Papa won’t leave you, Henry

– Nick Cave

«Θα έρθει ο καιρός που θα υποχρεωθούμε να ανακαλύψουμε καινούργιες ονομασίες για κείμενα που κρύβονται πίσω από τον υπότιτλο «μυθιστόρημα», διότι θα παρουσιαστεί κάποτε ένα βιβλίο που δεν θα ξέρουμε πώς να το βαφτίσουμε».

Την απορία που μου προκάλεσε το απόσπασμα αυτό από ένα κείμενο της Βιρτζίνια Γουλφ μου την έλυσε ένα κείμενο της Ευγενίας Βάγια για τον Τζον Μπέρρυμαν*, για το σκάνδαλο που ακούει στο όνομά του. Σκάνδαλο-υπέρβαση που ανέδειξε η εργασία του Αντώνη Ζέρβα. Το ιδίωμα του ποιητή μεταφέρθηκε σε ελληνικά που δυστυχώς δεν ακούμε πια.

Θέλησα λοιπόν να σκεφτώ ποια ψευδή ιδέα σχημάτισα για την ποίησή του, κάτω από ποια συνθήκη συνδέθηκα με αυτόν και τι είδους «εξουσία» μου υπέβαλε την ιδέα να τον κρίνω διαπιστώνοντας συγχρόνως ότι δεν το μπορώ.

Για να μην αρθώ λοιπόν σε ό,τι ο Νίτσε ονομάζει «ψυχολογία του ιερέα» και για να μεταθέσω την ευθύνη στον άλλον – αθωότερο και πλέον ανίσχυρο -, κυρίως για να δοκιμάσω την αναπόφευκτη όσο και ανομολόγητη κρίση μου αποτελειώνοντας έτσι τον κριτικό μέσα μου, δείχνοντας επιπλέον ότι κανείς μας δεν κερδίζει και δεν εξελίσσεται με την κριτική γραφή αλλά με ένα είδος «αποκατάστασης» του κρινόμενου έργου, άφησα την ποιήτρια να βγάλει το φίδι απ’ την τρύπα από άλλους δρόμους, άλλης ευαισθησίας, μα πιο πολύ άλλης δημοσιότητας από τη δική μου. Με αυτό το διακειμενικό – ας το πούμε «σκάνδαλο» – σε μια εφημερίδα σαν «Το Βήμα», αντιμετωπίσαμε από κοινού το σκάνδαλο των «Ονειρικών τραγουδιών».

Ο μπαμπάς δεν θα σε αφήσει, Χένρι

Ο σπουδαίος ποιητής Τζον Μπέρρυμαν (1914-1972) που δεν λεγόταν Μπέρρυμαν εξαρχής, αλλά με αυτό το όνομα βούτηξε στο κενό από τη γέφυρα της Washington Avenue, ταυτίστηκε με μια ανθεκτικότερη, ξεδιάντροπη περσόνα, τον Χένρι, έναν μεσήλικο white American ενίοτε με μαύρο πρόσωπο, alter ego του και πρωταγωνιστή των 400 περίπου «Dream songs» που συνέθεσε στην πέμπτη και τελευταία δεκαετία της ζωής του. Μισό αιώνα αργότερα, ο Μπέρρυμαν μας συστήνεται στα ελληνικά με την καλαίσθητη και πολύ περιεκτική έκδοση των «Ονειρικών τραγουδιών» από την Περισπωμένη και υπόκειται σε μια ακόμη μετονομασία: ο Χένρι βαφτίζεται Ερρίκος και αποδίδεται ή – για να ακριβολογήσω – τον υποδύεται με εξόχως αξιοπρεπή παραφορά ο ποιητής Αντώνης Ζέρβας, εμβριθής μελετητής και από τους ελάχιστους μεταφραστές του έργου του Μπέρρυμαν.

Τα «Ονειρικά τραγούδια» είναι ένα ταξίδι σε στίχους. Μια περιπλάνηση χωρίς Ιθάκη, συνεχώς στο ενδιάμεσο καταστάσεων, μια κατάφαση σε όλων των ειδών τις συνδέσεις, μια πραγματολογία ντελιριακή που όμως διαλέγει τις λέξεις της. Η έντονη γλωσσική ιδιοτροπία με το στραμπουληγμένο συντακτικό και την εναλλαγή ψευτο-ιδιωμάτων ταρακουνά τη γλώσσα φτάνοντάς την στα όριά της, εκεί που ξεκινούν οι σπάνιες απολαύσεις. Ο ήρωας, παραπαίοντας σαν κάποιος που έχασε το κεφάλι του, «φοράει» όποιο βρει διαθέσιμο. Γίνεται άλλος, γίνεται μαύρος, γίνεται δύο ή τρεις, γίνεται κοπάδι, γίνεται ο αμερικανικός λαός και σε τραβολογάει στην επόμενη ψυχική περιπέτεια. Ωσπου διαισθάνεσαι ότι όλο αυτό δεν είναι παρά ένας ιδιότυπος θρήνος, ένα κύμα που ποτέ δεν ξεσπάει. «Αυτά τα τραγούδια», όπως λέει ο ίδιος ο Μπέρρυμαν, «δεν γράφτηκαν για να γίνουν κατανοητά, αλλά για να τρομάξουν και να ανακουφίσουν». «Η λογοτεχνία είναι ένα διάβημα υγείας» υπερθεματίζει ο Ντελέζ, ένα άσυλο για τους ανίατους της ζωής.

Ολως περιέργως, ο Μπέρρυμαν είναι η ίδια η Αμερική στα καλύτερά της. Είναι τα πανεπιστήμιά της και τα γεμάτα αμφιθέατρα, ο υψηλός λυρισμός της αγγλόφωνης ποίησης, του Γέιτς και του Πάουντ, αλλά και οι πνευματώδεις διάλογοι ενός talk show. Είναι τα blues, τα εξοντωτικά μεθύσια και τα νυχτερινά τηλεφωνήματα, τα μπαρ και το ντιβάνι του ψυχαναλυτή, οι μαλακές γυναίκες και τα εύκολα φιλιά. Είναι τα οχτάρια και η απαγγελία του σουρωμένου, η εξομολόγηση που μετατρέπει τη διάλεξη σε stand-up comedy. Μόνο που δεν πρόκειται για κωμωδία και ας γελάει το κοινό, γιατί ο Μπέρρυμαν είναι το παιδί που ο πατέρας του – με έναν ανήκουστο κρότο έξω από το παράθυρό του – εγκατέλειψε στη μοναξιά των ασύνδετων πραγμάτων και ιδεών αυτού του κόσμου. Ο Μπέρρυμαν βάλθηκε να συγκολλάει, να ανασυνθέτει από ράκη τη μεγάλη κουρελού του αμερικανικού ονείρου. Χωρίς ένα χέρι να οδηγεί το δικό του. Το έχει η μοίρα του ποιητή να παλεύει αβοήθητος.

Επηρεασμένος από την ποίηση του Μπέρρυμαν ο Nick Cave δημιουργεί το 1992 το άλμπουμ «Henry’s dream». Από κει και ο στίχος του τίτλου. Συμβαίνει, οι αγαπημένοι των αγαπημένων μας να γίνουν και δικοί μας αγαπημένοι.

* John Berryman, «»Ονειρικά τραγούδια» και αφιέρωμα στον Τζον Μπέρρυμαν», εκδόσεις Περισπωμένη.