Οι αρμόδιοι επιτελείς των υπουργείων Εξωτερικών και Εθνικής Αμυνας παρακολουθούν τις καταιγιστικές εξελίξεις των τελευταίων ημερών με τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία για έναν επιπλέον λόγο. Αυτός σχετίζεται με τη στάση που θα τηρήσει η Τουρκία έναντι της Μόσχας αλλά και αναφορικά με το περιβάλλον αστάθειας που διεθνώς διαμορφώνεται και το οποίο θα μπορούσε να λειτουργήσει ως «πειρασμός» για χώρες με αναθεωρητικές βλέψεις και ροπή προς αμφισβήτηση των διεθνών συνθηκών (όπως πράττει η Αγκυρα σε σχέση με τη Συνθήκη της Λωζάννης). Εμπειρος παρατηρητής των διεθνών εξελίξεων σχολίαζε στο «Βήμα» πριν από μερικές ημέρες ότι «με τις Ηνωμένες Πολιτείες και το ΝΑΤΟ να έχουν αυτή τη στιγμή το βλέμμα τους στραμμένο αποκλειστικά στη διαχείριση και αντιμετώπιση της ρωσικής απειλής, πολύ δύσκολα θα είχαν τη δυνατότητα να παρέμβουν και σε άλλο μέτωπο αν αυτό κρινόταν αναγκαίο». Ωστόσο, το «νόμισμα έχει δύο όψεις». Ελληνας αξιωματούχος, που θέλησε να διατηρήσει την ανωνυμία του, σημείωνε ότι «με την καταδίκη της ρωσικής εισβολής να είναι τόσο ευρεία και απόλυτη εντός του ΝΑΤΟ και πέραν αυτού, η μίμηση αυτής της τακτικής από την Αγκυρα θα έμοιαζε μάλλον με αυτοκτονία στην παρούσα φάση».

Προκλήσεις για την Αγκυρα

Ο πόλεμος στην Ουκρανία θα δοκιμάσει τις διπλωματικές αντοχές της Τουρκίας, η οποία παραδοσιακά αλλά ακόμη περισσότερο τα τελευταία χρόνια επιμένει να κινείται στους «αρμούς» της διεθνούς πολιτικής. Μετά τη ρωσική εισβολή, το θεωρητικώς εύκολο πρώτο βήμα ήταν η επίσημη καταδίκη της, καθώς η Αγκυρα δεν θα μπορούσε να κινηθεί εκτός νατοϊκού πλαισίου. Ωστόσο, οι περιπλοκές θα αρχίσουν σε επόμενο στάδιο. Ηδη ο τούρκος υπουργός Εξωτερικών Μεβλούτ Τσαβούσογλου ξεκαθάρισε, απαντώντας στο αίτημα της Ουκρανίας να κλείσουν τα Στενά ώστε να μην περάσουν ρωσικά πολεμικά πλοία στη Μαύρη Θάλασσα, ότι η χώρα του θα προχωρήσει σε μια τέτοια κίνηση μόνο εφόσον βρεθεί σε κατάσταση πολέμου. Διευκρίνισε επίσης παράλληλα ότι η Ρωσία διαθέτει το δικαίωμα επιστροφής των πλοίων της στις βάσεις τους ακόμη και αν τα Στενά κλείσουν. Ωστόσο, ενημερωμένες πηγές τόνιζαν προς «Το Βήμα» ότι το τελευταίο διάστημα σημαντικός αριθμός ρωσικών σκαφών έχει περάσει στη Μαύρη Θάλασσα και αυτό προσφέρει σοβαρό πλεονέκτημα στη Μόσχα για την εκτέλεση των στρατιωτικών σχεδίων της.

Υπάρχουν ακόμη δύο σημεία που εμφανίζουν ενδιαφέρον. Τι θα πράξει η Τουρκία στο πλαίσιο των ευρωπαϊκών και αμερικανικών κυρώσεων εναντίον της Ρωσίας; Θα τις εφαρμόσει; Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει το γεγονός ότι η Τουρκία παραμένει, έστω ευρισκόμενη στο «ψυγείο», υποψήφιο μέλος για ένταξη στην Ευρωπαϊκή Ενωση (ΕΕ). Θα συμμορφωθεί με τις αποφάσεις της τελευταίας ή μήπως η εξάρτησή της από τη Μόσχα π.χ. στον ενεργειακό τομέα βαρύνει αντίρροπα στις αποφάσεις της; Ενδιαφέρον θα είχε επίσης να γνωρίζει κανείς πώς ερμηνεύτηκε στην Τουρκία η πρόσφατη δήλωση του Σεργκέι Λαβρόφ, που ουσιαστικά εξίσωνε τις πρόσφατα αναγνωρισθείσες από τη Ρωσία «Λαϊκές Δημοκρατίες του Ντονέτσκ και του Λουχάνσκ» με την «Τουρκική Δημοκρατία της Βόρειας Κύπρου». Παράλληλα, η Αγκυρα είχε διαμορφώσει στενότατες σχέσεις με την Ουκρανία τα τελευταία χρόνια με σκοπό να αποκτήσει πρόσβαση σε κρίσιμη τεχνολογία (κινητήρες και πυραύλους) για την αναδυόμενη αμυντική της βιομηχανία. Αν η ρωσική εισβολή καταστρέψει αυτές τις υποδομές, θα πρόκειται για πλήγμα για την Αγκυρα. Και ας μη λησμονείται ότι η Ουκρανία ήταν ο μεγάλος σιτοβολώνας της Ευρώπης (και πέραν αυτής), με ό,τι αυτό συνεπάγεται για την προμήθεια αυτού του πολύτιμου αγαθού για την τουρκική οικονομία.

Διερευνητικές επαφές και αποστρατιωτικοποίηση

Είναι σαφές ότι οι ελληνικές ανησυχίες έχουν βάση την πρόσφατη δυναμική ανάδειξη εκ μέρους της Αγκυρας της θεωρίας της «κυριαρχίας υπό όρους» που ασκεί η Ελλάδα στα νησιά του Ανατολικού Αιγαίου και στα Δωδεκάνησα – καθώς θεωρεί ότι αυτά της παραχωρήθηκαν υπό την αίρεση ότι θα είναι αποστρατιωτικοποιημένα. Οπως αναλυτικά περιέγραψε «Το Βήμα» την προηγούμενη εβδομάδα, η δυσφορία της Αθήνας για τη διεύρυνση της «θεωρίας των γκρίζων ζωνών» υπήρξε έντονη σε υψηλότατο πολιτικό επίπεδο. Ωστόσο, δεν λείπουν όσοι απορούν για ποιον λόγο το υπουργείο Εξωτερικών έχει καθυστερήσει τόσο πολύ να στείλει την απάντηση της Αθήνας στη δεύτερη εκ των επιστολών του τούρκου Μόνιμου Αντιπροσώπου στα Ηνωμένα Εθνη Φεριντούν Σινιρλίογλου. Σε διπλωματικούς κύκλους έχει αρχίσει και αναφύεται εντεινόμενη δυσφορία για το γεγονός αυτό.

Υπάρχει πάντως η αίσθηση ότι η Αγκυρα δεν θα σταματήσει την προσπάθειά της να αναδείξει διεθνώς το ζήτημα της παραβίασης, όπως εκείνη πιστεύει, των υποχρεώσεων αποστρατιωτικοποίησης που είχε αναλάβει η Αθήνα για τα νησιά ώστε να αποκτήσει την κυριαρχία τους. Η απόπειρα αυτή θα συναντήσει εμπόδια, αλλά η τουρκική πλευρά θα επιδιώξει, όπως εκτιμάται, να πιέσει στο νομικό σκέλος. Οι προθέσεις αυτές φαίνεται ότι κατέστησαν σαφείς, σύμφωνα με καλά πληροφορημένες πηγές, και κατά τον τελευταίο (υπ’ αριθμόν 64) γύρο των διερευνητικών επαφών που πραγματοποιήθηκε την περασμένη Τρίτη 22 Φεβρουαρίου στην Αθήνα. Η τουρκική πλευρά επιμένει, ως φαίνεται, στη λογική της προσέγγισης των θεμάτων ως «πακέτου» και η αποστρατιωτικοποίηση καταλαμβάνει, στην τρέχουσα φάση, κεντρική θέση. Η έκβαση της συζήτησης αποδεικνύεται άλλωστε από τον σύντομο χρόνο που αυτή διήρκεσε. Και, βέβαια, η συμβολική σημασία ότι την επομένη σχεδόν των συνομιλιών η Αγκυρα προχώρησε σε υπερπτήσεις δεν μπορεί να παραγνωρίζεται.

Η τουρκική απειλή είναι απόλυτα υπαρκτή

Μια ματιά πάντως στην παρουσία και στη διάταξη των τουρκικών ενόπλων δυνάμεων απέναντι από τα ελληνικά νησιά όπως και στον Εβρο θα έπειθε ακόμη και τον πλέον ουδέτερο παρατηρητή ότι οι αιτιάσεις της Αγκυρας κατά της Ελλάδας αγγίζουν τα όρια του γραφικού. Οι αιτιάσεις εκτοξεύονται το τελευταίο διάστημα κατά κόρον από το στόμα του υπουργού Εθνικής Αμυνας Χουλουσί Ακάρ, συνδυαζόμενες με εκτιμήσεις περί της ματαιότητας του ελληνικού εξοπλιστικού προγράμματος.

Σύμφωνα με πληροφορίες που βρίσκονται στη διάθεση του «Βήματος» από πηγές τόσο εντός όσο και εκτός Ελλάδας, προερχόμενες από τον στρατιωτικό χώρο αλλά και από των μυστικών υπηρεσιών, πολύ σημαντικό μέρος των τουρκικών ναυτικών δυνάμεων συγκεντρώνεται σε ένα τόξο βάσεων που ξεκινάει από τα Δαρδανέλλια και φθάνει στο Ακσάζ, με ενδιάμεσους σταθμούς την Ιμβρο, την Τένεδο, τη Σμύρνη και τη Φώκαια. Οι δυνάμεις αυτές συμπληρώνονται από αεροπορικές δυνάμεις σε βάσεις όπως το Εσκί Σεχίρ, η Μπαντίρμα και το Μπαλίκεσιρ. Και αν προστεθούν στα προαναφερθέντα οι βάσεις μη επανδρωμένων αεροσκαφών σε Ντάλαμαν, Δαρδανέλλια και Κεσάνη, τότε η επιθετική διάταξη συμπληρώνεται.

Φυσικά, η διατήρηση – και κατά πληροφορίες η ενίσχυση – της επονομαζόμενης «Στρατιάς του Αιγαίου», από την οποία στελεχώνεται και η Διακλαδική Δύναμη Ειδικών Αποστολών με άνω των 20.000 ανδρών των ειδικών δυνάμεων, δεν αφήνει περιθώρια αμφιβολιών ότι η τουρκική πλευρά έχει πάντα στον σχεδιασμό της μια αμφίβια επιχείρηση. Αλλωστε, τα σενάρια διαφόρων τουρκικών ασκήσεων έχουν στον πυρήνα τους την κατάληψη ενός ή περισσότερων νήσων. Υπολογίζεται δε ότι συνολικά οι αεροναυτικές δυνάμεις της γείτονος προσεγγίζουν τις 40.000 και είναι προσανατολισμένες προς το Αιγαίο Πέλαγος και την Ανατολική Μεσόγειο. Εκτιμάται δε ότι η παρούσα διάταξη προσφέρει στην Τουρκία μια δυνατότητα μεταφοράς ενισχύσεων εντός 12-48 ωρών σε περίπτωση κλιμάκωσης.

Η στρατιά στον ΕβροΑνάλογη είναι η κατάσταση στο μέτωπο του Εβρου – θέατρο και της πρόσφατης, το 2020, υβριδικού χαρακτήρα επιχείρησης με την εργαλειοποίηση του Μεταναστευτικού. Στην Ανατολική Θράκη, η παρουσία της 1ης Τουρκικής Στρατιάς δεν αφήνει περιθώρια παρερμηνειών. Σύμφωνα με ορισμένες εκτιμήσεις, το μέγεθος της στρατιάς ανέρχεται σε περίπου 45.000 άνδρες, οι οποίοι διαθέτουν επαρκή μέσα και δυνατότητες για ανάληψη άμεσης στρατιωτικής δράσης.