπαϊκές κυρώσεις σε βάρος της Ρωσίας δεν νοείται να πλήττουν περισσότερο τα κράτη-μέλη, ενώ παράλληλα περιγράφει τις ευκαιρίες που παρουσιάζονται για την Ελλάδα ώστε να μετατραπεί σε ενεργειακό κόμβο μεταφοράς φυσικού αερίου από την Ανατολική Μεσόγειο προς την Ευρώπη. Εν όψει της επίσκεψής του στις ΗΠΑ δίνει ιδιαίτερη έμφαση στην οικονομική συνεργασία και στη συμμετοχή αμερικανικών επενδύσεων στην ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας.

Ο Πρωθυπουργός απαντά στην κριτική για τα υψηλά μπόνους της διοίκησης της ΔΕΗ, απορρίπτει για ακόμη μία φορά τα σενάρια εκλογών, σημειώνει ότι η ευθύνη για την περιπέτεια της διαφαινόμενης διπλής κάλπης δεν είναι δική του και δηλώνει ότι δεν τον ανησυχεί η αντιπαράθεση με τον Αλέξη Τσίπρα.

 

Κύριε πρόεδρε, διανύουμε μία πολύ δύσκολη και μεταβατική εποχή, υπάρχει μεγάλη απροσδιοριστία και πρέπει να αρχίσει να σκέφτεται κανείς «μετά τον πόλεμο, τι;». Πώς θα αναδιαταχθούν οι δυνάμεις; Πώς και πόσο θα αλλάξει το διεθνές εμπόριο, οι οικονομικοί συσχετισμοί και οι διακρατικές σχέσεις;

«Κατά τη γνώμη μου ο πόλεμος στην Ουκρανία και η ρωσική εισβολή είναι μία τομή στον γεωπολιτικό χρόνο. Θυμάμαι ότι όταν αποφοίτησα από το Πανεπιστήμιο το 1990, ο Φράνσις Φουκουγιάμα είχε γράψει το δοκίμιο «Το Τέλος της Ιστορίας». Η γενιά μας είχε την αίσθηση ότι ξημέρωνε μία περίοδος μεγάλης οικονομικής ευημερίας, με αδιαμφισβήτητη και αδιαπραγμάτευτη επικράτηση της φιλελεύθερης αστικής δημοκρατίας, σε μία πορεία η οποία ουσιαστικά θα σηματοδοτούσε το τέλος των μεγάλων διαιρέσεων και των μεγάλων διενέξεων. Απεδείχθη ότι αυτή ήταν μία πολύ απλοϊκή υπόθεση και βρισκόμαστε 33 χρόνια μετά από την πτώση του Τείχους μπροστά στο αδιανόητο, έναν πραγματικό πόλεμο, ο οποίος έχει ιδιαίτερα χαρακτηριστικά, διεξάγεται δι’ αντιπροσώπων, με «μπροστάρηδες» τους Ουκρανούς, στην καρδιά της Ευρώπης».

Σε αυτό το περιβάλλον, η αντιπολίτευση σας κατηγορεί ότι έχετε μετατρέψει την Ελλάδα σε έναν προβλέψιμο εταίρο στις διεθνείς συμμαχίες της.

«Αν μη τι άλλο, η θέση της Ελλάδος έχει γεωπολιτικά αναβαθμιστεί. Αναγνωρίζεται από όλους ότι είναι ο παράγων σταθερότητας στην ευρύτερη περιοχή. Αυτό για το οποίο μας κατηγορεί η αντιπολίτευση εγώ θεωρώ ότι είναι μεγάλο πλεονέκτημα. Οταν λέει «δεν μπορείτε να είστε προβλέψιμοι εταίροι», απαντώ «βεβαίως και οι εταίροι πρέπει να είναι  προβλέψιμοι, γιατί αλλιώς δεν είναι αξιόπιστοι». Και εν πάση περιπτώσει, για την Ελλάδα θα ήταν αδιανόητο να μην είναι στη σωστή πλευρά της Ιστορίας και να μην είναι συνεπής στις συμμαχικές της υποχρεώσεις, όταν έχει ανοιχτές εκκρεμότητες με την Τουρκία».

Πέραν των προφανών οικονομικών επιπτώσεων, πώς επηρεάζεται η Ελλάδα από τον πόλεμο;

«Δεν πρέπει να ξεχνούμε ότι αυτή η σύρραξη έρχεται να προστεθεί σε μια σειρά κρίσεων, που για την Ελλάδα  είναι  ακόμα πιο έντονη και μακρά. Εχουν προηγηθεί μια δεκαετής οικονομική περιπέτεια, η γεωπολιτική αστάθεια από τα προβλήματα που αντιμετωπίσαμε με την Τουρκία και η πανδημία. Συνεπώς, στη χώρα μας υπάρχει αυτή η συσσωρευμένη κούραση από τη διαρκή διαχείριση κρίσεων και είναι απολύτως κατανοητό η κοινωνία να είναι πιο κουρασμένη και ταυτόχρονα ανυπόμονη με όλα».

Ορισμένοι μπορεί και να αισθάνονται απελπισμένοι. Κυριαρχούν η αγωνία και η αβεβαιότητα.

«Νομίζω ότι πρέπει να είμαστε ρεαλιστικά αισιόδοξοι. Τι σημαίνει αυτό; Οτι οφείλουμε να εξηγούμε στους πολίτες την πολυπλοκότητα του σημερινού κόσμου, να αντιμετωπίζουμε τις επιπτώσεις κάθε κρίσης στο μέγιστο των δυνατοτήτων μας και ταυτόχρονα να ψάχνουμε ευκαιρίες για τη βελτίωση της συγκριτικής θέσης της χώρας. Αυτό επιχειρήσαμε να κάνουμε την προηγούμενη τριετία. Αυτό θα κάνουμε τώρα και με τον πόλεμο στην Ουκρανία, ο οποίος μας επηρεάζει κυρίως οικονομικά».

Πού εντοπίζετε τις ευκαιρίες στη σημερινή συγκυρία;

«Η ανάγκη της γρήγορης απεξάρτησης από το ρωσικό φυσικό αέριο προσφέρει στη χώρα βραχυπρόθεσμες ευκαιρίες ώστε να γίνει ενεργειακός κόμβος μεταφοράς φυσικού αερίου από τη λεκάνη της Μεσογείου, αλλά και από άλλες πιθανές πηγές. Εξ ου και η πολύ μεγάλη σημασία της Αλεξανδρούπολης και των υπόλοιπων επενδύσεων σε υποδομές υγροποιημένου φυσικού αερίου. Την ίδια στιγμή, η πράσινη μετάβαση σε όλες τις εκφάνσεις της μετατρέπεται από ενεργειακή και οικονομική σε γεωπολιτική προτεραιότητα. Αυτή η παράμετρος, σε συνδυασμό με τη μεγάλη έμφαση που πρέπει να δώσουμε στην εξοικονόμηση ενέργειας, αποτελούν χαρακτηριστικά αιχμής για την πολιτική της κυβέρνησης για το επόμενο διάστημα».

Πώς τοποθετείται η Ελλάδα στο μεταβαλλόμενο ενεργειακό περιβάλλον;

«Είναι κάτι το οποίο το βλέπαμε εδώ και καιρό. Η ηλεκτρική διασύνδεση με τη Βόρειο Αφρική, η μεταφορά φυσικού αερίου είτε μέσω αγωγού είτε με υγροποιημένη μορφή από τη λεκάνη της Νοτιοανατολικής Μεσογείου και αύριο-μεθαύριο η μεταφορά υδρογόνου από τις χώρες εκείνες που θα έχουν συγκριτικό πλεονέκτημα κόστους στην παραγωγή πράσινου υδρογόνου, περνούν γεωγραφικά και γεωπολιτικά μέσα από μία σταθερή και αναπτυσσόμενη Ελλάδα. Αυτό αναγνωρίζεται πια ευρέως. Η παρουσία των βαλκάνιων ηγετών στην τελετή έναρξης των εργασιών για την κατασκευή το σταθμού αποθήκευσης και επαναεριοποίησης LNG στην Αλεξανδρούπολη την προηγούμενη Τρίτη, ήταν ενδεικτική. Αναγνωρίζεται όμως και από τους φίλους στη Μέση Ανατολή και στη Βόρειο Αφρική ότι μπορούμε πραγματικά να γίνουμε μία γεωπολιτική, ενεργειακή, οικονομική, εφοδιαστική γέφυρα, από την Ανατολική Μεσόγειο και τη Βόρειο Αφρική, όλη την Αφρική αν θέλετε, προς την  Ευρώπη και την Ασία».

Πέραν του ενεργειακού πεδίου, βλέπετε και άλλου τύπου μετατοπίσεις;

«Παρουσιάζεται μία μεγάλη, φυσική θα έλεγα τάση, να έρθουν οι εφοδιαστικές αλυσίδες πιο κοντά στους παραγωγούς και στους καταναλωτές. Η Ελλάδα διαθέτει όπως γνωρίζετε μία διόλου αμελητέα μεταποιητική βάση και συνεπώς έχει έναν πολύ σημαντικό ρόλο να παίξει σε αυτή την προσπάθεια. Δεν είναι  τυχαίο το γεγονός ότι ήδη δρομολογούνται στη χώρα μας πολλές βαριές, παραγωγικές, βιομηχανικές επενδύσεις. Αυτό συνιστά μία αναγνώριση της σημαντικής στρατηγικής θέσης της Ελλάδος και των συγκριτικών πλεονεκτημάτων που προσφέρει».

Επαρκούν οι εναλλακτικές πηγές για την πλήρη υποκατάσταση του ρωσικού φυσικού αερίου; Ο σταθμός της Αλεξανδρούπολης θα λειτουργήσει το 2023, δεν σας προβληματίζει ο χρόνος που μεσολαβεί; Και επιπλέον, προκειμένου να μετατραπεί η Ελλάδα σε ενεργειακό κόμβο, δεν απαιτείται ένα διαφορετικό περιβάλλον ασφάλειας και συγκεκριμένα η εξάλειψη της τουρκικής απειλής; 

«Ναι, να τα πάρουμε ένα-ένα. Κατ’ αρχάς, έχουμε μιλήσει για σταδιακή απεξάρτηση από το ρωσικό φυσικό αέριο και δεν είναι τυχαίο ότι η Ευρώπη το έχει κρατήσει εκτός του πλαισίου των κυρώσεων. Γνωρίζουμε πολύ καλά στην Ευρώπη, ότι δεν είμαστε σε θέση να επιβάλουμε μία κύρωση η οποία θα πονέσει τελικά περισσότερο εμάς απ’ ό,τι τη Ρωσία και σε αυτή τη θέση η Ελλάδα επιμένει. Σκοπός μας είναι η στρατηγική απεξάρτηση από το ρωσικό φυσικό αέριο, με αύξηση των πυλών εισόδου υγροποιημένου φυσικού αερίου. Ως προς τον χρόνο, άμεση προτεραιότητα είναι η προσθήκη μιας δεξαμενής στη Ρεβυθούσα, η οποία θα διπλασιάσει την αποθηκευτική δυνατότητα του σταθμού. Αυτό μπορεί να γίνει πολύ γρήγορα. Από εκεί και πέρα, η αναβάθμιση της χώρας σε ενεργειακό κόμβο δεν θεωρώ ότι σχετίζεται με την Τουρκία».

Προσφάτως ανακοινώσατε την επανέναρξη των ερευνών για τα εγχώρια κοιτάσματα. Πόσο ρεαλιστικές είναι οι προσδοκίες;

«Διερευνούμε τις δυνατότητες εξόρυξης εγχώριου φυσικού αερίου, για πρώτη φορά με μεθοδικό και συστηματικό τρόπο. Είμαστε – το τονίζω – συγκρατημένα αισιόδοξοι σε πρώτη φάση για την έρευνα και τη γεώτρηση την οποία θα κάνουμε στην Ηπειρο. Αυτό το κοίτασμα μπορεί να είναι μία ευχάριστη έκπληξη. Η αξιοποίησή του είναι πιο εύκολη και πολύ πιο φτηνή, επειδή βρίσκεται στη στεριά και σε μία περιοχή που δεν έχει κανένα περιβαλλοντικό ζήτημα. Για να καταλάβετε, η υποδομή σε περίπτωση αξιοποίησης του κοιτάσματος καταλαμβάνει μόλις 10 στρέμματα».

Ο πόλεμος στην Ουκρανία έχει αναζωπυρώσει το ενδιαφέρον και για τον EastMed;

«Ο EastMed παραμένει μία επιλογή για τη μεταφορά του φυσικού αερίου, αλλά τελικά η αγορά θα καθορίσει αν είναι οικονομικά βιώσιμη».

Διατυπώνεται η άποψη ότι η μέθοδος του εμπάργκο και των οικονομικών κυρώσεων κατά της Ρωσίας ίσως δεν είναι η προσφορότερη για τη λύση αυτής της κρίσης και ότι ίσως να χρειάζονται περισσότερες ειρηνευτικές πρωτοβουλίες. Εσείς θα συμμετείχατε σε μία τέτοια πρωτοβουλία; 

«Αυτή τη στιγμή το μείζον είναι να σταματήσει ο πόλεμος, γι’ αυτό και πιστεύω ότι πρέπει να υπάρχουν και ανοιχτοί δίαυλοι επικοινωνίας με τη Ρωσία. Συνομιλώ τακτικά με τον πρόεδρο Μακρόν, ο οποίος πράττει πολύ ορθά και συνομιλεί με τον Πούτιν. Αυτή τη στιγμή εξελίσσονται ενέργειες σε τρία πεδία. Πρέπει και η Ουκρανία να εξοπλιστεί ώστε να είναι σε θέση να αμυνθεί και ο δυτικός κόσμος να επιβάλει οργανωμένες κυρώσεις που να πλήττουν πραγματικά τη Ρωσία και ταυτόχρονα οι δίαυλοι επικοινωνίας με τη Ρωσία να παραμένουν ανοιχτοί, στο μέτρο του εφικτού. Πρέπει να εξηγήσουμε στους πολίτες ότι όταν επιβάλλεις κυρώσεις, το κάνεις για έναν μείζονα λόγο, αλλά αυτές δεν είναι μονοσήμαντες. Επωμιζόμαστε και εμείς το κόστος τους και σε μεγάλο βαθμό οφείλονται και εκεί οι υψηλοί λογαριασμοί του ρεύματος. Ακούω την αντιπολίτευση να λέει ότι είναι “λογαριασμοί Μητσοτάκη”. Οχι, δεν είναι λογαριασμοί Μητσοτάκη, είναι λογαριασμοί Πούτιν, δεν αύξησα εγώ την τιμή του φυσικού αερίου, άλλος προκάλεσε την κρίση. Η δική μου δουλειά είναι να αντιμετωπίσω το πρόβλημα».

Από την πλευρά των Ηνωμένων Πολιτειών, όπου θα βρεθείτε σε λίγες μέρες, διαφαίνεται μία στρατηγική επιλογή ανοιχτής σύγκρουσης με τη Ρωσία. Πόσο ευνοεί αυτή η παράμετρος την προοπτική τερματισμού του πολέμου; 

«Νομίζω ότι όλοι θα συμφωνήσουμε ότι είναι καλύτερο να τελειώσει ο πόλεμος αύριο, από το να τραβήξει έξι ή δώδεκα μήνες. Και προφανώς όλοι θέλουμε να τελειώσει ο πόλεμος με τους καλύτερους δυνατούς όρους για την Ουκρανία και τη Δύση. Ομως μακριά από εμένα οποιαδήποτε λογική διαιώνισης του πολέμου ή αλλαγής του συστήματος διακυβέρνησης της Ρωσίας, ως αυτοσκοπός αυτής της προσπάθειας. Ευχόμαστε να τελειώσει ο πόλεμος, να υποστεί η Ρωσία το κόστος της επιλογής της, να επανέλθουμε σε ένα status quo το οποίο θα είναι “διατηρήσιμο” και, πρώτα και πάνω απ’ όλα, να σταματήσουν να σκοτώνονται αθώοι άνθρωποι».

Η σημερινή πολεμική κρίση αναδεικνύει και πάλι αδυναμίες της Ευρώπης, ειδικά στο ενεργειακό ζήτημα. 

«Η Ευρώπη έχει στο παρελθόν δείξει και πολύ αργά αλλά και πολύ γρήγορα αντανακλαστικά. Η αλήθεια είναι ότι στην πανδημία αιφνιδίασε ευχάριστα με την απόφαση για την κοινή προμήθεια εμβολίων και την κατανομή στα κράτη-μέλη της Ενωσης με μόνο κριτήριο τον πληθυσμό, ασχέτως μεγέθους και οικονομικής δύναμης. Αλλά και κυρίως με το Ταμείο Ανάκαμψης, το οποίο αποτέλεσε μία τομή κατά την άποψή μου στην ευρωπαϊκή Ιστορία. Ομως στο ζήτημα της ενέργειας δεν έχουμε δει τα ίδια αντανακλαστικά και δεν μπορώ να μην εκφράσω τη δυσαρέσκειά μου για αυτό. Αυτή τη στιγμή έχουμε τη δυνατότητα ως Ευρώπη να είμαστε πιο τολμηροί. Είτε να διαπραγματευτούμε κεντρικά με τους μεγάλους προμηθευτές φυσικού αερίου είτε, αν δεν είμαστε σε θέση να κάνουμε τέτοιου είδους παρεμβάσεις, να διαθέσουμε χρηματοδοτικούς πόρους για τη στήριξη νοικοκυριών και επιχειρήσεων. Εμείς θα βάλουμε χρήματα στο τραπέζι για να απορροφήσουμε ένα μεγάλο μέρος των επιβαρύνσεων. Θα ήμασταν όμως πολύ πιο αποτελεσματικοί αν είχαμε και ευρωπαϊκή στήριξη σε αυτή την προσπάθεια. Δεν την έχουμε δει ακόμη και λυπάμαι πραγματικά γι’ αυτό».

Τι είναι αυτό που εμποδίζει τέτοιου είδους αποφάσεις; 

«Τα εθνικά συμφέροντα».

Εχει σπάσει τελικά το πολιτικό στερεότυπο «Αριστερά – Δεξιά» στην Ελλάδα; Εσείς τοποθετείστε πλέον διαφορετικά; Θα δανειστώ κάτι που είπε σε πρόσφατη συνέντευξή του ο Ευάγγελος Βενιζέλος, ότι «η χώρα πάντα κυβερνιέται στο Κέντρο». 

«Είδα τη συνέντευξη του Ευάγγελου Βενιζέλου, είναι κάτι το οποίο το λέω εδώ και πολλά χρόνια. Οι εκλογές κερδίζονται στο Κέντρο. Και ναι, η χώρα πρέπει να κυβερνιέται από το Κέντρο. Το Κέντρο, τελικά ως πεδίο συγκερασμού των πλειοψηφικών δυνάμεων, γιατί πάντα οι περισσότεροι πολίτες αυτοπροσδιορίζονται κοντά στο Κέντρο. Αν επιχειρήσει κανείς μια ιδεολογική κατανομή στην κλίμακα από το 1 έως το 10, οι πιο πολλοί με βάση τους παλιούς άξονες είναι στο 5. Και αυτό το 5 δεν σημαίνει το Κέντρο κατ’ ανάγκη με όρους της δεκαετίας του 20ού αιώνα. Σημαίνει ένα Κέντρο το οποίο έχει λιγότερα ιδεολογικά χαρακτηριστικά, πιστεύει στην αποτελεσματικότητα της πολιτικής, έχει ορισμένες βασικές αρχές. Τη λειτουργία της ιδιωτικής οικονομίας. Ενα κράτος το οποίο να είναι παρεμβατικό εκεί που χρειάζεται, αλλά να λειτουργεί ως καταλύτης, προκειμένου ο κάθε πολίτης να εκφράζει τη δημιουργικότητά του. Θέλει μια ανάπτυξη με λιγότερες κοινωνικές ανισότητες. Δίνει έμφαση στον τομέα της ασφάλειας. Και ναι, προστατεύει και παραδοσιακές αξίες όπως η οικογένεια και οι παραδόσεις, που σε αυτόν τον πολύπλοκο πολυπολιτισμικό κόσμο έχουν τη δική τους ξεχωριστή σημασία. Με αυτό λοιπόν το πλαίσιο πιστεύω ότι συμφωνεί η σιωπηλή πλειοψηφία των πολιτών. Μπορεί να είναι πιο σημαντικό από τις παραδοσιακές ταμπέλες, “Δεξιά ή Αριστερά”. Επαναλαμβάνω, πολλές από τις δικές μας πολιτικές σίγουρα έχουν προοδευτικό πρόσημο. Αρα τι σημαίνει προοδευτικό; Αριστερό; Δεξιό; Κεντρώο; Εχει σημασία τελικά; Είναι πολιτικές σε αντιστοιχία με τις ανάγκες της κοινωνίας. Αν η κοινωνία αλλάζει πιο γρήγορα από ό,τι η πολιτική, τότε υπάρχει πρόβλημα. Η πολιτική πρέπει να είναι τουλάχιστον ευθυγραμμισμένη με τις ανάγκες της κοινωνίας και ενίοτε να έχει το θάρρος να την οδηγεί σε μια κατεύθυνση που εκείνη τη στιγμή ενδεχομένως να μη θέλει να πάει. Γιατί μπορεί να υπάρχουν αλήθειες τις οποίες να μη θέλει να ακούσει. Λοιπόν, σε αυτό το πλαίσιο νομίζω ότι προσαρμόζεται η ελληνική κοινωνία».

Η αντιπολίτευση προσαρμόζεται στο αντίστοιχο πλαίσιο;

«Δεν είμαι καθόλου σίγουρος ότι προσαρμόζονται οι υπόλοιπες πολιτικές δυνάμεις. Ειδικά για την αξιωματική αντιπολίτευση, δεν έχει αλλάξει τίποτα. Είναι σαν να μην έχουν μάθει απολύτως τίποτα. Λένε τα ίδια πράγματα, με τα ίδια πρόσωπα, με την ίδια ξύλινη γλώσσα, που χρησιμοποιούσαν το ’12. Ούτε καν το ’15. Δεν έχω ακούσει μια καινούργια ιδέα, δεν έχω δει ένα καινούργιο πρόσωπο, αλλά αυτό είναι δικό τους θέμα, δεν θέλω να ασχοληθώ πολύ με την αξιωματική αντιπολίτευση, πέραν του να παρατηρήσω ότι σίγουρα δεν είναι καλό για τον τόπο να παρουσιάζει τέτοια ένδεια τεκμηριωμένων θέσεων και προσώπων, κατά την άποψή μου. Δυστυχώς εξακολουθεί να επενδύει στην τοξικότητα και στον διχασμό. Το μεγάλο πρόβλημα των κοινωνιών σήμερα, το οποίο επιτείνεται από τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, είναι ο διχασμός και η “ψηφιακή γκετοποίηση” των ανθρώπων, οι οποίοι θέλουν να ακούν μόνο απόψεις ταυτόσημες με τις δικές τους. Και αυτό είναι ένα σημαντικό πρόβλημα δημοκρατίας».

Στην αντιπολίτευση το ερμηνεύουν διαφορετικά και θεωρούν ότι στην Ελλάδα υπάρχει ζήτημα ελευθερίας της έκφρασης και του Τύπου.

«Υπάρχει κάποιος που πιστεύει στα σοβαρά ότι έχουμε ζήτημα ελευθερίας της έκφρασης στην Ελλάδα; Δείτε την πρόσφατη έκθεση του Συμβουλίου της Ευρώπης. Στην Ελλάδα όποιος θέλει γράφει ό,τι θέλει για όποιον θέλει. Κατά τα λοιπά οι μεγάλες προκλήσεις για τη σύγχρονη δημοκρατία θα είναι μία από τις θεματικές ενότητες της ομιλίας μου στο Αμερικανικό Κογκρέσο. Τι σημαίνει να είναι μια δημοκρατία ανθεκτική. Και πώς τελικά οι ανθεκτικές δημοκρατίες υπερισχύουν των αυταρχικών καθεστώτων, διότι αυτός είναι σήμερα ο μεγάλος, δημόσιος παγκόσμιος διάλογος. Πώς απαντάμε εμείς σε αυτή την πρόκληση; Ο διάλογος, ο μετριασμός των παθών, οι μηχανισμοί εκτόνωσης των εντάσεων θα πρέπει να είναι εγγεγραμμένοι στο γενετικό υλικό της νέας ανθεκτικής δημοκρατίας. Το αντίθετο συμβαίνει τώρα. Εχουμε πάθη, εντάσεις, ύβρεις, μια απόλυτη αδυναμία να επικοινωνήσουμε με όσους είναι από την άλλη πλευρά του φράχτη και αυτό είναι πρόβλημα. Στην Ελλάδα πάντως περάσαμε από την περιπέτεια του λαϊκισμού, πάθαμε και μάθαμε. Δεν βρισκόμαστε, ευτυχώς, σε κατάσταση αντίστοιχη με εκείνη των Ηνωμένων Πολιτειών ή ενδεχομένως και της Γαλλίας».

Ασκείται ωστόσο σήμερα μία λαϊκιστική αντιπολίτευση με τους λογαριασμούς του ρεύματος στο χέρι.

«Εχει ενδιαφέρον αυτό. Πολύ ωραία, αν όχι η ΝΔ, ποιος και με ποια πλειοψηφία; Αν όχι ο Μητσοτάκης, ποιος; Σε αυτό η αντιπολίτευση πρέπει να απαντήσει. Εμείς αυτοί είμαστε, με τα θετικά μας και τα αρνητικά μας. Θα κριθούμε στο τέλος της τετραετίας για αυτά που έχουμε κάνει και θα διεκδικήσουμε μια δεύτερη θητεία με βάση τη συνέπειά μας και το ότι πήγαμε τη χώρα μπροστά. Η αντιπολίτευση τι προτείνει; Είτε σε επίπεδο προσώπων είτε σε επίπεδο κυβερνητικής πρότασης και κυβερνητικής πλειοψηφίας. Ο καθένας μπορεί να εύχεται ότι θα είναι πρώτος στις εκλογές. Μέχρι στιγμής πάντως ένα κόμμα φαίνεται να έχει το προβάδισμα σε αυτή τη συζήτηση».

Σας προβληματίζει το ενδεχόμενο ότι, δεδομένης της πρώτης κάλπης με την απλή αναλογική και της προεξοφλούμενης δεύτερης αναμέτρησης, ακόμα και αν κερδίσετε την αυτοδυναμία, κατά πάσα βεβαιότητα η κυβέρνησή σας θα είναι κοινοβουλευτικά πιο αδύναμη από ό,τι είναι τώρα; 

«Τους κυβερνητικούς συσχετισμούς θα τους καθορίσει ο ελληνικός λαός στην πρώτη και πολύ πιθανόν στη δεύτερη κάλπη. Δεν θέλαμε ποτέ εκλογές με απλή αναλογική. Δεν πιστεύουμε στην απλή αναλογική, δεν την ψηφίσαμε. Αρα το ότι θα αναγκαστούμε κατά πάσα πιθανότητα να έχουμε δύο αναμετρήσεις, δεν οφείλεται σε εμάς. Για εμάς το σωστό εκλογικό σύστημα είναι η ενισχυμένη αναλογική και από αυτό τελικά θα προκύψουν οι κοινοβουλευτικοί συσχετισμοί που θα καθορίσουν την επόμενη κυβέρνηση. Βεβαίως και ο στόχος είναι η αυτοδυναμία. Το είχα πει και την προηγούμενη φορά. Με σύνθημά μας την αυτοδύναμη Ελλάδα, όχι την αυτοδύναμη ΝΔ. Και νομίζω ότι αποδείξαμε αυτά τα τρία χρόνια ότι για εμάς αυτοδυναμία δεν σημαίνει μονοκρατορία της ΝΔ. Εχουμε διευρύνει την παράταξη, έχουμε αξιοποιήσει πολύ σημαντικό στελεχιακό δυναμικό, το οποίο δεν ανήκε στη ΝΔ και δεν θα φανταζόταν ποτέ ότι θα μπορούσε να ενταχθεί σε μια κυβέρνηση της ΝΔ. Την πολιτική διεύρυνση την έχουμε κάνει πράξη. Η αυτοδυναμία διευκολύνει στη λήψη γρήγορων αποφάσεων. Και για αυτό είναι το ζητούμενο για εμάς».

Η διεύρυνση για την οποία μιλάτε και η αξιοποίηση στελεχών έχει άλλα περιθώρια; Αναφέραμε νωρίτερα τον Ευάγγελο Βενιζέλο, υπάρχουν και πρόσωπα όπως η Αννα Διαμαντοπούλου, ο Γιώργος Φλωρίδης, τα οποία είναι εκτός κεντρικής πολιτικής.

«Δεν μπαίνω ποτέ σε συζητήσεις προσώπων, διότι για εμένα το ζήτημα δεν είναι μόνο τα πρόσωπα, είναι και οι πολιτικές. “Μπολιάσαμε” τη ΝΔ με πολιτικές, οι οποίες δεν ήταν στην πρώτη γραμμή προτεραιοτήτων μιας κεντροδεξιάς παράταξης. Αρα για εμένα η διεύρυνση αφορά και τις αντιλήψεις ως προς το τι σημαίνει να λειτουργεί ένα κόμμα ανοιχτά και δημοκρατικά».

Στην τελευταία συνεδρίαση του Υπουργικού Συμβουλίου μιλήσατε για υπουργούς οι οποίοι ασχολούνται με την προεκλογική τους προετοιμασία και δηλώσατε διατεθειμένος να τους «διευκολύνετε». Προφανώς έχετε συγκεκριμένα πρόσωπα στο μυαλό σας. Σχεδιάζετε αλλαγές στην κυβέρνηση; 

«Οχι. Δεν ήταν η δήλωσή μου προάγγελος κυβερνητικών αλλαγών. Ηταν μια, πιστεύω, δικαιολογημένη υπενθύμιση ότι το πρώτο μέλημα των υπουργών είναι τα κυβερνητικά τους καθήκοντα. Και επειδή είναι φυσιολογικό και δικαιολογημένο όταν πλησιάζει ο χρόνος των εκλογών κάποιος να σκέπτεται και την επανεκλογή του, ήθελα να επισημάνω ότι οι υπουργοί έχουν ήδη ένα σημαντικό προβάδισμα, όντας υπουργοί. Δεν χρειάζεται να χάνουν χρόνο και στις εκλογικές τους περιφέρειες, στερώντας από τους εαυτούς τους πολύτιμο χρόνο από τα καθήκοντά τους. Νομίζω ότι κάνετε καλό ρεπορτάζ, ώστε να γνωρίζετε ότι αυτή η επισήμανση ήταν απαραίτητη. Ηταν μια αυθόρμητη και ανθρώπινη παρατήρηση, δεν ήταν καν προγραμματισμένη. Ολοι έχουμε περάσει από αυτή τη διαδικασία και ο σταυρός είναι στο μυαλό οποιουδήποτε βουλευτή».

Εχετε απορρίψει το ενδεχόμενο αλλαγής του εκλογικού νόμου στην κατεύθυνση της ενίσχυσης του μπόνους. Μήπως παρά ταύτα υπάρχει κάποια σκέψη προσαρμογής του εκλογικού νόμου στα γερμανικά πρότυπα, ώστε κάποιοι να εκλέγονται με λίστα και κάποιοι με σταυρό; Διακινείται παρασκηνιακά αυτή η πληροφορία. 

«Δεν αλλάζω τους κανόνες του παιχνιδιού και δεν τους προσαρμόζω στις τρέχουσες συνθήκες και στις δικές μου προτεραιότητες. Θα ήταν μέγιστο θεσμικό πλήγμα για τη δημοκρατία μας. Ξέρουμε ποιος είναι ο στόχος και μπορούμε να πετύχουμε την αυτοδυναμία με τον νόμο που έχουμε ψηφίσει, τον οποίο θεωρώ σωστό και δίκαιο».

Η πολεμική που εκδηλώνεται αυτή την στιγμή γύρω από τη ΔΕΗ, τα όσα ακούγονται για τις αποδοχές της διοίκησης, θεωρείτε ότι κρύβει κάτι σοβαρότερο; 

«Κατ’ αρχάς, παραλάβαμε τη ΔΕΗ χρεοκοπημένη, όχι απλώς στα πρόθυρα της χρεοκοπίας. Ηταν το μεγαλύτερο πρόβλημα το οποίο κληθήκαμε να αντιμετωπίσουμε και δεν αμφισβητείται. Είχαμε έτοιμο τον ισολογισμό με τις παρατηρήσεις των ελεγκτών. Θα τίναζαν την εταιρεία, ουσιαστικά, στον αέρα. Τη σώσαμε και την κάναμε πρωταγωνιστή. Διατηρήσαμε τον δημόσιο χαρακτήρα της και το 35% που κατέχει σήμερα το Δημόσιο έχει πολλαπλάσια αξία από το 51% επί Τσίπρα. Το λέω επειδή κάποιοι ισχυρίζονται ότι ιδιωτικοποιήσαμε την επιχείρηση και κάνουμε τον ντίλερ ιδιωτικών συμφερόντων. Επίσης, η ισχυρή ΔΕΗ, επειδή είχε αντλήσει κεφάλαια, μπόρεσε και επέστρεψε σχεδόν το σύνολο των υπερεσόδων που είχε, μέσα από εκπτώσεις στους καταναλωτές. Βεβαίως, κάποιοι μπορεί να ενοχλήθηκαν από το γεγονός ότι η εταιρεία σήμερα είναι ισχυρή. Εννοώ, κάποια ιδιωτικά συμφέροντα. Και ενδεχομένως αυτό να τους προκαλεί μια δυσαρέσκεια. Αλλά αν κάποιοι ήλπιζαν ότι θα είχαν όφελος σκυλεύοντας το “πτώμα” μιας χρεοκοπημένης ΔΕΗ και τους διαψεύσαμε, αυτό είναι δικό τους πρόβλημα και όχι δικό μου».

Το οξύμωρο είναι ότι σε αυτές τις δυσμενείς συνθήκες που αντιμετωπίζουν οι πολίτες, δίνονται μπόνους στα στελέχη… 

«Πουλάει ωραία αυτή η ιστορία. Κάντε τον υπολογισμό και να δούμε τελικά. Ενα ευρώ άξιζε η μετοχή της ΔΕΗ με 51% μερίδιο του Δημοσίου, 7-8 ευρώ αξίζει σήμερα, με αντίστοιχο μερίδιο 35%. Αυτά είναι περιουσία του ελληνικού λαού. Δεν είναι ούτε δικιά μου ούτε του κ. Τσίπρα ούτε του κ. Ανδρουλάκη. Αρα δημιουργήσαμε αξία για τους πολίτες. Ολη αυτή η συζήτηση για τις απολαβές είναι ο ορισμός του λαϊκισμού. Τα στελέχη τα οποία ήρθαν στην ΔΕΗ από τον ιδιωτικό τομέα, κερδίζουν λιγότερα από ό,τι στις προηγούμενες δουλειές τους. Και προφανώς αυτό είναι λογικό, γιατί είναι μεν μια επιχείρηση με δημόσιο χαρακτήρα, αλλά είναι και εισηγμένη στο Χρηματιστήριο και πρέπει να έχει τη δυνατότητα να προσελκύσει και να ανταμείψει στελέχη, ανάλογα με τις συνθήκες της αγοράς».

Τι προσδοκίες έχετε από την επίσκεψη στην Ουάσιγκτον και τη συνάντηση με τον πρόεδρο Μπάιντεν;

«Νομίζω ότι το ταξίδι μου στην Αμερική έχει έναν ουσιαστικό, αλλά και έναν πανηγυρικό χαρακτήρα. Εκκρεμούσε από πέρυσι και δεν έγινε λόγω Covid. Ελλάδα και Ηνωμένες Πολιτείες έχουμε πάρα πολλά κοινά ως δημοκρατίες και μια κοινή διαδρομή. Ημασταν πάντα στη σωστή πλευρά της Ιστορίας. Η τόσο δυναμική ελληνοαμερικανική κοινότητα είναι μια γέφυρα μεταξύ των δύο χωρών. Πολλές από τις εκδηλώσεις που θα πραγματοποιηθούν θα έχουν και τον χαρακτήρα της επανεπιβεβαίωσης μιας πολύ σημαντικής διμερούς σχέσης, όχι μόνο για εμάς αλλά και για τις ΗΠΑ. Προφανώς θα συζητήσουμε τις τρέχουσες εξελίξεις στην περιοχή μας. Αλλά νομίζω ότι θα έχουμε την ευκαιρία να ξεφύγουμε από τις κλασικές γεωπολιτικές συζητήσεις και να σταθούμε ιδιαίτερα στην οικονομική συνεργασία. Να χαιρετίσουμε το γεγονός ότι έχουμε για πρώτη φορά τόσο πολλές αμερικανικές επενδύσεις στην Ελλάδα. Οτι οι αμερικανικές εταιρείες τεχνολογίας ενδιαφέρονται για την πατρίδα μας. Οτι κινητοποιούνται πολλά αμερικανικά κεφάλαια, τα οποία θέλουν να γίνουν συμμέτοχοι στην ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας. Και βέβαια οφείλω να επισημάνω ότι η πρόσκληση να μιλήσω στο Κογκρέσο είναι πολύ τιμητική για εμένα και νομίζω και για την Ελλάδα. Είναι κάτι που δεν έχει ξαναγίνει από τη μεταπολίτευση και μετά, πολύ λίγοι οι αρχηγοί κρατών και κυβερνήσεων έχουν αυτή τη δυνατότητα και συνήθως είναι ηγέτες μεγάλων χωρών».

Αν υποθέσουμε ότι ο μεταπολεμικός κόσμος θα είναι κάτι διαφορετικό από τον σημερινό, πώς τοποθετείται η Ελλάδα σε αυτόν και τι μερίδιο θα διεκδικήσει στη νέα εποχή; 

«Δεν έχω κρύψει ότι έχω ένα σχέδιο με ορίζοντα δεκαετίας για την Ελλάδα. Βλέπω την τρίτη δεκαετία του 21ου αιώνα ως μία περίοδο κατά την οποία η χώρα θα κάνει το μεγάλο άλμα και θα ξεπεράσει τον μέσο όρο των ευρωπαϊκών χωρών, σε όλους τους δείκτες, οι οποίοι έχουν σημασία για εμάς. Είμαστε ακόμη στην αρχή αυτής της προσπάθειας».

Στον βαθμό κατά τον οποίο θα οικοδομήσετε τέτοιου τύπου προσδοκίες, πιστεύετε ότι θα υπερβείτε και την όποια φθορά καταγράφεται αυτή τη στιγμή;

«Μα η φθορά είναι μέρος της διακυβέρνησης. Ξεπερνάς τη φθορά με την ανανέωση. Και μιλώντας για το μέλλον, όχι γι’ αυτά που έχεις κάνει. Δεν θα σε ψηφίσουν για αυτά που έχεις κάνει, αλλά για αυτά που θα κάνεις».

Δεν θα είναι απλή η εκλογική αναμέτρηση πάντως.

«Καμία εκλογή δεν είναι».

Οπως υποστηρίζουν στην αντιπολίτευση, ο Τσίπρας «φορτσάρει» στην προεκλογική περίοδο. 

«Και η προηγούμενη προεκλογική περίοδος το φόρτε του ήταν και είδαμε τα αποτελέσματα».

Λένε ότι το 2019 ξεκίνησε από χαμηλά και κατόρθωσε να φθάσει στο 32%. Εκτιμούν ότι τώρα θα ξεκινήσει από καλύτερη θέση και θα διεκδικήσει την πρωτιά.

«Εντάξει, ο καθένας πρέπει να πιστεύει κάτι, γιατί αλλιώς δεν θα πείσει τους άλλους. Δεν με προβληματίζει καθόλου η αντιπαράθεση με τον κ. Τσίπρα. Εν τέλει στην κάλπη οι πολίτες επιλέγουν πρωθυπουργό. Αν είχαμε μια προεδρική εκλογή τύπου Γαλλίας και καταλήγαμε στον δεύτερο γύρο, με το δίλημμα Μητσοτάκης ή Τσίπρας, νομίζω ότι ξέρουμε ποιο θα ήταν το αποτέλεσμα».

«Η ΝΔ δεν είναι το συντηρητικό κόμμα το οποίο θυμόμαστε»

Ποιες είναι οι προσδοκίες σας από το συνέδριο της ΝΔ αυτό το Σαββατοκύριακο; 

«Τα συνέδρια των κομμάτων είναι μία γιορτή εσωτερικής δημοκρατίας, μία ευκαιρία ανανέωσης. Γίνεται έπειτα από δύο και πλέον χρόνια πανδημίας, συνεπώς είναι και μία ευκαιρία να ξαναβρεθούμε σε προσωπικό επίπεδο, να συστρατευθούμε εν όψει της εκλογικής μάχης, η οποία μέσα στους επόμενους δώδεκα μήνες θα έρθει».

Μέσα στους επόμενους 12 μήνες; Υπονοείτε ότι κάτι μπορεί να φέρει τις εκλογές νωρίτερα από την άνοιξη του ’23; 

«Οχι, εννοούσα ότι οι εκλογές θα γίνουν σε 12 μήνες. Να το ξαναπούμε, σε 12 μήνες λοιπόν για να είμαστε απολύτως σαφείς. Την άνοιξη του ’23. Το συνέδριο είναι επίσης μία ευκαιρία για έναν απολογισμό του πυκνού κυβερνητικού μας έργου, των τελευταίων 33 μηνών. Να παρουσιάσουμε τις δυσκολίες που κληθήκαμε να διαχειριστούμε, να εξηγήσουμε ότι καμία άλλη κυβέρνηση από τη μεταπολίτευση και μετά δεν χρειάστηκε να διαχειριστεί τόσες επάλληλες και ταυτόχρονες κρίσεις. Αλλά να προβάλουμε και το γεγονός ότι παρά τις κρίσεις, η χώρα προχώρησε, μεγάλες αλλαγές συντελέστηκαν και ήμασταν απολύτως συνεπείς στις προεκλογικές μας δεσμεύσεις. Στην ομιλία μου της Παρασκευής υπήρχε μία παράγραφος από τις προγραμματικές μου δηλώσεις, αναφέρθηκα στις έξι προτεραιότητες της κυβέρνησης, όπως τις είχα περιγράψει τον Ιούλιο του 2019. Τα υλοποιήσαμε όλα, είτε μιλάμε για μείωση των ανισοτήτων και αύξηση των απολαβών είτε για μείωση της ανεργίας, των φόρων και των εργοδοτικών εισφορών, ενίσχυση της διεθνούς θέσης της χώρας, επένδυση στο κοινωνικό κράτος».

Αλλάζει κάτι στην πολιτική φυσιογνωμία της ΝΔ; 

«Είμαι ιδιαίτερα υπερήφανος για μια σειρά από παρεμβάσεις στον τομέα της κοινωνικής πολιτικής, στην εργατική νομοθεσία, για την ψηφιακή κάρτα εργασίας, τα προγράμματα του ΟΑΕΔ, το μεγάλο στοίχημα της κατάρτισης. Αλλά και για παρεμβάσεις σε άλλα πεδία δύσκολα, όπως τα ανθρώπινα δικαιώματα, ή προχωρημένες και τολμηρές, όπως η αλλαγή του πλαισίου για την υποβοηθούμενη γονιμότητα, ή η δημιουργία χώρων ελεγχόμενης χρήσης ναρκωτικών. Αυτές είναι παρεμβάσεις που δεν τις περιμένει κάποιος από ένα “συντηρητικό κόμμα”. Η ΝΔ όμως δεν είναι το συντηρητικό κόμμα το οποίο θυμόμαστε. Μπορεί να πατάει στη συντηρητική της παράδοση, αλλά ταυτόχρονα αναγνωρίζει ότι οι δύσκολοι καιροί που διανύουμε απαιτούν αλλαγές, προσαρμογές και αυτό είναι τελικά η πρόοδος. Πρόοδος είναι η αναγνώριση της ανάγκης να αλλάξεις αυτά τα οποία πρέπει να αλλάξουν».

Για πολλά πάντως είχαν ωριμάσει και οι συνθήκες.

«Ναι, είχαν ωριμάσει, αλλά οι αλλαγές έγιναν από τη ΝΔ. Και ειδικά για την πτυχή της κοινωνικής μας πολιτικής είμαι πολύ υπερήφανος. Είμαστε πολύ υπερήφανοι διότι εμείς αυξήσαμε τον κατώτατο μισθό κατά 50 ευρώ. Και παρότι οι εργοδοτικές οργανώσεις ήταν πάρα πολύ διστακτικές, τελικά όλοι αναγνώρισαν ότι ήταν μία σωστή αύξηση, οι μισθοί στη χώρα μας είναι ακόμα χαμηλοί. Κουβαλάμε δέκα χρόνια κρίσης στην πλάτη μας και έχω πάντα στον νου μου τον νέο των 25 ετών, ο οποίος ξεκινάει με τον κατώτατο μισθό και έχει να νοικιάσει και ένα σπίτι και δεν τα βγάζει πέρα και έχει δίκιο να διεκδικεί κάτι παραπάνω. Ως προς τον εκσυγχρονισμό του κράτους, την κεντρική προτεραιότητα που είχα θέσει στις προγραμματικές μας δηλώσεις, νομίζω ότι ξεπεράσαμε και τις προσδοκίες των πολιτών, τουλάχιστον ως προς την ψηφιακή υπόσταση του κράτους. Ομως τολμώ να αναφέρω και ότι η οργάνωση λειτουργίας του κράτους, παρά το ότι η αντιπολίτευση συστηματικά λοιδορεί το επιτελικό κράτος, είναι μια μεγάλη κατάκτηση. Το επιτελικό κράτος σημαίνει ότι διαχειριζόμαστε τη διακυβέρνηση με κανόνες, με στοχοθεσία, με χρονοδιαγράμματα, με απολογισμούς, με προτεραιότητες. Με αρχές διοίκησης που έλειπαν απελπιστικά από τη χώρα. Η προετοιμασία που είχαμε κάνει για τη διακυβέρνησή μας, επέτρεψε να κινηθούμε γρήγορα και τώρα να σκεφτόμαστε, από τώρα οφείλω να σκέφτομαι, το “Επιτελικό Κράτος 2.0 ή 3.0” και αλλαγές που θα κάνουμε, όχι στα πρόσωπα, στις δομές. Ποια υπουργεία πρέπει να συγχωνευθούν, πού χρειαζόμαστε καινούργιες αυτοτελείς δομές άσκησης πολιτικής;».

Μπορείτε να δώσετε ένα παράδειγμα για τις αλλαγές αυτές;

«Η πολιτική στέγης. Δεν μας ενδιέφερε ποτέ στην Ελλάδα, είχαμε μεγάλο ποσοστό ιδιοκατοίκησης, είχαμε χαμηλά ενοίκια, ειδικά στα χρόνια της κρίσης οι τιμές των ακινήτων είχαν καταρρεύσει. Ξαφνικά το θέμα της στέγης αναδεικνύεται σε μείζονα προτεραιότητα. Αυτό δεν μπορεί να μην αποτυπωθεί με κάποιον τρόπο στις κυβερνητικές δομές, εν όψει της επόμενης τετραετίας. Αρα για εμάς η μεγάλη πρόκληση είναι πάντα πώς αντιμετωπίζουμε το άμεσο, την κρίση. Αλλά και πώς το επείγον δεν θα επισκιάσει το σημαντικό».

Τα μέτρα ανακούφισης είναι απολύτως κοστολογημένα

Κύριε πρόεδρε, η νέα παρέμβαση για την αντιμετώπιση των ανατιμήσεων στο ηλεκτρικό ρεύμα προσθέτει κάποια δισ. ευρώ στα πακέτα στήριξης και επιδοτήσεων. Στενεύουν επικίνδυνα τα δημοσιονομικά περιθώρια; Μήπως η «ώρα του λογαριασμού» για την οικονομία συνολικά δικαιολογεί την ανησυχία;

«Ενας από τους λόγους που η επεξεργασία του σχεδίου μάς πήρε χρόνο, είναι γιατί θέλαμε να είναι απολύτως κοστολογημένο. Ο προϋπολογισμός του 2021 τελικά αποδείχθηκε ότι πήγε καλύτερα, άρα γνωρίζουμε πολύ καλά ότι μέρος της χρηματοδότησης θα έρθει και από τα υπερέσοδα του προϋπολογισμού, ενώ στις παρεμβάσεις που ανακοινώσαμε κινηθήκαμε έχοντας πάντα κατά νου και την επίτευξη των δημοσιονομικών μας στόχων. Και πιστεύω ότι οι διεθνείς αγορές αναγνωρίζουν στη χώρα ότι στη διάρκεια της διακυβέρνησής μας ουδέποτε έχουμε κινηθεί έξω από το πλαίσιο. Κι αυτό αποτυπώνεται και στην αναβάθμιση της Ελλάδας στις εκθέσεις των διεθνών οίκων αξιολόγησης. Επειδή ακριβώς πήγαμε καλύτερα, έχουμε τη δυνατότητα – και το έχουμε αποδείξει στα τρία χρόνια – για στοχευμένες παρεμβάσεις, που ανακουφίζουν την κοινωνία».

«Πρέπει να βλέπουμε τις τάσεις συνολικά και να μην περιοριζόμαστε»

Πόσο σας προβληματίζει η νέα εκδήλωση της τουρκικής επιθετικότητας;

«Η τουρκική επιθετικότητα είναι σαν καρδιογράφημα. Δεν είναι συνεχής. Θέλω να βλέπω τους μεγάλους κύκλους. Είχαμε μια πολύ μεγάλη ένταση πριν από δέκα μέρες. Καταστήσαμε απολύτως σαφές με όλους τους τρόπους και σε όλους τους τόνους ότι αυτό δεν πρόκειται να γίνει αποδεκτό και σταμάτησε. Μπορεί σε μια βδομάδα να ξεκινήσει και πάλι, αλλά πρέπει να βλέπουμε τις τάσεις συνολικά και να μην περιοριζόμαστε. Παρά το γεγονός ότι είχαμε αυτή την έξαρση των υπερπτήσεων, εμφανίζεται μία τάση εκτόνωσης, σε σχέση με το καλοκαίρι του 2020. Εχουμε τη δυνατότητα να περιχαρακώσουμε τα δύσκολα προβλήματά μας, ενδεχομένως να τα αφήσουμε για λίγο στην άκρη και να συζητήσουμε προοπτικές μιας πιο θετικής ατζέντας, χωρίς να υπάρχει μεγάλη ένταση. Σε αυτή την κατεύθυνση θα συνεχίσουμε με αυτοπεποίθηση, με καλή διάθεση, αλλά ταυτόχρονα και με απόλυτη αποφασιστικότητα να μην ανεχτούμε συμπεριφορές οι οποίες ξεπερνούν τα όρια».

«Κανείς δεν ισχυρίστηκε ότι η Ελλάδα μπορεί να αλλάξει σε μία τετραετία»

Ποιες μεταρρυθμίσεις θα προλάβετε να ολοκληρώσετε έως τις εκλογές; Σε κάποια πεδία, με πρώτο αυτό της Δικαιοσύνης, κατά γενική ομολογία δεν έχει γίνει η πρόοδος που θα αναμενόταν, με ό,τι επίπτωση έχει αυτό στο κοινωνικό πεδίο, ακόμα και στην οικονομία. 

«Κατ’ αρχάς κανείς δεν ισχυρίστηκε ότι η Ελλάδα μπορεί να αλλάξει σε μία τετραετία. Ισως όμως λίγοι θα φαντάζονταν ότι θα άλλαζαν τόσο πολλά πράγματα σε τρία χρόνια. Εχουν γίνει σημαντικά πράγματα στη Δικαιοσύνη, από τις ψηφιακές υποδομές μέχρι τις αλλαγές πολλών κωδίκων, όμως εξ αρχής ήταν ένα μεταρρυθμιστικό project, με ορίζοντα τουλάχιστον 8ετίας».

Η καθυστέρηση στην απονομή της είναι το βασικότερο ζήτημα.

«Ναι, και εκεί πιστεύω ότι έχουν γίνει παρεμβάσεις, όπως οι πιλοτικές δίκες. Αλλά η Δικαιοσύνη θα αποτελέσει μεγάλη προτεραιότητα και στη δεύτερη τετραετία. Τώρα, ως προς τις μεταρρυθμίσεις μέχρι το τέλος της θητείας μας, δηλαδή για τον επόμενο χρόνο, θα προτάξω συνολικά τις παρεμβάσεις στον τομέα της ενέργειας. Επίσης, την πρωτοβάθμια υγεία, το νομοσχέδιο έχει ήδη κατατεθεί. Αποδίδω πάρα πολύ μεγάλη σημασία στο ότι ο κάθε έλληνας πολίτης θα έχει προσωπικό γιατρό, ο οποίος θα μπορεί να τον παρακολουθεί και σε συνδυασμό με τον ψηφιακό φάκελο του ασθενούς θα έχει μια διαχρονική εικόνα για την υγεία του. Και βέβαια, τη μεγάλη μεταρρύθμιση στην τριτοβάθμια εκπαίδευση, όπου βρισκόμαστε στα τελικά στάδια επεξεργασίας του νομοσχεδίου. Ενα νομοσχέδιο απελευθέρωσης των πανεπιστημίων από τον βραχνά της γραφειοκρατίας, ενίσχυσης της αξιοκρατίας και τολμηρών παρεμβάσεων ως προς τις διοικήσεις των πρυτανικών αρχών. Πρέπει και τα πανεπιστήμια, στα οποία έχουν γίνει θετικά βήματα, να κάνουν άλματα. Διαθέτουν το υλικό, ώστε να μπορούν πραγματικά να πρωταγωνιστήσουν και η Ελλάδα να γίνει εκπαιδευτικό κέντρο, να μπορεί να εισάγει αντί να εξάγει φοιτητές».