Όταν πριν έξι χρόνια ο Παναγιώτης Μαγουλάς πατούσε το play για να παρακολουθήσει την ομιλία του James Wildman με τίτλο «101 Λόγοι για να γίνεις vegan», δεν γνώριζε τίποτα περί βιγκανισμού. Ούτε φανταζόταν, φυσικά, πως 58 λεπτά και 18 δευτερόλεπτα αργότερα θα έπαιρνε μια απόφαση που θα καθόριζε την ζωή του από εκεί και πέρα. Έγινε vegan «μέσα σε ένα βράδυ», όπως λέει ο ίδιος μιλώντας στο Βήμα.
«Μου ακούστηκαν πάρα πολύ λογικά τα επιχειρήματα αυτού του ανθρώπου. Αν μπορείς να φας υγιεινό, εξίσου πρωτεϊνούχο και θρεπτικό με το κρέας, γιατί να μην το επιλέξεις; Εφόσον, λοιπόν, δεν είχα κάποιο πρόβλημα υγείας που να με εμποδίζει να κάνω τη μετάβαση, είπα δεν ξανατρώω κρέας». Και δεν ξανάφαγε. Ο βιγκανισμός έγινε σιγά-σιγά για τον Παναγιώτη τρόπος ζωής. Μέσα από αυτόν ανακάλυψε την αγάπη του για τη μαγειρική και αποφάσισε πως θα ήθελε να γίνει επαγγελματίας vegan σεφ. Και έγινε.
Με την ίδια πυγμή που έκανε στροφή στον βιγκανισμό, κάποια στιγμή μεταξύ πρώτης και δεύτερης καραντίνας αποφάσισε να στραφεί στην επιχειρηματικότητα. «Ως μάγειρας, στον κορονοϊό έχασα τη δουλειά μου. Τότε ήταν που άρχισα να ψάχνω μια επιχειρηματική ιδέα που θα είχε να κάνει με τον βιγκανισμό και με την εστίαση, ενώ ταυτόχρονα θα μου πρόσφερε και μια επαγγελματική ασφάλεια. Το 2020 δεν μπορούσε κανείς να ξέρει αν και πότε θα τελείωνε αυτό το άνοιξε-κλείσε της εστίασης, οπότε γεννήθηκε στο μυαλό μου η ιδέα ενός μικρού συνοικιακού vegan κρεοπωλείου» αφηγείται ο ίδιος.
Είχε σκεφτεί τα πάντα σχεδόν από πολύ νωρίς. Ακόμα και το όνομα: «O Βέγκαν 269». Βλέποντας την απορία στο βλέμμα μου, ο Παναγιώτης σπεύδει να μου εξηγήσει πως το 269 «είναι ένας σημαδιακός αριθμός για τους απανταχού vegan, καθώς τον έφερε το πρώτο μοσχαράκι που σώθηκε ποτέ από ακτιβιστές λίγο πριν πάει για σφαγή σε ένα ταμπελάκι στο αυτί του». Όπως με πληροφορεί, αυτή η πρώτη καταγεγραμμένη διάσωση εκτρεφόμενου ζώου συνέβη το 2013 στο Ισραήλ και από τότε o αριθμός αυτός είναι σύμβολο του βιγκανισμού.
Σίγουρος για την ιδέα του, ο Παναγιώτης λοιπόν τα έβαλε κάτω, τα ζύγισε και ρίχτηκε στον αγώνα για να κάνει την ιδέα πράξη. Στην αρχή, έκανε δύο δουλειές για να μπορέσει σιγά σιγά να μαζέψει κάποια χρήματα. Κάποια στιγμή, εντελώς τυχαία, άκουσε για το «Dragon’s Den» – τηλεοπτικό show επιχειρηματικότητας και επενδύσεων – και αποφάσισε να πάει. Δεν είχε άλλωστε και τίποτα να χάσει.
«Σκεφτόμουν: θα πάω εκεί, θα παρουσιάσω την ιδέα μου, θα ζητήσω κάποια χρήματα και αν πάρω την επένδυση, ξεκινάω το μαγαζί. Αν πάλι όχι, απλώς θα περιμένω μερικά χρόνια μέχρι να μαζέψω κάποια χρήματα» λέει ο ίδιος. Τελικά, η ιδέα του τους κέρδισε και πλέον, από τις αρχές της χρονιάς, ο Παναγιώτης δεν έχει απλώς ένα μικρό συνοικιακό vegan κρεοπωλείο, αλλά ολόκληρο εργαστήριο.
Το να στηθεί μια ολόκληρη μονάδα σαν αυτήν δεν ήταν παίξε-γέλασε. Ο 26χρονος vegan σεφ και πλέον και επιχειρηματίας σήκωσε ψηλά τα μανίκια και μπήκε σε χωράφια γνωστά αλλά και άγνωστα. Ψάχτηκε πάρα πολύ μόνος του για να βρει τον χώρο, τους συνεργάτες, τους προμηθευτές, τις πρώτες ύλες. Και μιας που είπαμε πρώτες ύλες, δική του αγαπημένη μετά από ατελείωτους πειραματισμούς είναι, όπως λέει με περίσσια πλέον σιγουριά, η σόγια.
«Για εμένα είναι σαν το κρέας. Διότι η σόγια είναι το μόνο όσπριο που έχει όλα τα θρεπτικά συστατικά που χρειάζεται ο ανθρώπινος οργανισμός για να ζήσει – τα 9 αμινοξέα δηλαδή που δεν μπορεί να παράξει μόνος του. Το ρεβίθι ας πούμε, δεν τα έχει. Ούτε και η φακή. Η σόγια είναι ολοκληρωμένη πρωτεΐνη σαν το κρέας. Γι’ αυτό και αποτελεί βάση για πάρα πολλά vegan προϊόντα» εξηγεί ο Παναγιώτης.
Στόχος του εξαρχής ήταν και παραμένει τα προϊόντα του εκτός από νόστιμα να είναι και υγιεινά, χωρίς καθόλου πρόσθετα. Δεν ήθελε επ’ ουδενί στον βωμό της νοστιμιάς να θυσιάσει την ποιότητα. Ούτε όμως και το αντίθετο. Όπως λέει, «χίλιες φορές να φας φακές σούπα παρά ένα πολύ υγιεινό μπιφτέκι που θα είναι σαν πλαστελίνη!».
Έτσι πειραματίστηκε πολύ. Ήθελε οι συνταγές του να είναι όσο πιο απλές και νόστιμες γίνεται, τα προϊόντα να έχουν μόνο μπαχαρικά και έξτρα παρθένο ελαιόλαδο. «Και πλέον τα έχουμε καταφέρει» λέει με πλατύ χαμόγελο. «Αλλά έγιναν αμέτρητα πειράματα. Έχω φτιάξει κατά καιρούς τρελά πράγματα – από μπριζόλες και πανσετάκια μέχρι μπέικον –, τα οποία θα τα βγάλουμε σύντομα και στην αγορά».
Ο κόσμος δείχνει ήδη μεγάλο ενδιαφέρον για τα προϊόντα. Εκείνο που χαροποιεί τον Παναγιώτη όμως ιδιαίτερα είναι το γεγονός ότι πολλοί άνθρωποι είναι πρόθυμοι να δοκιμάσουν κι ας μην είναι vegan. «Πολλοί αναζητούν εναλλακτικές κι εγώ είμαι εδώ για να τους τις προσφέρω» λέει και, ταυτόχρονα, αντιλαμβάνεται πως δεν είναι όλοι οι άνθρωποι σε θέση ή δεν επιθυμούν να απαρνηθούν τα ζωικά προϊόντα σε μια βραδιά όπως έκανε εκείνος. Πολλές όμως από τις παραγγελίες που δέχεται καθημερινά είναι από ανθρώπους που προσπαθούν να μειώσουν την κατανάλωση ζωικής πρωτεΐνης, τρώγοντας κάτι εξίσου θρεπτικό και νόστιμο, ή απλώς θέλουν να δοκιμάσουν κάτι καινούριο.
Όποιο κι αν είναι το κίνητρο του καθενός, ο Παναγιώτης θεωρεί σημαντικό γενικότερα να αντιληφθούμε ότι στην εποχή της βιομηχανοποιημένης κτηνοτροφίας «καταναλώνουμε σαν να έχουμε τρεις πλανήτες σαν τη Γη, αντί για έναν», όπως λέει χαρακτηριστικά. «Είναι πολύ μεγάλος ο εθισμός τα ζωικά προϊόντα αλλά, γενικά, καλό είναι να υπάρχει ένα μέτρο, να συνειδητοποιούμε τι τρώμε, σε τι ποσότητα και γιατί». Η αλήθεια είναι αυτή: αν όλοι καταναλώναμε με μέτρο, ενδεχομένως να μιλούσαμε σε εντελώς άλλη βάση σήμερα και όχι μόνο περί διατροφής.
Λίγο πριν αφήσουμε τον Παναγιώτη και το νέο του εργαστήριο και βγούμε στον μίνι καύσωνα καταμεσής του Απρίλη – ω ναι, η βιομηχανοποιημένη κτηνοτροφία αποδεδειγμένα πλέον επιβαρύνει το φυσικό περιβάλλον και συνεισφέρει στην αύξηση των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου και συνεπώς στην κλιματική αλλαγή – τον ρωτώ κάτι τελευταίο. «Τι ονειρεύεσαι για το εγχείρημά σου στο μέλλον;». Δίχως ίχνος έπαρσης, με χαμόγελο και τεράστια πίστη σε αυτό που κάνει και αγαπά, μου απαντά πως το μεγαλύτερό του όνειρο είναι να φτάσει το προϊόν παντού, «να επεκταθεί δηλαδή τόσο πολύ που σε όποια χώρα πηγαίνω να μπορώ να βρω το προϊόν μου».