Είναι από τις καλύτερες τραγουδίστριες της γενιάς της. Από την πρώτη της κιόλας εμφάνιση, τo 2007, κέρδισε με το μπρίο και τη φωνή της το κοινό, το οποίο την ακολουθεί σε κάθε της βήμα. Εφέτος κάνει το ντεμπούτο της στην τηλεόραση μέσα από το «X Factor» και το Mega, όπου μαζί με τους Μιχάλη Κουινέλη, Χρήστο Μάστορα και Στέλιο Ρόκκο αναζητούν τον επόμενο σουπερστάρ της χώρας. Νιώθει άβολα με τη λέξη «κριτής». Θεωρεί ότι η λέξη αυτή είναι συνδεδεμένη με κάτι το αρνητικό και αποδοκιμαστικό. Ομως τα συναισθήματα και η πρόθεσή της είναι διαφορετικά. «Νομίζω είναι εντελώς καθαρή η πρόθεσή μου. Μάλιστα στα πρώτα γυρίσματα αγχωνόμουν πιο πολύ για τα παιδιά και το πώς μπορεί να αισθάνονται παρά για οτιδήποτε άλλο. Ωστόσο είναι ένας διαγωνισμός. Ενα παιχνίδι. Τίποτα λιγότερο, αλλά και τίποτα περισσότερο. Εμείς λέμε τη γνώμη μας» αναφέρει η ξεχωριστή Μαρίζα Ρίζου μιλώντας στο «Βήμα».

Είναι η πρώτη σας φορά στη θέση του κριτή ενός talent show. Είναι κάτι που είχατε συζητήσει και στο παρελθόν; Γιατί είπατε «ναι» στην πρόταση του Mega;

«Αρχικά πρέπει να σας πω ότι νιώθω οριακά άβολα με τη λέξη «κριτής». Μέσα μου είναι συνδεδεμένη με κάτι αρνητικό και αποδοκιμαστικό και σίγουρα τα συναισθήματα και η πρόθεσή μου είναι πολύ μακριά από εκεί. Οταν είχε πάει ο Κωστής (σ.σ.: Μαραβέγιας) και ο Πάνος (σ.σ.: Μουζουράκης) στο «The Voice» πίστευα ότι κάνουν τεράστιο λάθος. Ημουν φοβερά αρνητική, αγκυλωμένη θα έλεγα. Αργότερα κατάλαβα ότι έσφαλλα. Πιστεύω πια πως είναι πολύ χρήσιμο να υπάρχουν άνθρωποι και από το δικό μας ρεπερτόριο σε τέτοιου τύπου μουσικά talent shows. Είναι όμορφο και χρήσιμο να ακούγονται στην τηλεόραση και στο μαζικό κοινό τραγούδια που ίσως δεν θα είχαν χώρο να ακουστούν διαφορετικά. Χωρίς να σημαίνει ότι αυτά που ακούγονται ήδη δεν είναι καλά. Το λέω χωρίς πρόσημο δηλαδή. Απλώς να ακούγονται και άλλα. Μου έχει γίνει πολλές φορές πρόταση και είχα στο μυαλό μου ότι θα ήθελα κάποια στιγμή να το κάνω. Ακολούθησα το ένστικτο και το κέφι μου, όπως κάνω πάντα. Ηταν να γίνει τώρα».

Ποια στοιχεία κάνουν το «X Factor» να ξεχωρίζει από τα υπόλοιπα talent shows που έχουμε δει;

«Δεν έχω δει και πολλά, δεν θα σας πω ψέματα. Ωστόσο νιώθω ότι εδώ ψάχνουμε κόσμους. Εχουν όλα σημασία και δεν χρειάζεται να είναι όλα άρτια με τη στερεοτυπική, αναμενόμενη έννοια. Αγαπάμε το ιδιαίτερο, το μοναδικό, τη διαφορετικότητα, τη δύναμη της ψυχής, αλλά και τη στιβαρότητα της φωνής».

Είναι μεγάλη η ευθύνη να πρέπει να κρίνετε νέα παιδιά μπροστά στις κάμερες; Υπήρξαν αντιδράσεις των υποψηφίων που σας εξέπληξαν;

«Νομίζω είναι εντελώς καθαρή η πρόθεσή μου. Μάλιστα στα πρώτα γυρίσματα αγχωνόμουν πιο πολύ για τα παιδιά και το πώς μπορεί να αισθάνονται παρά για οτιδήποτε άλλο. Ωστόσο είναι ένας διαγωνισμός. Ενα παιχνίδι. Τίποτα λιγότερο, αλλά και τίποτα περισσότερο. Εμείς λέμε τη γνώμη μας. Δεν είναι η απόλυτη αλήθεια του σύμπαντος. Ακόμα και η Ella Fitzgerald και ο Freddie Mercury να κάθονταν σε αυτές τις καρέκλες, τη γνώμη τους θα έλεγαν κι εκείνοι γιατί, στ’ αλήθεια, κανείς μα κανείς δεν μπορεί να πει σε κάποιον αν κάνει για τη μουσική ή όχι. Και ευτυχώς!».

Εσεις τι ψάχνετε στους διαγωνιζόμενους;

«Κόσμο. Τον δικό τους κόσμο. Ενα ολόκληρο σύμπαν με το οποίο θα συνδεθώ και θα συγκινηθώ. Τη σύνδεση ψάχνω παντού».

Η συνεργασία σας με τους άλλους τρεις κριτές πώς κυλάει;

«Είναι πολύ δύσκολο να λειτουργήσουν αρμονικά τόσο διαφορετικές ενέργειες τόσο διαφορετικών ανθρώπων. Ο καθένας μας έχει τα δικά του, τις ανασφάλειες, τους φόβους, τον ναρκισσισμό, που έτσι κι αλλιώς σε εμάς τους καλλιτέχνες χοροπηδάει σε έξτρα δόση στην ψυχή μας, οπότε πραγματικά θα μπορούσε να είναι φιάσκο η κατάσταση. Ωστόσο, έχει συμβεί το ακριβώς αντίθετο και νιώθω ευγνώμων γιατί δεν εννοείται. Το βρίσκω υπέροχο να είμαστε τόσο διαφορετικοί, να διαφωνούμε αρκετά σε στιγμές και παρ’ όλα αυτά να συμπορευόμαστε με τόσο σεβασμό και αγάπη. Γελάμε πολύ η αλήθεια είναι. Χαίρομαι ιδιαιτέρως που δουλεύω με αυτούς τους τρεις υπέροχους Κυρίους. Ο καθένας σε αυτό που κάνει είναι εξαιρετικός».

Και οι τέσσερις εκπροσωπείτε ένα διαφορετικό είδος μουσικής. Πιστεύετε στους διαχωρισμούς της μουσικής;

«Πιστεύω ότι η αισθητική του καθενός και οι συνδέσεις που κάνει η ψυχή του είναι πολύ προσωπική υπόθεση και δεν μπορώ να θεωρώ ότι αυτό που αρέσει σε εμένα είναι το καλό και αυτό που αρέσει σε εσένα είναι το κακό. Δεν υπάρχουν πρόσημα για εμένα, υπάρχουν γούστα και εικαστικές, ηχητικές διαφοροποιήσεις. Χαίρομαι που σέβομαι όλα τα είδη και τους ήχους (δεν ήμουν έτσι παλιότερα, θεωρούσα πως ό,τι αρέσει σε εμένα είναι το καλύτερο) και που θα πάω να ακούσω πολύ διαφορετικά μεταξύ τους πράγματα περνώντας παντού καλά, ακόμα και αν δεν θα τα ακούσω ποτέ στον προσωπικό μου χρόνο και ακόμα κι αν διαφωνώ αισθητικά».

Ποιες είναι οι μεγαλύτερες δυσκολίες που θα αντιμετωπίσει ένας καλλιτέχνης που ξεκινάει τώρα στον χώρο; Εσείς ποιες δυσκολίες αντιμετωπίσατε στα πρώτα σας βήματα;

«Δεν ξέρω ποιες είναι οι μεγαλύτερες δυσκολίες για κάποιον που ξεκινάει τώρα. Το γνωρίζουν όσοι το βιώνουν. Πιστεύω όμως πως ποτέ, σε καμία εποχή δεν θα υπήρχαν μόνο ευκολίες. Εγώ νιώθω πολύ τυχερή ας πούμε που δεν ενδιέφερα καμία εταιρεία στην αρχή μου. Αλλος μπορεί να γκρίνιαζε. Για εμένα ήταν ένα μεγάλο δώρο. Εκανα τα πράγματα με τον δικό μου τρόπο, στον χρόνο που θεωρούσα σωστό και δεν χρωστάω σε κανέναν την καλλιτεχνική μου ύπαρξη. Ταυτόχρονα έχω σταθερούς, σπουδαίους, πολύτιμους συνεργάτες όλα αυτά τα χρόνια. Αλλά καμία εταιρεία δεν με «έφτιαξε», δεν έκανα viral ποτέ και χαίρομαι που δεν ήμουν και δεν είμαι της μόδας. Ολα γίνονται αργά και στιβαρά. Οπως τα ονειρεύτηκα δηλαδή».

Μουσικός, συνθέτρια, τραγουδίστρια. Ποια ιδιότητα σας χαρακτηρίζει περισσότερο και γιατί;

«Αγαπώ πολύ να γράφω μουσική για το θέατρο και το κάνω κάθε χρόνο, ανακουφίζομαι και εκτονώνομαι όταν μου βγαίνουν τα «ημερολογιακά» μου τραγούδια που μιλούν ακριβώς γι’ αυτό που μου συμβαίνει εκείνη τη στιγμή που τα γράφω. Ωστόσο τίποτα μα τίποτα δεν συγκρίνεται με τα live».

Αυτή την περίοδο ποιο τραγούδι σάς εκφράζει περισσότερο;

«Ακούω συνέχεια ένα παλιό που αγαπούσα στην εφηβεία μου, το «Ironic» της Alanis Morissette».