Το 2021, η Ελλάδα συμπλήρωσε επισήμως τέσσερις δεκαετίες ως μέλος της Ευρωπαϊκής Ενωσης (ΕΕ). Σε αυτά τα 40 χρόνια, οι έλληνες διανοητές που η χώρα παρήγαγε σε σχέση με τα ευρωπαϊκά ζητήματα δεν είναι πολλοί και αναμφίβολα ελάχιστοι διαθέτουν το κύρος εκείνο που να τους εντάσσει στην εκλεκτή ομάδα εκείνων που έχουν επιδράσει, με την πνευματική τους παραγωγή, στην ευρωπαϊκή δημόσια σφαίρα. Ανάμεσα σε αυτούς όμως, ο Λουκάς Τσούκαλης κατέχει σημαίνουσα θέση και αυτό αναγνωρίζεται από τη μεγάλη πλειονότητα των συναδέλφων του ανά την ήπειρο. Είναι ίσως για αυτόν τον λόγο που η συλλογή δοκιμίων με τίτλο «Europe’s Transformations: Essays in Honour of Loukas Tsoukalis» (Oxford University Press) αποκτά ιδιαίτερη σημασία (ο τόμος θα κυκλοφορήσει στα ελληνικά από τις εκδόσεις Αλεξάνδρεια). Ο τόμος αυτός συγκεντρώνει δοκίμια από ορισμένους εκ των κορυφαίων διανοητών και πολιτικών σε σχέση με την ενωμένη Ευρώπη, όπως οι Ζαν-Πιζανί Φερί, Βίβιεν Σμιτ, Νάταλι Τότσι, Ενρίκο Λέτα και Χέρμαν βαν Ρομπάι.

Ο Λουκάς Τσούκαλης, τον οποίο συναντήσαμε τις προηγούμενες ημέρες, εργάζεται τώρα πάνω στο επόμενο βιβλίο του, «το πιο φιλόδοξο, πιο πολιτικό και πιο απελευθερωμένο» όπως μας λέει, αν και δεν μας αποκαλύπτει λεπτομέρειες. Τόσο η μακρά ακαδημαϊκή εμπειρία του σημερινού καθηγητή του ΕΚΠΑ (σε Οξφόρδη, London School of Economics, Sciences Po και Κολέγιο της Ευρώπης) και προέδρου του ΕΛΙΑΜΕΠ όσο επίσης η συμμετοχή του στις κοινοτικές διεργασίες αλλά και η συχνή δημόσια παρουσία του προδιαθέτουν για κάτι θετικό. Η συζήτησή μας δεν θα μπορούσε φυσικά να αρχίσει από το πώς ο ίδιος βλέπει σήμερα την ΕΕ, υπό το πρίσμα και της επίδρασης που άσκησε στην Ενωση η πανδημία της COVID-19.

Η πανδημία και η «τομή» του Ταμείου Ανάκαμψης

«Η αισιόδοξη πλευρά», μας λέει, «είναι ότι η Ευρώπη όχι μόνο επιβιώνει παρά τις απανωτές κρίσεις, αλλά γίνεται και ισχυρότερη. Και η πανδημία είναι το χαρακτηριστικότερο παράδειγμα. Αν κάποιος έλεγε, πριν από μερικά χρόνια, ότι οι Ευρωπαίοι θα κινητοποιούσαν ένα δημοσιονομικό πακέτο 750 δισεκατομμυρίων ευρώ, θα προμηθεύονταν εμβόλια από κοινού και η ΕΚΤ θα αγόραζε, μαζικά, ομόλογα αξίας δισ. ευρώ συμπεριλαμβανομένων των ελληνικών, θα του έλεγαν να ξυπνήσει από το όνειρο. Κι όμως συνέβη. Στην κρίση του ευρώ ή στη μεταναστευτική κρίση», προσθέτει, «η επιτυχία ήταν η επιβίωση, με ορισμένες μεταρρυθμίσεις κυρίως στην ευρωζώνη, που έγιναν εξ ανάγκης και πάντα καθυστερημένα. Με την πανδημία έχουμε όμως μία τομή. Αυτό δείχνει ότι όταν «ο κόμπος φτάνει στο χτένι», η ΕΕ έχει ισχυρότατο ένστικτο αυτοσυντήρησης».

Οι ηγέτες και ο κομβικός ρόλος του Μακρόν

Αυτός ο εφησυχασμός που κατά περιόδους επιδεικνύεται ήταν τα τελευταία χρόνια η συνέπεια από τον βαθύ διχασμό μεταξύ Βορρά και Νότου ή Ανατολής και Δύσης στους κόλπους της ΕΕ. Μπορούν να ξεπεραστούν αυτά τα χάσματα και να μπορέσει η ΕΕ να απαντήσει στις μείζονες προκλήσεις του μέλλοντος; Ο κ. Τσούκαλης δεν μασάει τα λόγια του: «Οι αληθινοί Ευρωπαίοι είναι λίγοι, για την ακρίβεια είναι ο Μακρόν. Είναι ο μόνος ευρωπαίος ηγέτης που έχει το βάρος, το όραμα, το σχέδιο και τις συγκεκριμένες προτάσεις για όλα τα ζητήματα. Είναι πιο εντυπωσιακός ως ευρωπαίος ηγέτης παρά ως Πρόεδρος της Γαλλικής Δημοκρατίας». Και οι Γερμανοί; «Κάνουν μάλλον διαχείριση και αυτό ίσχυε κυρίως για την Ανγκελα Μέρκελ. Ηταν εντυπωσιακή καγκελάριος από ορισμένες απόψεις, αλλά κατά βάση διαχειρίστρια. Νομίζω ότι είχε υιοθετήσει την άποψη του Χέλμουτ Σμιτ που έλεγε ότι «όσοι έχουν οράματα, καλό είναι να συμβουλευθούν έναν γιατρό»! Οταν στην κρίσιμη στιγμή όμως ο Μακρόν κατάφερε να πείσει τη Μέρκελ, υπό το φάσμα και του ιταλικού κινδύνου, συνέβη το αναπάντεχο», δηλαδή το Ταμείο Ανάκαμψης.

Οι αληθινοί Ευρωπαίοι είναι λίγοι, για την ακρίβεια είναι ο Μακρόν. Είναι ο μόνος ευρωπαίος ηγέτης που έχει το βάρος, το όραμα, το σχέδιο και τις συγκεκριμένες προτάσεις για όλα τα ζητήματα

Δεν είναι φυσικά όλα ρόδινα. «Το αρνητικό είναι προφανώς ότι η Ευρώπη σερνόταν οικονομικά για χρόνια, ότι ήταν ανίκανη να αντιμετωπίσει την πρόκληση Τραμπ ούσα διαιρεμένη, ότι δυστυχώς στην εξωτερική πολιτική δεν μετράει καθόλου όπως βλέπουμε στην περίπτωση της Ουκρανίας, που οι Ευρωπαίοι αγωνίζονται να βρουν θέση στο τραπέζι» λέει. Τον ρωτάμε πού θα οδηγήσουν όλα αυτά. «Η μόνη μας ελπίδα, ως Ευρωπαίοι, είναι κατ’ αρχήν να επανεκλεγεί ο Μακρόν και να υπάρξει μία σύγκλιση απόψεων με τον Σολτς διότι υπάρχει μία κυβέρνηση στη Γερμανία στην οποία τόσο αυτός όσο και οι Πράσινοι έχουν δώσει θετικά δείγματα. Αν αυτό συνδυαστεί με όσα συμβαίνουν στον περίγυρο της Ευρώπης και αναζητηθούν κοινές απαντήσεις, θα είναι πολύ θετικό, διότι αν η Ευρώπη δεν κινηθεί από κοινού, δεν υπάρχει». Παραδέχεται πάντως ότι «δεν είμαι εξαιρετικά αισιόδοξος. Είμαι περισσότερο γκραμσιανά αισιόδοξος, δηλαδή αισιόδοξος της πράξης. Εχω όμως μεγάλη ανησυχία για το τι θα συμβεί στη Γαλλία διότι αν ο Μακρόν χάσει το παιχνίδι, θεωρώ ότι ακόμη και η Πεκρές δεν θα αναλάβει πρωτοβουλίες. Και άλλες χώρες είναι είτε μικρές και δεν μπορούν να σύρουν το κάρο, είτε δεν θέλουν καθόλου, όπως οι Ανατολικοευρωπαίοι». Μήπως τελικά η διεύρυνση ήταν μία λάθος επιλογή; «Δεν είμαι από αυτούς που μετάνιωσαν που έγινε η διεύρυνση. Επρεπε να γίνει, διότι αν δεν γινόταν θα επρόκειτο για άρνηση του ευρωπαϊκού εγχειρήματος. Το τίμημα όμως ήταν μεγάλο διότι η ετερογένεια είναι πια εκτεταμένη. Εχουμε ένα μείγμα εθνικισμού και λαϊκισμού εντονότατο στις περισσότερες από αυτές τις χώρες και το ευρωπαϊκό κοινωνικό και οικονομικό μοντέλο δεν ισχύει εκεί» τονίζει.

Η δύσκολη εξίσωση της πράσινης μετάβασης

Πολλοί αναλυτές έχουν μιλήσει για μία τάση αποπαγκοσμιοποίησης λόγω πανδημίας. Πόσο επηρεάζει αυτή την Ευρώπη; Και πόσο βαθιές αλλαγές θα φέρει την ίδια στιγμή η πράσινη μετάβαση; «Νομίζω ότι η αποπαγκοσμιοποίηση δεν έχει εμφανιστεί αποκλειστικά λόγω πανδημίας. Εδώ και περίπου 10 χρόνια, η τάση προς περισσότερη παγκοσμιοποίηση βρίσκεται υπό έλεγχο. Πολιτικά δεν είναι διαχειρίσιμη η επιτάχυνση. Το ενδιαφέρον είναι ότι βλέπουμε μία Ευρώπη που τείνει να ενισχυθεί, ενώ μειώνεται η τάση για περισσότερη παγκοσμιοποίηση» υπογραμμίζει. Οσο για τις συνέπειες της πράσινης μετάβασης, το σχήμα των «κερδισμένων και χαμένων» που επικράτησε επί παγκοσμιοποίησης θα ισχύσει μάλλον και εδώ. «Είναι αρκετά σαφές», εκτιμά ο κ. Τσούκαλης, «ότι το κομβικότερο ζήτημα σε σχέση με την πράσινη μετάβαση είναι ο διαμοιρασμός του κόστους. Ο κίνδυνος είναι οι χαμένοι αυτής της μετάβασης να είναι οι πιο αδύναμοι. Αυτό έχει γίνει αντιληπτό στις Βρυξέλλες και σε πολλές ευρωπαϊκές πρωτεύουσες. Για αυτό μιλούν συνέχεια για τη δίκαιη μετάβαση. Η Ευρώπη είναι μπροστά από όλους τους υπόλοιπους στην αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής, με σχέδιο, με οικονομικές προτάσεις, με κοινωνική ευαισθησία. Αλλά δεν θα είναι εύκολη η διαδικασία αυτή».

Το κομβικότερο ζήτημα σε σχέση με την πράσινη μετάβαση είναι ο διαμοιρασμός του κόστους. Ο κίνδυνος είναι οι χαμένοι αυτής της μετάβασης να είναι οι πιο αδύναμοι

Σύμφωνο Σταθερότητας και κοινή Αμυνα

«Το πρώτο βήμα που έχει γίνει είναι ότι υπάρχει μία συμφωνία ότι απαιτούνται αλλαγές» μάς λέει ο Λουκάς Τσούκαλης όταν τον ρωτάμε περί αναθεώρησης του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης. «Βλέπω να τίθενται πιο χαλαρές προϋποθέσεις για ελλείμματα που θα αφορούν επενδύσεις. Το ζήτημα είναι βέβαια πώς αυτές θα οριστούν. Εκτιμώ επίσης ότι θα υπάρξει μία πιο ευέλικτη αντιμετώπιση του χρέους, που είναι και αναπόφευκτη. Τι νόημα έχει πια το όριο του 60%, πόσες χώρες είναι κάτω από αυτό;» διερωτάται. Το κρίσιμο ζήτημα όμως θα είναι «η πορεία του πληθωρισμού, αν δηλαδή η αύξησή του είναι παροδική ή μονιμότερη. Αν κριθεί ότι είναι το δεύτερο, αλλάξει η νομισματική πολιτική και αρχίζουν να επανέρχονται οι προβλέψεις του Συμφώνου Σταθερότητας στην πιο αυστηρή τους μορφή, τότε η κατάσταση θα είναι δύσκολη – και για την Ελλάδα ακόμη δυσκολότερη».

Και η στενότερη συνεργασία στην Αμυνα; «Δεν είμαι αισιόδοξος. Αν η Γερμανία αποφασίσει ότι κάτι πρέπει να γίνει στον τομέα αυτόν, θα γίνει» σημειώνει, ενώ υπάρχει και η αντίσταση των ανατολικοευρωπαϊκών χωρών που προτιμούν τους Αμερικανούς και το ΝΑΤΟ ως παροχείς ασφαλείας. Μία συμμαχία προθύμων μοιάζει ως η πιθανότερη, θετική, έκβαση. «Στην Αμυνα, η μόνη ελπίδα είναι να ακολουθηθεί το μοντέλο της ΟΝΕ. Οσοι θέλουν προχωρούν και αφήνουν ανοικτή την πόρτα για τους υπολοίπους. Φυσικά θα τεθούν και για την Ελλάδα ζητήματα, όπως η ομοφωνία και το βέτο».

Στην κρίση του ευρώ ή στη μεταναστευτική κρίση η επιτυχία ήταν η επιβίωση, με ορισμένες μεταρρυθμίσεις κυρίως στην ευρωζώνη, που έγιναν εξ ανάγκης και πάντα καθυστερημένα. Με την πανδημία έχουμε όμως μία τομή

«Στην κρίσιμη ώρα οι Ελληνες γνωρίζουν πού βρίσκεται το συμφέρον τους»

Για τον κ. Τσούκαλη, υπάρχουν τρία βασικά στοιχεία που καθορίζουν τη μακροχρόνια σχέση της Ελλάδας με τις Ευρωπαϊκές Κοινότητες. «Το πρώτο είναι η λήψη σωστών στρατηγικών επιλογών σε κρίσιμες καμπές. Χαρακτηριστικά παραδείγματα μεγάλων και σοφών αποφάσεων είναι αυτή του Κωνσταντίνου Καραμανλή για ένταξη στην ΕΟΚ και η απόφαση για την ένταξη της Κυπριακής Δημοκρατίας στην ΕΕ. Δεύτερον, σημαντικές διπλωματικές επιτυχίες. Το υπουργείο Εξωτερικών δεν τα έχει πάει άσχημα στις κοινοτικές διαπραγματεύσεις. Το τρίτο στοιχείο είναι οι αλλεπάλληλες κρίσεις που οφείλονται νομίζω στις χαρακτηριστικές ελληνικές αντιφάσεις. Πρώτα, η Ελλάδα μπαίνει σε μία κοινότητα που το κύριο χαρακτηριστικό της είναι ο ανταγωνισμός και η Κοινή Αγορά, ενώ εκείνη έχει μία εξαιρετικά αδύναμη, εσωστρεφής και μη ανταγωνιστική οικονομία. Δεύτερον, ενώ η Ελλάδα έχει μία εξαιρετικά κοσμοπολίτικη ελίτ, ταυτόχρονα έχει ένα κράτος βαλκανικού τύπου που δυσλειτουργεί σε σύγκριση με έναν πολύ πιο ανεπτυγμένο κοινοτικό μηχανισμό. Αυτό έγινε ιδιαίτερα κατανοητό στους κοινοτικούς με τα Μνημόνια. Δεν μπορούσαν οι Ευρωπαίοι να διανοηθούν ότι ο υπουργός Οικονομικών δεν διέθετε κατάλογο των δημοσίων υπαλλήλων που πληρώνει. Επιπλέον, η Ελλάδα βρίσκεται σε μία πολύ δύσκολη γειτονιά που δημιουργεί ανασφάλεια, ενώ έχει και έναν δικό της εθνικισμό. Ωστόσο», προσθέτει, «στην κρίσιμη ώρα, οι Ελληνες γνωρίζουν πού βρίσκεται το συμφέρον τους. Δεν θέλουν να φύγουν από την Ευρώπη».

Θα μπορούσε άραγε η Ελλάδα να είναι περισσότερο παρούσα στην Ευρώπη; «Οι πρωτοβουλίες μας θα πρέπει να είναι κοινές με άλλους. Θα μπορούσε να έχει ενεργότερη παρουσία. Η σημερινή κυβέρνηση σε αυτό το σημείο δεν είναι κακή. Ιδιαίτερα ο Πρωθυπουργός εμφανίζεται κινητικός και επειδή είναι κοσμοπολίτης και εξωστρεφής αυτό τον βοηθάει. Δεν είναι όλοι οι ευρωπαίοι ηγέτες έτσι. Αρα σε αυτό έχουμε ένα πλεονέκτημα» καταλήγει.