Ηταν ήδη ένα κόσμημα για το ούτως ή άλλως κομψότατο Μαρέ, όμως η ανακαίνισή του απογείωσε τη γαλλική φινέτσα του σε άλλα επίπεδα. Το Μusée Carnavalet-Histoire de Paris, το παλαιότερο από τα Μουσεία της Πόλης του Παρισιού, λειτουργεί με μεγαλοπρέπεια από το 1880, όμως το 2015 κρίθηκε ότι τα επιβλητικά κτίριά του χρειάζονταν ένα καλό φρεσκάρισμα. Αρκεί να πούμε ότι το μουσείο στεγάζεται κατά βάση σε δύο μέγαρα του 16ου και του 17ου αιώνα, τα οποία συνδέονται με μια νεότερη κτιριακή προσθήκη. Κάτι έπρεπε να αλλάξει, να γίνει συντήρηση των κτιρίων, όπου χρειαζόταν και αναδιάταξη του χώρων, ενώ το εσωτερικό είχε ανάγκη μιας πιο σύγχρονης μουσειολογικής προσέγγισης προκειμένου να καταστεί προσβάσιμο σε όλους τους επισκέπτες.

Το έργο λοιπόν ανέλαβε το γραφείο Chatillon Architectes του Φρανσουά Σατιγιόν, o οποίος επέλεξε σοφά να συνεργαστεί με τους ευρηματικούς Νορβηγούς Snøhetta (στον αρχιτεκτονικό σχεδιασμό) και τη Ναταλί Κρινιέρ στη σκηνογραφία. Προσόψεις, οροφές, πατώματα, παράθυρα και πόρτες δέχθηκαν το φιλί της ζωής, κοινώς συντηρήθηκαν, όπως επίσης και τα 3.800 αντικείμενα που παρουσιάζονταν μέχρι πρότινος στο μουσείο, ενώ χαράχθηκαν νέες μουσειογραφικές διαδρομές προκειμένου να μπορεί και το μουσείο να βαδίσει με άνεση στον 21ο αιώνα. Το Carnavalet έπρεπε να αποκτήσει τη δημοφιλία που δικαιούται, καθώς δεν είναι ιδιαίτερα γνωστό, ενώ πλέον είναι πανέμορφο (και δωρεάν, καθότι δημοτικό μουσείο).

Οταν άνοιξε λοιπόν ξανά τον περασμένο Μάιο έπειτα από πέντε χρόνια εργασιών κόστους 50 εκατ. ευρώ – σίγουρα και με το βλέμμα στους θερινούς Ολυμπιακούς Αγώνες του 2024 που λογικά θα φέρουν πολύ κόσμο στο Παρίσι – είχε πολύ περισσότερους εκθεσιακούς χώρους. Τόσο για μόνιμα εκθέματα όσο και για περιοδικές εκθέσεις, μια και αξιοποιήθηκαν χώροι των κτισμάτων για πρώτη φορά, όπως για παράδειγμα τα κελάρια τους που δεν ήταν ποτέ προσβάσιμα από το κοινό, εκεί δηλαδή όπου πλέον παρουσιάζονται εκθέματα από την προϊστορική εποχή μέχρι τα μέσα του 16ου αιώνα. Η προσθήκη των νέων-παλαιών χώρων κατέστησε δυνατή την έκθεση ενός μεγάλου μέρους της συλλογής (μιλάμε για γύρω στα 618.000 αντικείμενα συνολικά, σχέδια, χαρακτικά, αφίσες, φωτογραφίες, νομίσματα, έπιπλα, αρχεία) που βρίσκονταν μέχρι πρότινος σε αποθήκες.

Περίπου ένα 10% από αυτά τα εκθέματα έχουν τοποθετηθεί σε ύψος που είναι «φιλικό» στα παιδιά, με τις παρακείμενες πληροφορίες να είναι γραμμένες με μια πιο απλή γλώσσα, προσιτή σε μικρότερες ηλικίες. Επιπλέον, οι επεξηγηματικές ταμπέλες του μουσείου είναι γραμμένες και στα αγγλικά, αλλά και στα ισπανικά, γιατί βέβαια τα μουσεία του Παρισιού δεν τα επισκέπτονται μόνο Γάλλοι ή γαλλόφωνοι. Ο εκσυγχρονισμός της μουσειακής εμπειρίας εννοείται ότι περιλαμβάνει και την αναγκαία προσθήκη της τεχνολογίας. Παρούσες είναι οι απαραίτητες οθόνες αφής αλλά και οι ηχητικές εγκαταστάσεις που εμπλουτίζουν τις πληροφορίες. Για παράδειγμα, μέσα από έναν διαδραστικό χάρτη μπορεί κανείς να επισκεφθεί τα κλαμπ της Μονμάρτρης των αρχών του 20ού αιώνα ή να ακούσει ηχογραφήσεις από πολιτικές ομιλίες και (εθνεγερτικά) τραγούδια που συγκροτούν την ιστορία του επαναστατικού Παρισιού.

Με το βλέμμα στον Προυστ

Τα εκθέματα του μουσείου είναι πολλά και ποικίλα. Υπάρχει σε αυτό και μια ανακατασκευή, με αυθεντικά έπιπλα, του δωματίου του Μαρσέλ Προυστ όπου είχε γράψει το «Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο». Αυτή την περίοδο μάλιστα παρουσιάζεται μια έκθεση αφιερωμένη στον γάλλο συγγραφέα, δεδομένου ότι το 2022 συμπληρώνονται 150 χρόνια από τη γέννησή του. Η πόλη καθόρισε τον Προυστ και εκείνος την απαθανάτισε ποικιλοτρόπως στα κείμενά του – αυτό ακριβώς το Παρίσι, πραγματικό και φαντασιακό, αναβιώνει η έκθεση «Marcel Proust, Un Roman Parisien» (έως τις 10/4) μέσα από 280 έργα τέχνης.

Η περιήγηση στο μουσείο ξεκινάει όπως παλιά από μια αίθουσα γεμάτη με παλιές επιγραφές καταστημάτων του Παρισιού. Βέβαια στη νέα εκδοχή του μουσείου υπάρχει και ένας πίνακας ο οποίος θέτει ερωτήματα σχετικά με την ελλιπή εκπροσώπηση των μη λευκών ανθρώπων σε ορισμένες από αυτές. Στην πορεία, ο τρόπος έκθεσης των αντικειμένων αλλάζει προκειμένου να επιτευχθεί μια χρονολογική συνέχεια που έλειπε από το προηγούμενο στήσιμο των εκθεμάτων, από τα νεολιθικά κανό που είχαν βρεθεί στις όχθες του Σηκουάνα ως τα σκίτσα «Je suis Charlie» ή τις φωτογραφίες των Παριζιάνων που παρακολουθούν τη Νοτρ Νταμ να καίγεται το 2019.

Στο ενδιάμεσο υπάρχει μεταξύ άλλων μια μεγάλη συλλογή από τη Γαλλική Επανάσταση του 1789 με πίνακες, έπιπλα, αντικείμενα, ενώ οι επισκέπτες μπορούν να πάρουν γερές δόσεις από το Παρίσι του 1800 μέσα από μουσικά και λογοτεχνικά ενθύμια, όπως το γραφείο του Εζεν Συ (ή Ευγένιου Σύη στα ελληνικά, 1804-1857), ο οποίος υπήρξε από τους σημαντικότερους εκπροσώπους του επιφυλλιδικού μυθιστορήματος, αλλά και από πανοραμικούς πίνακες από τις επαναστάσεις του 1830 και του 1848. Το Carnavalet δεν ξεχνάει και τη δική του ιστορία και αναλαμβάνει να τη μοιραστεί με τους επισκέπτες του. Οι πληροφορίες για τους δωρητές εκθεμάτων του μουσείου μέσα στα χρόνια είναι ανακατεμένες με εκθέματα-προσωπικά τους αντικείμενα, όπως συμβαίνει στην περίπτωση του αριστοκράτη Αλφρέντ ντε Λιεβίλ (1836-1885), πρώην επιμελητή του μουσείου, ο οποίος δώρισε την προσωπική του συλλογή από ενθύμια της Γαλλικής Επανάστασης.

Δύο κτίρια για ένα μουσείο

Οσον αφορά την ιστορία των ίδιων των κτιριακών του υποδομών, το μουσείο στεγάστηκε εξ αρχής στο μέγαρο Carnavalet, ένα μοναδικό δείγμα αναγεννησιακής αρχιτεκτονικής της πόλης μαζί με τα κτίρια της Τετράγωνης Αυλής (Cour carrée) του Λούβρου. Το μέγαρο είχε χτιστεί στα μέσα του 16ου αιώνα σε σχέδια του Πιέρ Λεσκό, επίσης αρχιτέκτονα της προαναφερθείσης αυλής, για τον πρόεδρο του Κοινοβουλίου του Παρισιού, Ζακ ντε Λινιερί. Eίναι ένα από τα πιο παλιά ιδιωτικά μέγαρα της πόλης, αλλά το όνομά του το πήρε από τον σύζυγο της επόμενης ιδιοκτήτριας, μαντάμ Κερνεβερουά, χήρας ευγενούς τον οποίο αποκαλούσαν και Μεσιέ ντε Καρναβαλέ, με παραφθορά του ονόματός του. Eκεί έζησε η γαλλίδα επιστολογράφος Μαντάμ ντε Σεβινιέ από το 1677 ως το 1694. Το κτίριο αγοράστηκε από την πόλη του Παρισιού το 1866, έπειτα από παρότρυνση του βαρόνου Οσμάν, ο οποίος είχε αναλάβει τη μεγάλη ανακαίνιση του Παρισιού (1853-1870). Το έτερο κτίριο είναι το Ηôtel Le Peletier de Saint-Fargeau. Χτίστηκε στα μέσα του 16ου αιώνα σε σχέδια του Πιερ Μπυλέ (1639-1716) για τον κόμη Μισέλ Λε Πελετιέ ντε Σουζί και προσαρτήθηκε στο μουσείο μόλις το 1989.