Υπάρχουμε επειδή νομίζουμε πως μας διαβάζουν. Εάν με ένα «βουουουούπ» στον υπολογιστή σβήναμε την οθόνη, εάν εξαφανιζόμασταν, θα εξαφανίζονταν αμέσως κι αυτοί.

Καμιά φορά παραμένει ο εαυτός, αλλά πρέπει πρώτα να σβήσουμε από την οθόνη τις λέξεις.

Κι έτσι περνά η ζωή: επαναλαμβάνεται προκειμένου να πιαστεί απ’ τα μαλλιά της όταν πέφτει.

Παράξενη αυτή η επανάληψη της πτώσης. Το πρώτο που διασώζει είναι ό,τι ανήκει στην επανάληψη. Εμάς δηλαδή τους ίδιους. Εμείς ρυθμιζόμαστε από το φροϋδικό «πάει-να το» του ψυχισμού μας. Γι’ αυτό πρέπει να υποθέσουμε τον Σύσσιφο ευτυχισμένο -αλλά όχι με τον τρόπο του άτυχου Αλμπέρ Καμύ. Όχι υπαρξιακά αλλά δραματουργικά ως κασκαντέρ του εαυτού του στην ταινία με το επανερχόμενο πεπρωμένο του.

Σηκώνοντας την πέτρα ξανά και ξανά στην κορυφή, ο Σύσσιφος -αυτός ο πρώτος influencer του θεάματός του- ήταν ευτυχισμένος λόγω της διαδικασίας της επανάληψης. Ασφαλώς και δεν κάνει την ίδια κίνηση επακριβώς. Δοκιμάζει τις εντάσεις του μέσα στο ρόλο. Μηχανεύεται και εξωθεί τον εαυτό του κάθε φορά στα άκρα, όπως η Μαρίνα Αμπράμοβιτς στη Στέγη ή η Βίκυ Φλέσσα στην ΕΡΤ. Διαδικαστικά, το ίδιο κάνουμε κι εμείς με την γραφή και την υπογραφή στην εφημερίδα. Οδηγούμε τη γλώσσα σε ένα όριο: ανοίγουμε τρύπες στη γλώσσα για να δούμε «εκείνο που φωλιάζει απειλητικά από πίσω». Τη τρέλα; Όχι, ακριβώς. Τη μάσκα μας.

Τις πιο πολλές φορές, από πίσω κρύβεται η βλακεία και η έπαρση.

Έγραφα τις προάλλες ένα νουάρ για τον Μητσοτάκη και την ΝΔ. Η συγκυρία και το πλαίσιο μου το επέτρεψαν. Ωστόσο, κάθε φορά για τον Μητσοτάκη γράφω. Για την εξουσία του κάθε Μητσοτάκη ανεξαρτήτως κοπής. Για το κεφάλι δηλαδή, του βασιλιά που «δεν έχει ακόμα πέσει», όπως χαρακτηριστικά σημειώνει ο Μισέλ Φουκώ- και τον πιστεύω.

Γράφω όμως στην πέτρα της υπομονής σα να ‘μαι εξορία, με εκείνον τον άλλον τρόπο, το «quid pro quo» που δεν διαβάζεται εύκολα και δεν πουλάει πολύ.

Επαναλαμβάνομαι, διότι η ιδέα της πλήρους, ακριβολόγου και πρωτότυπης έκφρασης -χωρίς μεγάλες διαφορές από τα fake news- στερείται νοήματος (ή οδηγεί στο αδιέξοδο «Σαλό» του Παζολίνι), επειδή είναι υπόλογη στη Google. Από τους Σοφιστές και τον Πύρρωνα συγκρατώ ότι η γλώσσα είναι κάμψη και υπαινιγμός – αλλιώς είναι παράγγελμα. Κι ακόμη, πως το να μιλάς διφορούμενα, σημαίνει ότι επέλεξες τη θέση και τη στάση του Ελεάτη ξένου (έχει τον τελευταίο λόγο στον πλατωνικό «Σοφιστή»).

Αλλιώς γράφεις για το μαγγανοπήγαδο, ακόμη και ως θεσμικός αριστεριστής, όπως αποκαλούσαμε, επί ΔΟΛ, τον μακαρίτη Βασίλη Μουλόπουλο στο «Βήμα».

Στην τελική, το έμαθες:

«only through time time is conquered» (ο χρόνος, μοναχά μέσ’ απ’ το χρόνο κατακτιέται).

Να τι θα έδειχνε ο ποιητής σε όποιον νομίζει πως μπορεί να γράφει άκαμπτος εκτός τόπου και χρόνου της εξουσίας.

Γράφοντας, αναδεικνύεις το διπλό. Τη δύναμη μιας διαδικασίας που δεν έχει σχέση μόνο με τα νεύρα σου, αλλά με την επιβολή μιας “συλλογικής διαρρύθμισης της έκφρασης”, δηλαδή με την οργάνωση της εξουσίας. Τί άλλο είναι η ισχύς του Tik-tοk; Αλλά και τί είναι οι αναρτήσεις στα κοινωνικά δίκτυα και τα άρθρα; Πάγιες εντολές και παραγγέλματα, ώστε όχι μόνον να γίνονται πιστευτά αλλά και να επηρεάζουν.

Το ερώτημα είναι κατά πόσο υπάρχει δημοσιογραφία που αντιλαμβάνεται πως η σκέψη διακλαδώνεται και πως η γραφή γράφει βάσει των αποκλίσεων και των διλημμάτων που θέτει;

Ό,τι όμως συμβαίνει εκεί έξω και που τόσο παραστατικά περιγράφεται με τις λέξεις, συμβαίνει για λόγους που δεν είναι ορατοί.

Και συχνά αυτό που συμβαίνει εκτός από αυταπάτες, δημιουργεί και μια αφόρητη σχέση με τον εαυτό. Όσο κι αν συνηθίζεται, δεν αντέχεται τόση αυθυποβολή και τόση αυτοεξαπάτηση.

Είναι εκεί που ο Λένιν έβαζε τα γέλια με τους «κατασκευαστές του Θεού».

«Αγαπητέ μου Αλεξέι Μαξίμοβιτς», έλεγε στον Γκόρκι όταν τον κάλεσε να συζητήσουν φιλοσοφικά με την ομάδα του, «επιθυμώ πολύ να σας δω, αλλά αρνούμαι κάθε συζήτηση φιλοσοφική».

Εξ ου και δεν παρέστη στο Φόρουμ των Δελφών με τον Τσίπρα μη και πέσει καθ’ οδόν στον Κασσελάκη.

ΥΓ. Έβλεπα τα ολέθρια «πυροτεχνήματα» του 1,35 δις δολαρίων προχθές απο την τηλεόραση.Άκουγα τα ανακοινωθέντα εκατέρωθεν και τις ανακοινώσεις καταδίκης ή
συμπαράστάσης. «Λεξεις, λέξεις, λέξεις.» Πώς να μην είχε δίκιο ο Σαίξπηρ; Πώς να μην χαρακτηρίσει ο Σεφέρης τον πόλεμο, » ψυχαμοιβό»;